Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης στο Σαλόνι του BookSitting

Συνέντευξη στην Αλεξία Καλογεροπούλου
alexia.kalogeropoulou@gmail.com

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης είναι ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές. Ευγενικός, προσηνής, εμβριθής, γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδας και από το 1965 διαμένει στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, όπου εργάστηκε ως τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και αλβανικά. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Συμμετείχε, επίσης, στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας Book Press. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης: Πτωχόν μετάλλευμα (έκδοση του περιοδικού Εμβόλιμον, 1990), Αμειψισπορά (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, 1996), Ενθύμιον (Καστανιώτης, 2004), Πιστοποιητικά θνητότητας (Σύγχρονη Έκφραση, 2014), Πλησμονή οστών (Μελάνι, 2018) και έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο ιστορικών μαρτυριών Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: Το Oλοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση, 2010), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας. Το 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις η Δίφορη μνήμη. Μιλήσαμε μαζί του για την ποίηση, το Εμβόλιμον, τις ποιητικές γενιές, τον Χαρτοκόπτη, τα βιβλία του, την έμπνευση, τη μνήμη και τον πόλεμο.

Κύριε Θεοχάρη, αφού σας καλωσορίσω στο Σαλόνι του BookSitting, θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς ήρθε η ποίηση στη ζωή σας;

Ήρθε μέσα από τα ακούσματα της βυζαντινής υμνογραφίας τον καιρό που, μαθητής του Δημοτικού στο χωριό της καταγωγής μου, μετείχα στη λειτουργική της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους ως «παπαδάκι». Ακόμη από τα τραγούδια των γάμων κι από τα μοιρολόγια των γυναικών όταν ξενυχτούσαν τον νεκρό, όπου είχα την τύχη και την ευλογία να διαβάζω το ψαλτήρι καθήμενος σ’ ένα σκαμνάκι πλάι στο φέρετρο. Αργότερα, στα 15 μου χρόνια μαγεύτηκα από τον λυρισμό της ποίησης του Λάμπρου Πορφύρα και προμηθεύτηκα την κριτική έκδοση των Απάντων του με τον κατατοπιστικό Πρόλογο του Γιώργου Βαλέτα. Αυτό ήταν. Η σπίθα έγινε πυρκαγιά.

Θυμάστε το πρώτο σας ποίημα; Με ποια αφορμή το γράψατε;

Θυμάμαι πως βρισκόμουν κάτω από την επιρροή της φθινοπωρινής μελαγχολίας, μετά το τέλος ενός υπέροχου καλοκαιριού της εφηβείας μου με κολύμπι, παρέες, φλερτ, όμως κάτω από τη σκιά της ανελευθερίας εξ αιτίας του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Απριλίου 1967 και επηρεασμένος από την ποίηση του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, έγραψα το ακόλουθο ποίημα, το οποίο μάλιστα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συλλογή, στην Αθήνα, στη ρουμπρίκα «Οι νέοι που γράφουν»: ΑΠΟΔΗΜΙΑ  Βροχερός καιρός, / γκρίζος ουρανός, / θάλασσα μαβιά. / Τα πουλιά περνούν, / φεύγουν τα καράβια / σβήνονται μακριά, / δε ξαναγυρνούν. // Βροχερός καιρός, / δύστυχος λαός. / Βροντερή φωνή: / «βίρα τα σχοινιά!» / Βράχηκ’ η ελπίδα, / -φεύγουν τα καράβια- / δε στεγνώνει πια. // Βροχερός καιρός, / φθονερός θεός. / Μυστική ζωή, / δεν ακούς μιλιά. / Φύγαν τα καράβια, / κι ας μας είχαν δει, / δε γυρίζουν πια.   17 Σεπτεμβρίου 1967

Υπάρχει κάποιο ποίημα που σας καθόρισε σε σημαντικό βαθμό ως ποιητή; Κάποιοι στίχοι, ίσως, που τους έχετε αποστηθίσει;

Ναι, και πρόκειται για το ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα με τίτλο Αγαπώ, εκείνο το τόσο τρυφερό που το πρώτο του τετράστιχο είναι: Αγαπώ τα κύματα που απαλό μαϊστράλι / Τα τραβάει και σέρνονται / και σκορπούν μακριά / τα πανιά στο πέλαγος, όταν γάλι – αγάλι / κρύβονται στην άκρια του και τα χάνεις πια.

Εργαστήκατε για πολλά χρόνια στην εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος. Σας εμπόδισε ή σας βοήθησε η εργασία στην ποιητική γραφή;

Με βοήθησε αφενός γιατί είχα μια σταθερή δουλειά που μου εξασφάλισε τη δυνατότητα να αξιοποιώ τον ελεύθερο χρόνο μου πνευματικά αφετέρου γιατί το ίδιο το βιομηχανικό περιβάλλον μού έδωσε αφορμές έμπνευσης ποιημάτων, ιδιαίτερα στις πρώτες μου συλλογές.

Παρά τις σημαντικές διακρίσεις σας στον χώρο της λογοτεχνίας και της γραφής εν γένει, διατηρείτε μια θαυμαστή προσήνεια και δίνετε πάντοτε λόγο στους νέους ποιητές μέσω του Χαρτοκόπτη σας, που έχει δώσει, με τη σειρά του, ως τώρα τρεις ανθολογίες ποιημάτων, αν δεν κάνω λάθος. Θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια γι΄ αυτό;

Οι ανθολογίες είναι, αισίως, έξι, από το 2012 μέχρι το 2021. Έχοντας από το 2009 λογαριασμό στο facebook, αποφάσισα το 2012 να αξιοποιήσω αυτό το μέσο προκειμένου να δίνω, κάθε πρωί, ένα ποίημα, με πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και με φωτογραφία του δημιουργού κι έτσι, ανεπαισθήτως, συγκροτήθηκαν έξι τόμοι, μια τεράστια ανθοδέσμη ποιητικού λόγου, ένα μεγάλο μέρος του οποίου αφορά σε πρώτες δημοσιεύσεις.

Ο Αλέξης Ζήρας χαρακτήρισε την ανθολόγηση ως την «πλέον δημοκρατική», αφού η παράθεση γίνεται αλφαβητικά κι έτσι πρωτοεμφανιζόμενοι ποιητές βρίσκονται πριν ή αμέσως μετά από ποιητές δόκιμους. Η εκδοτική τύχη των ανθολογιών του Χαρτοκόπτη οφείλεται στην αγάπη και ευαισθησία της Βάσως Κυριαζάκου η οποία μου πρότεινε να εκδίδεται αυτή μου η πρωτοβουλία και την ιδέα της αγκάλιασε ο αλησμόνητος Σάμης Γαβριηλίδης. Μετά τον θάνατό του και το τέλος του εκδοτικού του, οι τόμοι εκδίδονται χάρις στην αγάπη για την ποίηση του Γιάννη και του Θοδωρή Κιντάπογλου των εκδόσεων Ρώμη της Θεσσαλονίκης.

Διαφέρει η γραφή των νέων ποιητών σε σχέση με αυτή των παλαιότερων; Και αν ναι, ως προς τι κυρίως;

Είναι φυσικό να διαφέρει, αφού η ποίηση αφορμάται από το κοινωνικό, πολιτικό και συναισθηματικό περιβάλλον στο οποίο ζει ο κάθε δημιουργός.  Η γενιά του ΄30 έγραψε στον απόηχο της μελαγχολίας του Μεσοπόλεμου, μέσα στον πόλεμο, στην Κατοχή, στην πείνα, στη Αντίσταση. Η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά δημιούργησε κάτω από τον ζόφο του Εμφυλίου, των διωγμών, των εξοριών, του παραγκωνισμού και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά τραγούδησε την αγωνία των περιθωριοποιημένων να στεριώσουν τη ζωή πάνω στα ερείπια του πολέμου και του εμφυλίου, τραγούδησε τον έρωτα, την απόφαση και την πάλη για ανάταση ζωής, μα και την απογοήτευση από τις δυσκολίες και τα εμπόδια που έστηνε η ζωή σε κάθε τους βήμα. Η Γενιά του ’70, η δική μου γενιά, έγραψε στον απόηχο της πολιτιστικής άνοιξης της δεκαετίας του 1960 και μέσα στον τρόμο της Δικτατορίας και στην ανελευθερία, στο φίμωμα της λογοκρισίας κι αργότερα.

Η Νέα Γενιά ποιητών γράφει σε περιβάλλον διαψεύσεων όλων εκείνων που πρόβαλαν ως κατοχυρωμένα στα παιδικά τους χρόνια, δηλαδή στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και στην αβεβαιότητα που δημιούργησε η οικονομική κρίση στον νέο αιώνα, η νέα φτωχοποίηση, η ακύρωση των πτυχίων σπουδών εξαιτίας της ανεργίας, η νέα ξενιτειά για εύρεση εργασίας, η δυσκολία δημιουργίας οικογένειας κλπ. Ωστόσο οι νέοι ποιητές διαθέτουν ένα ποιοτικό στοιχείο που δεν είχαμε όλοι οι παλιότεροι, πλην εξαιρέσεων. Είναι γλωσσομαθείς και μπορούν να έρχονται σε επαφή με το πρωτότυπο της ξένης ποίησης, κάτι που εμείς προσεγγίζαμε μονάχα από μεταφράσεις κι αν τις βρίσκαμε. Επίσης οι νέοι συγκροτούν ζηλευτές ομάδες, εκδίδουν περιοδικά, έχουν δυνατότητες ηλεκτρονικής επικοινωνίας της γραφής τους με τους αναγνώστες, στοιχεία που δεν είναι διόλου μικρής σημασίας. Πιστεύω στους νέους και χαίρομαι τη γραφή πολλών και «ζηλεύω» την τόλμη τους στη χρήση του γλωσσικού εργαλείου, το ότι δεν φοβούνται τις λέξεις, δεν είναι σεμνότυφοι, δίχως να είναι προκλητικοί.

Από το 1998 εκδίδετε σε έντυπη μορφή το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον, το οποίο τιμήθηκε το 2014 με Κρατικό Βραβείο. Πώς ξεκίνησε το σημαντικό αυτό εγχείρημα και τι σήμαινε για εσάς η βράβευσή του; Σκέφτεστε να εγκαταλείψετε το χαρτί και να στραφείτε στο διαδίκτυο;

Τον Χειμώνα του 1988 επιχειρήσαμε, μια μικρή παρέα εργαζομένων στη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου και κάτοικοι των Άσπρων Σπιτιών της Παραλίας Διστόμου, που κάτι γράφαμε παράλληλα με τη βιοποριστική μας ενασχόληση, να παρεμβάλουμε και τη δική μας ελάχιστη παρουσία στον συνωστισμό του έντυπου λόγου.

Κυκλοφορήσαμε το πρώτο τεύχος του Εμβολίμου στο τέλος του 1988. Ήταν έκδοση των Φίλων του Λόγου που είναι φιλαναγνώστες της πόλης και της επαρχίας μας, οι οποίοι βοηθούν και στις πρακτικές εργασίες που προκύπτουν. Από το 1989 λειτουργήσαμε και το εντευκτήριο του περιοδικού στον χώρο του οποίου έχουν παρουσιάσει το έργο τους, μια και δυο και πολλές φορές, πάνω από 300 πεζογράφοι, ποιητές, φιλόσοφοι, δοκιμιογράφοι, ζωγράφοι, μουσικοί, φωτογράφοι.

Στη δυτική άκρη της Βοιωτίας, στον Κόλπο της Αντίκυρας, εκείνη την εποχή συμπληρωνόταν μία εικοσιπενταετία έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας και ξέραμε πως είχε αφήσει χαρακιές και σημάδια μέσα μας, έτσι ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε εντύπως και ενυπογράφως, και συνεπώς δημοσίως, ότι ο χώρος στον οποίο ζούσαμε και δουλεύαμε δεν θα έπρεπε να συστήνεται στην ελληνική κοινωνία μονάχα με την τεχνολογική του ταυτότητα και την συνεισφορά του στο Α. Ε. Π., ούτε μονάχα με την εντύπωση από τις επιδράσεις της βιομηχανίας στο περιβάλλον και τον απόηχο των εργατικών και κοινωνικών αγώνων, αλλά και με ό,τι πνευματικό είχε να δώσει, με όποιους φθόγγους Λόγου μπορούσε να συλλαβίσει, με ό,τι «άφωνο» ποδοβολούσε μέσα στις ψυχές των κατοίκων.

Ονομάσαμε το περιοδικό Εμβόλιμον ακριβώς για να σηματοδοτήσουμε την πρόθεσή μας να διεμβολίσουμε πνευματικά την αγκίστρωση της μικρής μας κοινότητας στους παγετώνες της βιομηχανικής της καθημερινότητας.

Ξεκινήσαμε θέλοντας κατ’ αρχήν να πείσουμε τους συντοπίτες μας για την αναγκαιότητα αυτής της εκδοτικής παρουσίας, ν’ αγγίξουμε τον ψυχισμό τους. Να μην θεωρήσουν το περιοδικό ξένο σώμα και το απορρίψουν. Αφού το κατορθώσαμε, προχωρήσαμε σε πρόσκληση και παραίνεση, με κουβέντα πολλή, σε όσους ξέραμε πως είχαν γραπτά στο συρτάρι τους και τα κρατούσαν εκεί μη θεωρώντας τα σπουδαία. Τους καλέσαμε να ‘ρθούν μαζί μας, να τα δούμε μαζί, να μετρήσουμε την ποιότητα της συγκίνησης που θα προξενήσουν στη φιλική μας ανάγνωση και όσα διαλέξουμε να πάρουν θέση στις σελίδες του περιοδικού.

Ξεκινήσαμε λοιπόν κάνοντας τη σύμβαση πως ακόμη κι αν κάποια κείμενα είχαν αδυναμίες και εξαιτίας τους το επίπεδο ποιότητας της ύλης έδειχνε ότι χαμήλωνε, εμείς οφείλαμε να τα δημοσιεύουμε έχοντας την πεποίθηση πως μακροπρόθεσμα η επιλογή μας θα λειτουργούσε υπέρ της γραφής, επειδή είναι σημαντικό να πείσεις έστω και έναν συντοπίτη σου να βάλει στο χαρτί τις μνήμες και τα συναισθήματά του που στριμώχτηκαν σε άφωτους, μυστικούς χώρους, που καταχωνιάστηκαν σε κλειδωμένα συρτάρια αυτοεγκλεισμού από έλλειψη αυτοπεποίθησης. Πιστέψαμε πως όταν ακούς τη σιωπή του διπλανού σου να χλιμιντρίζει και να σκάβει με τις οπλές την περίφραξη της ατολμίας, οφείλεις να του δείξεις μία διέξοδο, εκείνη που χαράσσει η πέννα, ώστε να βγει, ν’ ανασάνει στην άπλα της έκφρασης.

Η βράβευση μας ικανοποίησε, ήταν μια ακόμη αναγνώριση. Φυσικά από ένα Υπουργείο Πολιτισμού μιας Κυβέρνησης  που ήδη είχε διαλύσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και η μέριμνά του για τα λογοτεχνικά περιοδικά και τη στήριξη τους ήταν ανύπαρκτη.

Εκτός από ποίηση γράφετε και πεζά κείμενα. Όμως, αυτό που παρατηρεί κανείς, τόσο στο διήγημα που περιλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο Συνομιλίες με τα πρόσωπα του 1821 (εκδ. 24γράμματα), όσο και στη Δίφορη Μνήμη (εκδ. Πόλις), για να περιοριστούμε στη βιβλιοπαραγωγή του 2021, ο πεζός λόγος σας έχει μια ποιητική ομορφιά, διατηρεί στοιχεία ενός ποιήματος. Πώς το ερμηνεύετε αυτό;

Μα είμαι πρωτίστως ποιητής, και μάλιστα στις συλλογές μου η ποιητική πρόζα κατέχει σημαντικό μέρος της ύλης τους, συνεπώς και η καθαυτή πρόζα μου δεν μπορεί παρά να είναι ποιητική.

Και μια που αναφερθήκαμε στα πεζογραφικά κείμενά σας, ας μιλήσουμε για τη Δίφορη μνήμη. «Γλυκιά και πικρή», έχετε πει. Θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια γι’ αυτό το βιβλίο;

Το βιβλίο είναι προϊόν της καραντίνας του 2020. Βρήκα τότε τον χρόνο να βάλω σε τάξη μνήμες βιωμένες και διαμεσολαβημένες από το χωριό της καταγωγής μου, τη Δεσφίνα της ορεινής Φωκίδας. Επίσης μέσα από την καταγραφή γεγονότων του 19ου και του 20ού αιώνα στις εφημερίδες, μέσα από τις μαρτυρίες καθημερινών ανθρώπων, μέσα από φωτογραφίες. Έδωσα τον λόγο σε αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειας για να φανεί η ψυχή πίσω από το παράπονό τους, καταγράφω με άμεσο και ακαριαίο τρόπο στιγμές της ζωής που περιέχουν το σύνολο του βίου.

Απέφυγα τους εξωραϊσμούς – έχοντας ζήσει τη δύσβατη ζωή των χωρικών της Δεσφίνας. Οι έρωτες και τα πάθη τους, τα εύθυμα περιστατικά και οι χαρούμενες στιγμές, η βία και το άδικα χυμένο αίμα περιγράφονται με ένα ρίγος συγκίνησης που συχνά λοξοδρομεί από την πεζογραφία και γίνεται ποίηση. Ουσιαστικά είναι ένα συναξάρι με βίους απλών ανθρώπων που παρόμοιους θα βρούμε σε όλη την ελληνική ύπαιθρο. Το βιβλίο δεν θα υπήρχε αν δεν είχα καταγράψει σε κασέτες, για χρόνια, τη μάνα μου να αφηγείται τη ζωή στο χωριό κι αυτό είναι το κομμάτι της διαμεσολαβημένης μνήμης του βιβλίου. Τέλος, δεν θα υπήρχε το βιβλίο αν δεν με παρακινούσε η αγαπημένη μου Μάρω Δούκα να το γράψω κι αν ο εκδότης μου Νίκος Α. Γκιώνης δεν το αγκάλιαζε εξ αρχής ως κείμενο.

«Οι μνήμες μου είναι η ψίχα της ψυχής μου», έχετε πει, χωρίς όμως, όπως τονίζετε να δένεστε στο παρελθόν. Πώς το καταφέρνετε αυτό;

Το παρελθόν είναι θεμέλιο της ζωής μας και είναι για μένα ορυχείο άντλησης αφορμών γραφής, ωστόσο, ναι, δεν δένομαι εκεί, γιατί το βλέμμα μου είναι σταθερά προσανατολισμένο στη ζωή και η ζωή φωταυγάζεται από το μέλλον, από την καθημερινή πάλη για το μέλλον.

Εκτός από τις μνήμες σας ποιες άλλες είναι οι πηγές έμπνευσής σας; Βρίσκετε ποίηση στην καθημερινότητα;

Είναι η Ιστορία. Η πρόσφατη ματωμένη τοπική ιστορία μού έδωσε το βιβλίο έρευνας για τη Σφαγή στο Δίστομο το 2010 (εκδ. Σύγχρονη Έκφραση) που αξιώθηκε το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας.

Ως προς την ποιητική μου παραγωγή, ναι, η καθημερινότητα αποτελεί βασικό στοιχείο της έμπνευσής μου, ουσιαστικά είμαι επίμονος παρατηρητής των ανθρώπων γύρω μου και τους βάζω στα ποιήματα. Κι ακόμη εμπνέομαι εξακολουθητικά από την επαφή μου με το φυσικό περιβάλλον του τόπου μου.

Τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή σας; Υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε και τι δεν θα αλλάζατε με κανέναν τρόπο;

Το πιο σημαντικό στη ζωή μου είναι η υγεία για μένα και τους αγαπημένους μου. Ζώντας εδώ και δεκατρία χρόνια υπό τη διαρκή απειλή ενός σπάνιου και φοβερού αυτοάνοσου νοσήματος, η προτεραιότητα της υγείας είναι αυτονόητη. Τίποτε δεν θα άλλαζα και φυσικά με κανέναν τρόπο τη λογοτεχνία και την ευλογία της ποίησης, πρωτίστως.

Πριν κλείσουμε τη συζήτησή μας, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα, δυστυχώς, επίκαιρο θέμα: στον πόλεμο. Δεν περίμενε κανείς να έχουμε πόλεμο στην Ευρώπη, εν έτει 2022, μετά από τόσες τραγωδίες που έζησε η ανθρωπότητα τον περασμένο αιώνα. Το ζητούμενο είναι, ασφαλώς, να μην υπάρχουν πολεμικές συρράξεις σε κανένα μέρος του πλανήτη. Τι έχει να πει ένας ποιητής για τον πόλεμο;

Θα παραθέσω ένα ακόμη νεανικό μου ποίημα, αντί άλλης απάντησης: ΑΝΤΙΔΕΗΣΗ  Τω σταυρώ προσηλωθείς / και τη λόγχη κεντηθείς, / δεν κατάφερες και Συ / κόσμο λεύτερο να ιδείς. // Οι μεγάλοι, αιώνες, λένε: / «Ο στρατός σου κι ο στρατός μου» / κι ο παπάς στην εκκλησιά: / «ευξόμεθα υπέρ ειρήνης του κόσμου». // Η σειρήνα όμως βουίζει / και παντού τον τρόμο σπέρνει. /Του πολέμου η μηχανή / τη ζωή στο διάολο στέλνει. 16 Απριλίου 1971, Μεγάλη Παρασκευή

Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;

Έχω έτοιμη για έκδοση μια νέα συλλογή ποιημάτων. Ακόμη αποδελτιώνω υλικό από εφημερίδες παλιές για τη Δεσφίνα και τη γύρω περιοχή μέχρι τη Λιβαδειά, που ίσως κάποτε βρουν τον δρόμο μιας έκδοσης. Τέλος, τακτοποιώ δημοσιευμένα κείμενα του σημαντικού Λειβαδίτη, παρασιωπημένου ποιητή Πέτρου Ζητουνιάτη (1875-1910), σύγχρονου και φίλου του Ζαν Μορεάς, με την ελπίδα να μπορέσω να προχωρήσω σε μιαν έκδοση που θα φέρει στην επιφάνεια το ποιητικό, πεζογραφικό και χρονογραφικό του έργο.

Καλά να είμαστε να γράφουμε όμορφα βιβλία. Ευχαριστώ για τη δυνατότητα που μου δώσατε να μιλήσουμε για όλα τούτα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.