Η Βασιλική Γιάννου γράφει για «Τα παιδιά της Νιόβης» του Τάσου Αθανασιάδη

Επετειακό ανάγνωσμα: «Τα παιδιά της Νιόβης», Τάσος Αθανασιάδης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, τ.4, Αθήνα 1988-1995

Γράφει η Βασιλική Γιάννου*

Σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό μύθο η Νιόβη καυχήθηκε για το ότι απέκτησε εφτά κόρες και εφτά γιους, ενώ η Λητώ μόνο δύο παιδιά: την Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Οι δύο θεοί τιμώρησαν τη Νιόβη για την ύβρι της: με τα βέλη τους σκότωσαν τους γιους και τις κόρες της, λυπήθηκαν, όμως, την ίδια που θρηνούσε τα σκοτωμένα παιδιά της και την «πέτρωσαν» στο όρος Σίπυλο της Μαγνησίας της Μ. Ασίας. Το βουνό αυτό βρίσκεται κοντά στο Σαλιχλί, την πατρίδα του Τάσου Αθανασιάδη, ακαδημαϊκού και  συγγραφέα του συγκεκριμένου βιβλίου. Η Νιόβη διέπραξε «ύβριν» και ακολούθησε η «νέμεσις». Η αλληγορία είναι εμφανής. Στη θέση της Νιόβης θα μπορούσαμε να βάλουμε την ελληνική πολιτική. Η «ύβρις» που διέπραξε ήταν η Μεγάλη Ιδέα, την περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ο τουρκικός εθνικισμός εδραιώνονταν,  όταν η Τουρκία βρέθηκε στο στρατόπεδο των ηττημένων. «Τα παιδιά της Νιόβης», οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, πλήρωσαν το τίμημα της ρητορικής, της αδυναμίας συλλογικής απόφασης από την πλευρά της μητροπολιτικής Ελλάδας, την πλάνη του αδιεξόδου και της πολιτικής προπαγάνδας που πήγαζε από έναν βαθύ εθνικό διχασμό.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αποτελεί «άθλο» να διαβάσει  τους τέσσερις τόμους του έργου αυτού. Διαπιστώνει διαβάζοντάς τους ότι κάθε τόμος έχει τη χρονική αυτοτέλειά του, αφού αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ο πρώτος στα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας ως το 1919, ο δεύτερος στο διάστημα της ελληνικής διοίκησης από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το Μάιο του 1919 ως τη Μικρασιατική καταστροφή, ο τρίτος στο πρώτο διάστημα εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα (1922-1924) και ο τέταρτος και τελευταίος στο χρονικό διάστημα 1924-1928, ως τη στιγμή της επανόδου του Βενιζέλου στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι δύο πρώτοι τόμοι έχουν ως τόπο δράσης το Σαλιχλί, και οι άλλοι δύο στην Αθήνα, όπου εγκαθίσταται ο συγγραφέας με την οικογένειά του μετά την Καταστροφή.

Άθλος, όμως, μπορεί να χαρακτηριστεί και η ζωή των Μικρασιατών προσφύγων, οι οποίοι μέσα σε λίγα χρόνια είδαν να χάνονται τα σπίτια και οι περιουσίες τους, οι δικοί τους άνθρωποι και η πατρίδα τους, που έγιναν θυσία στα εθνικά και πολιτικά οράματα της εποχής, αλλά και των κακών πολιτικών και στρατιωτικών χειρισμών και του έντονου εθνικού διχασμού. Οι ίδιοι αυτοί «κοσμοπολίτες» άνθρωποι βρήκαν τη δύναμη και το κουράγιο να ορθοποδήσουν και να μεγαλουργήσουν στην «επαρχιώτικης νοοτροπίας» Ελλάδα της δεκαετίας του 1920, την οποία πάντα είχαν στο μυαλό τους ως μία υψηλή ιδέα, αλλά διαψεύσθηκαν όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τις προκαταλήψεις των στενόμυαλων ντόπιων.

Στο μυθιστόρημα «ποταμός» (roman fleuve, saga) του Τάσου Αθανασιάδη το μυθοπλαστικό στοιχείο εδράζεται πάνω στο βιωματικό:  με έντονο τον ψυχολογικό ρεαλισμό, το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του συγγραφέα συνθέτουν τον καμβά των ηρώων του πολυπρόσωπου αυτού έργου. Οι διαφορετικές γενιές των Μικρασιατών Ελλήνων δρουν αναλόγως της ηλικίας τους μπροστά στην κοινή μοίρα της προσφυγιάς: οι νεώτεροι προσαρμόζονται ευκολότερα και διακατέχονται από την επιθυμία να κατακτήσουν τον κόσμο, αφού τον αλλάξουν πρώτα (διαχρονική συμπεριφορά των νέων), ενώ οι μεγαλύτεροι, που βρίσκονται στις παραγωγικές ηλικίες, αξιοποιώντας τα έμφυτα χαρίσματά τους (τα οποία εξαίρονται και δικαιολογημένα, από το συγγραφέα) κατορθώνουν να αναδειχτούν στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Ελλάδας, στις επιστήμες, στα γράμματα, τις τέχνες και την πολιτική, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ανόρθωση της Ελλάδας.

Αυτή, όμως, η γενιά, δεν μπορεί να ξεχάσει και δεν επιλέγει να ξεχάσει. Ο έφηβος ήρωας Στέργιος Αναστασιάδης, το alter ego του συγγραφέα, φέρνει στο νου του την ημέρα της αποζημίωσης της περιουσίας τους από το Ελληνικό κράτος (επρόκειτο για πλούσια μεγαλοαστική οικογένεια): «Αναπολώντας εκείνη τη μέρα, συλλογίζομαι, πως μπορεί η τοπική επιτροπή να εκτιμήσει λίγο-πολύ σωστά την αξία της περιουσίας μας· δε θα υπάρξει, όμως, ποτέ νόμισμα ικανό να αποτιμήσει όλον εκείνο το μαγικό κόσμο της παιδικής ζωής στη γενέτειρα, καταχωμένο από τα χρόνια στο βάθος της μηχανής απ΄όπου ανασύρω κάθε τόσο με τις ανασκαφές μου, μεταπλάθοντας έναν εξιδανικευμένο απ΄τα ερείπιά του με αίγλη μυθική, έτσι ώστε να αναρωτιέμαι αν υπήρξα εγώ κάποτε πρωταγωνιστής του…» Πιο κάτω ο κύριος τριτοπρόσωπος αφηγητής αναφέρει: «Ο Σύλλογος Φιλαδελφέων και Σαλιχλιωτών θέλοντας να προσδώσει σημασία ληξιαρχικής πράξης στη γέννηση της θετής πατρίδας του, κάλεσε τα μέλη να παραβρεθούνε σε μια λειτουργία αφιερωμένη στη μνήμη των θαμμένων στην Τουρκία[…] Ήταν μια συγκινητική στιγμή όπου ο παπάς του Σαλιχλί με συλλειτουργό έναν Φιλαδελφιώτη, μνημόνευσαν τα ονόματά τους μέσα στα δάκρυα των συγγενών τους. Ω! ήταν πια τόσο μακριά τους! Άραγε υπήρχαν ακόμα τα μνήματά τους;[…] οι άλλοι, όμως, που μέσα στον πανικό της φυγής τους δεν είχαν προφτάσει να πάρουν (τις φωτογραφίες τους), κρατούσαν ζωηρά τη μορφή τους στη μνήμη τους· ωσότου να θαμπώσει στη μνήμη των παιδιών του και ακόμη περισσότερη στη μνήμη των παιδιών τους, για να καταλήξει κάποτε ανώνυμη στο κενοτάφιο της μνήμης Φιλαδελφέων και Σλιχλιωτών- τον οριστικό θάνατό τους.»

Οι αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ποικίλλουν. Σ’ ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, που δεν ξεχωρίζει ένας κεντρικός ήρωας, αλλά τη θέση του παίρνει η ελληνική κοινότητα του Σαλιχλί και μάλιστα τα ανώτερα κοινωνικά στρώματά της, τα γεγονότα και οι ιστορίες των πρωταγωνιστών γίνονται γνωστά στον αναγνώστη μέσα από διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές:  είτε την τριτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού αφηγητή είτε  την πρωτοπρόσωπη του νεαρού Στέργιου (μέσα από τον οποίο διαφαίνονται και οι πνευματικές ανησυχίες του συγγραφέα) είτε μέσω του ημερολογίου (πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξανά) του λόγιου, επιφανούς μέλους της κοινότητας του Σαλιχλί, Τρύφωνα Ιωαννίδη. Μέσω του τελευταίου δίνεται και η δημοσιογραφική οπτική των εσωτερικών πολιτικών και προσωπικών εξελίξεων, τόσο στο Σαλιχλί όσο και στην Αθήνα. Η γλώσσα της αφήγησης προσαρμόζεται ανάλογα. Η δημοτική που συνοδεύει τις δύο πρώτες αφηγήσεις διανθίζεται από τη λόγια καθαρευουσιάνικη γραφή του Τρύφωνα Ιωαννίδη, η οποία όμως δένεται ομαλά με το σύνολο, λόγω του δημοσιογραφικού της χαρακτήρα.

Από το μυθιστόρημα δε λείπει και η βαθύτερη, σχεδόν μεταφυσική, διερεύνηση: ο θάνατος είναι πανταχού παρών, «το απροσδόκητο», όπως το ονομάζει ο συγγραφέας. Πλήττει ανεξαιρέτως την οικογένεια, την κοινότητα, το έθνος, με καταλυτικό και κυρίαρχο το «θάνατο» της γενέτειρας πατρίδας. Η παρουσία του και η μεταφυσική απορία τού «γιατί να υπάρχει;» δίνεται μέσα από την πορεία ενηλικίωσης του Στέργιου, ο οποίος συνειδητοποιεί την «κοινή μοίρα» μέσα από την απώλεια πολλών αγαπημένων προσώπων της οικογένειας και του φιλικού του περίγυρου, από πολύ μικρή ηλικία. Παράλληλα, στο ημερολόγιο του Τρύφωνα Ιωαννίδη οι απώλειες των μελών της κοινότητας, αλλά και αυτής της ιδιαίτερης πατρίδας σημειώνονται πιο ουδέτερα, δίνοντας έτσι τη διάσταση της αέναης πορείας της ζωής και της συνύπαρξή της με το θάνατο.

Αξίζει να αναφερθεί η θέση που κατέχουν στο έργο οι ευάλωτοι άνθρωποι: όχι μόνο οι οικονομικά ασθενέστεροι, αλλά και οι άνθρωποι με κινητικά  και διανοητικά προβλήματα, με προβλήματα υγείας, οι άνθρωποι του περιθωρίου.  Η ματιά του συγγραφέα δεν πέφτει επάνω τους  με οίκτο, αλλά τους αναδεικνύει και τους δίνει τη θέση που τους αξίζει σε μια εποχή που δεν ανέχεται εύκολα τη διαφορετικότητα.  Το εφήμερο των υλικών αγαθών, αλλά το εύθραυστο και της ευτυχίας και της υγείας στη ζωή των ανθρώπων μας καθιστά όλους εν δυνάμει ευάλωτους.

Οι πολιτικές εξελίξεις είναι ένας άλλος άξονας του μυθιστορήματος. Οι σχέσεις με την Τουρκία, αλλά και οι διαφορές στην ιδιοσυγκρασία των δύο λαών που συνυπάρχουν στη Μικρά Ασία για αιώνες ειρηνικά αποτελεί  θέμα των δύο πρώτων τόμων. Η αστάθεια που προκάλεσε η απώλεια και η ήττα στην πολιτική ελληνική σκηνή, τα στρατιωτικά κινήματα, τα εθνικά θέματα από την προσέγγιση των πρώτων σοσιαλιστικών- κομμουνιστικών κομμάτων που κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους στην Ελλάδα του 1920, οι κοινωνικές ανισότητες (οι πλούσιοι και φτωχοί πρόσφυγες), αλλά και οι απεργίες και το ταξικό μίσος που προκάλεσε η οικονομική ανέχεια απασχολούν το συγγραφέα. Ο Αθανασιάδης δεν στοχεύει να ωραιοποιήσει το παρελθόν ούτε τους πρωταγωνιστές  του. Ακόμα και τα μέλη της οικογένειας του Στέργιου περιγράφονται με τις αδυναμίες τους και τα λάθη τους. Το ίδιο και η κοινότητα των Ελλήνων του Σαλιχλί: ενώ παρουσιάζεται με κάθε λεπτομέρεια η πλουσιοπάροχη ζωή των μεγαλοαστών, της οποίας η πολυτέλεια και ο πλούτος εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα, υποβόσκει η ταξική αντιπαλότητα και οι κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις που αυτή επιφέρει. Οι δύο κόσμοι εξάλλου, οι πλούσιοι και φτωχοί (ή οι πλούσιοι που έγιναν φτωχοί μετά την Καταστροφή και οι φτωχοί που έγιναν φτωχότεροι) δεν μπορούν παρά να συμβιώνουν, αν και διαφαίνεται μια αμυδρή ελπίδα για κοινωνική ισότητα μέσω των πολιτικών ζυμώσεων στο χώρα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Τέλος, με την εγκατάσταση των πρωταγωνιστών στην Αθήνα έχουμε μια πολύ ατμοσφαιρική περιγραφή του κέντρου της πρωτεύουσας, γεμάτη από χρώματα και αρώματα της φύσης και του αττικού τοπίου, αλλά και τις περιγραφές των πρώτων προσφυγικών συνοικισμών και προαστίων, όπως της Νέας Φιλαδέλφειας και του Μπογιατιού (σημερινός Άγιος Στέφανος) αλλά και των παραγκουπόλεων του Πειραιά και των Ποδαράδων, όπου βρήκαν καταφύγιο τα πρώτα χρόνια πολλοί άποροι πρόσφυγες.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα εκατό χρόνια μετά από τα γεγονότα που περιγράφει, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για το φόρο τιμής που αποτίει ο συγγραφέας στα γενέθλια χώματα, την παιδική του ηλικία, στα πρόσωπα και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν και εν γένει σ’ έναν κόσμο που χάθηκε για πάντα. Ο αναγνώστης δε θα βρει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που τον απασχολούν σχετικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή: δεν πρόκειται, εξάλλου, για ένα ιστορικό ανάγνωσμα. Θα διακρίνει, όμως, διαχρονικά και πανανθρώπινα μηνύματα, όπως της ειρηνικής συμβίωσης των λαών, της ανεκτικότητας και της αλληλεγγύης, της νίκης της ζωής επί του θανάτου.


*Η Βασιλική Γιάννου είναι Φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Με καταγωγή από την Άρτα, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ με ΜΑ στις Επιστήμες της Αγωγής από το ΑΠΚυ. Είναι μέλος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα (ΟΙΕΕ) του EuroClio (European Association of History Teachers) και της Europeana. Έχει γράψει κριτικές βιβλίων που  έχουν δημοσιευθεί στον ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο. Βιβλιοφάγος παιδιόθεν.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.