Μαρία Ιορδανίδου | Λωξάντρα (απόσπασμα)

Το σπιτικό της η Λωξάντρα το θεμέλιωσε στο Μακροχώρι – ένα προάστιο ανάμεσα στον Άι-Στέφανο και στο Επταπύργιο, πάνω στα γαλανά νερά της Προποντίδας.

Κάθε πρωί σαν άνοιγε το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε: “Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός!” και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά, λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα: τα λαυράκια, τα μερτζάνια, τους στακούς, τα στρείδια…

“Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!”

Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι…

Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της, γιατί, σαν τις μαχαρανές, η Λωξάντρα πίστευε πως απ’ το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει. Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί, τον φιλούσε, τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά, που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα. Δεξιά ήταν η τραπεζαρία. Αριστερά ήταν το σαλόνι και δίπλα ήταν το χαμηλό ονταδάκι της νοικοκυράς. Η “κόχη” της. Εκεί που ήταν ο πλατύς σοφάς, πέρα για πέρα απ’ τη μιαν άκρη της κάμαρας ως την άλλη, και τα μεγάλα γιούκια όπου η νοικοκυρά έκρυβε το καλαθάκι με τις νταντέλες που έπλεκε και το κουτί με τις καλτσοβελόνες, και το μπόγο με τα λουτρικά, και τον κουρελόμπογό της, και το μπόγο με τα κουβάρια και τα μαλλιά, και τον πλουμιστό το μπόγο, τον καναρί το μπόγο, και τους άλλους χίλιους και ένα μπόγους της καλής νοικοκυράς.

Κάτω από τη σκάλα ήταν η πόρτα που οδηγούσε στην υπόγεια κουζίνα. Στο καθαυτό βασίλειο της Λωξάντρας. Στο σκοτεινό μα πολυαγαπημένο αυτόν Άδη με τα μεγάλα φουρνέλα του και τις φουφούδες και τις μασιές και τα μυγιαστήρια και τους μπαλτάδες του κιμά.

Στην κουζίνα ο Ταρνανάς – ένα μικρό αρμενάκι που της το προξένεψε ο Αρμένης ο ψαράς – πότε τεντζερέδες τρίβει με αρένα και με λεμονόκουπα, πότε κιμά κοπανίζει πάνω στη σανίδα, πότε χαμένος μέσα σε σύννεφο πούπουλα κάθεται στη μέση της κουζίνας και μαδά πουλερικά. Και οι γάτες ένα γύρο οργιάζουν.

– Ψιστ! Κακόν – καιρό – να – μην – έχεις, αδικιωρισμένο, θα με πετάξει κάτω! Να! Φάε! Φάε, λάμια!

Όταν ακούς τη Λωξάντρα να βλαστημά τις γάτες, αυτό πάει να πει πως τις ταΐζει το κρέας και έχει τύψεις.

Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαΐ στ’ αλάτι του. Τρώει εκείνη, δίνει και στον Ταρνανά.

– Διές και συ, πώς σε φαίνεται στ’ αλάτι του;

– Μμμμ… δυσκολεύεται να απαντήσει ο Ταρνανάς, πρέπει να ξαναδοκιμάσει. Η Σουλτάνα, η υπηρέτρια, πατάει τις φωνές:

– Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;

– Ποιος έφαε, μωρή κοτόπουλο; Το φαΐ δοκίμασε η γυναίκα στ’ αλάτι του.

Με τον καιρό πήρε πόδι η Σουλτάνα απ’ την κουζίνα. Προβιβάστηκε σε καμαριέρα και η κουζίνα κηρύχτηκε σε απαγορευμένη ζώνη. Εξακολουθούσαν όμως να νηστεύουν κανονικά.

Όταν η Λωξάντρα τελείωνε το μαγείρεμα, έβγαζε την ποδιά της κουζίνας, έτριβε τα χέρια της με λεμονόκουπα και ανέβαινε στην τραπεζαρία, σέρνοντας από πίσω όλες τις μοσκές της Δύσης και της Ανατολής. Σκορπώντας γύρω της χαρά και ευδαιμονία.

(Από το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου «Λωξάντρα», Εστία, Αθήνα 1979)


Η Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε ως Μαρία Κριεζή στις 23 Σεπτεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν κόρη του Υδραίου μηχανικού του εμπορικού ναυτικού Νικολάου Κριεζή και της Πολίτισσας Ευφροσύνης Μάγκου. Από το 1901 έως το 1909 έζησε με τους γονείς της στην Αθήνα και μετά τον χωρισμό τους επέστρεψε στη γενέτειρά της και γράφτηκε στο εκεί αμερικανικό κολέγιο. Το 1914 επισκέφτηκε συγγενείς της στο Βατούμ της Ρωσίας, όπου παρέμεινε αναγκαστικά έως το 1919, εξαιτίας της μεσολάβησης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Κατάφερε να επιβιώσει παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα ρωσικών στο γυμνάσιο της πόλης.

Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως ιδιωτική υπάλληλος, αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια, όπου παντρεύτηκε τον κομμουνιστή διανοούμενο Ιορδάνη Ιορδανίδη κι εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Αιγύπτου. Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1931 θα χωρίσει με τον σύζυγό της, με τον οποίο είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Ο Ιορδανίδης κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου εξαφανίστηκε κάτω από άγνωστες συνθήκες.

Η Μαρία Ιορδανίδου άρχισε να γράφει σε μεγάλη ηλικία. Αφορμή στάθηκε, όπως είχε πει, το ότι δεν βρήκε κάποιο βιβλίο που να απεικονίζει ικανοποιητικά τη ζωή της Κωνσταντινούπολης, όπως τη γνώρισε και τη βίωσε ή ίδια. Εξέδωσε τα μυθιστορήματα: «Λωξάντρα» (1963), όπου καταγράφει τον καθημερινό μικρόκοσμο της Κωνσταντινούπολης των αρχών του 20ού αιώνα. «Διακοπές στον Καύκασο» (1965), με το οποίο καλύπτει τα χρόνια που έζησε στη Ρωσία. «Σαν τα τρελλά πουλιά» (1978), που αναφέρεται στη ζωή της στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. «Στου κύκλου τα γυρίσματα» (1979), όπου αφηγείται τις περιπέτειές της στην Κατοχή, στον Εμφύλιο Πόλεμο και τα επόμενα χρόνια. «Η αυλή μας» (1981), στο οποίο ξεναγεί τον αναγνώστη στη σύγχρονη Αθήνα της πολυκατοικίας και της απομόνωσης.

Η Μαρία Ιορδανίδου υπήρξε μία από τις δημοφιλέστερες ελληνίδες πεζογράφους, παρότι το έργο της αγνοήθηκε από την κριτική της εποχής της. Το πιο γνωστό μυθιστόρημά της, η «Λωξάντρα» (1963), μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη το 1980 και αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής τηλεόρασης. Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 1989, σε ηλικία 92 ετών.

[Πηγή βιογραφικών στοιχείων: sansimera.gr]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.