Loreley | Heinrich Heine (μτφρ. Αντώνης Κερασνούδης)

Loreley 

Δεν ξέρω άραγε γιατί,
μία θλίψη βαθιά με κυριεύει,
κι ένα παραμύθι παλιό μες τη ζωή,
το πνεύμα μου όλο θεριεύει.

Δροσίζει το αγέρι καθώς νυχτώνει
και γαλήνια ο Ρήνος ρέει,
του βουνού η κορφή θαμπώνει,
απ΄ τον ήλιο που στο δείλι καίει.

Πεντάμορφη κάθεται παρθένα,
με χάρη περισσή εις την πλαγιά,
η χρυσή της λάμπει καδένα,
καθώς χτενίζει τα ολόχρυσα μαλλιά.

Με χτένι χρυσό τα φροντίζει
κι απ΄ τα χείλη της τραγούδι αντηχεί,
η μελωδία του υπέροχα χαρίζει
μία τόσο δυνατή στιγμή.

Ενός πλοίου μικρού την αφεντιά,
το τραγούδι της ορμητικά κυριεύει,
βράχους και υφάλους λησμονά,
μόνο ψηλά στ’ αγέρι αγναντεύει.

Τα κύματα καταβροχθίσανε θαρρώ,
το πλοίο και την αφεντιά του εν τέλει,
το τραγούδι έφταιξε γι’ αυτό,
απ’ της Loreley τα μέρη.


Loreley

Ich weiß nicht, was soll es bedeuten,
dass ich so traurig bin;
ein Märchen aus alten Zeiten,
das kommt mir nicht aus dem Sinn.
Die Luft ist kühl und es dunkelt,
und ruhig fließt der Rhein;
der Gipfel des Berges funkelt
im Abendsonnenschein.
Die schönste Jungfrau sitzet
dort oben wunderbar;
ihr goldnes Geschmeide blitzet,
sie kämmt ihr goldenes Haar.
Sie kämmt es mit goldenem Kamme
und singt ein Lied dabei;
das hat eine wundersame,
gewaltige Melodei.
Den Schiffer im kleinen Schiffe
ergreift es mit wildem Weh;
er schaut nicht die Felsenriffe,
er schaut nur hinauf in die Höh.
Ich glaube, die Wellen verschlingen
am Ende Schiffer und Kahn;
und das hat mit ihrem Singen
die Loreley getan.


Λίγα λόγια για τον ποιητή από τον μεταφραστή

Ο λυρικός κυματισμός που αναδύεται μέσα από το ποίημα Loreley του Heinrich Heine μοιάζει να σκάει στις ακτές του συμβολισμού, αφού όμως πρώτα έχει διασχίσει αποφασιστικά όλο τον ωκεανό της ρομαντικής ύπαρξής μας. Ο μεγάλος Γερμανός ποιητής χρησιμοποιεί στο ποίημα αυτό κτερίσματα του ώριμου ρομαντισμού (ανεκπλήρωτος
έρωτάς του για την Amalie) και της λαϊκής παράδοσης (κυρίως από το παραμύθι Η υπηρέτρια της χήνας των αδελφών Grimm), μετουσιώνοντάς τα σε ένα πρωτόγνωρο μείγμα ματαιοδοξίας, συναισθηματικής σαγήνης, αλλά και συνειδητοποίησης του πεπερασμένου βίου.

O Heine, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ποιητές του 19ου αιώνος. Γεννημένος στο Düsseldorf του κρατιδίου της Ρηνανίας – Βεστφαλίας τελείωσε τη βασική εκπαίδευση και τις δικανικές σπουδές του στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Göttingen, επιδεικνύοντας όμως χαμηλές επιδόσεις. Η νεότητά του στιγματίστηκε από την προσπάθεια του εύπορου τραπεζίτη θείου του να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, αλλά και να εποπτεύσει, δαμάσει το ατίθασο του χαρακτήρος του. Αν και εβραϊκής ομολογίας πίστεως, ασπάστηκε μετά από καθοδήγηση
του θείου του τον προτεσταντισμό, με απώτερο στόχο να διοριστεί στο γερμανικό δημόσιο, μια προσπάθεια που απέβη άκαρπη. Ο Heine εγκαταλείπει νωρίς τη Γερμανία και συνεχίζει τη ζωή του στο Παρίσι, την κοιτίδα κατ’ αυτόν της ανεξιθρησκίας, καθώς και των ατομικών ελευθεριών.

Ο λυρισμός του Heine ανήκει στο λογοτεχνικό κίνημα της «Νέας Γερμανίας», το οποίο προσπάθησε να αποτινάξει την επίδραση του ρομαντισμού. Η ποίησή του είναι βαθύτατα βιωματική, εξομολογητική, με ρέοντα τα στοιχεία της καλπάζουσας φαντασίας και της έντονης έκρηξης των συναισθημάτων. Συγκίνησε και επηρέασε βαθύτατα σπουδαίους μουσουργούς, όπως τον Schubert και τον Schumann. Eνταφιάστηκε στη Μονμάρτη, κατόπιν δικής του επιθυμίας, χωρίς ιεροτελεστία και λόγους, ενώ μία πέτρα σημείωνε τη θέση του μνήματος:

«Κουρασμένος οδοιπόρος, που θα βρει
τη στερνή, να ξαποστάσει κατοικία;…
…Τι με μέλει; Όπου και να ’μαι, ο ουρανός
του θεού θα με σκεπάζει, και τ’ αστέρια
θα σαλεύουν πάνωθέ μου ολονυχτίς
νεκροκέρια»


BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.