Μόνο οι νεκροί επιτρέπεται να γίνονται αγάλματα, μα το δικό μου άγαλμα μου δόθηκε εν ζωή. Έχω πετρώσει από τώρα.
Το εν λόγω άγαλμα ήταν ένα μικρό τεκμήριο ευγνωμοσύνης για την πολύπλευρη συνεισφορά μου – όπως ανέφερε η εύφημος μνεία που διάβασε μεγαλόφωνα η Θεία Βιντάλα. Η εκφώνηση της είχε ανατεθεί από τους ανωτέρους μας, και δεν έδινε την παραμικρή αίσθηση ευγνωμοσύνης. Την ευχαρίστησα με όση σεμνότητα μπόρεσα να συνάξω, κι έπειτα τράβηξα το σκοινί, λύνοντας το υφασμάτινο πέπλο που με σαβάνωνε· το πανί έπεσε καταγής μ’ ένα φτερούγισμα, και να με στο βάθρο. Στο Μέγαρο Άρντουα δεν επιδιδόμαστε σε ζητωκραυγές, αλλά ένα διακριτικό χειροκρότημα ακολούθησε τα αποκαλυπτήρια. Έγειρα
μ’ ένα νεύμα το κεφάλι.
Το άγαλμά μου ξεπερνά σε μέγεθος τα ανθρώπινα, καταπώς είθισται στα αγάλματα, και με αναπαριστά νεότερη, λεπτότερη, και σε καλύτερη φυσική κατάσταση απ’ ό,τι έχω υπάρξει εδώ και καιρό. Στέκω ευθυτενής, με τους ώμους ορθούς, τα χείλη κυρτωμένα σ’ ένα επίμονο μα καλοκάγαθο χαμόγελο. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο σ’ ένα ουράνιο σημείο αναφοράς, το οποίο, όπως αφήνεται να εννοηθεί, αποδίδει τον ιδεαλισμό μου, την αμετακίνητη προσήλωσή μου στο καθήκον, την αποφασιστικότητα με την οποία, παρ’ όλα τα εμπόδια, βαδίζω προς το μέλλον. Όχι πως οτιδήποτε το σχετικό με τον ουρανό θα ήταν ορατό στο άγαλμά μου, έτσι όπως είναι τοποθετημένο σ’ ένα θλιβερό, θαμνώδες σύδεντρο δίπλα στο μονοπάτι που διατρέχει την πρόσοψη του Μεγάρου Άρντουα. Οι Θείες οφείλουμε ν’ αποφεύγουμε την έπαρση, ακόμα και πετρωμένες.
Ένα κορίτσι εφτά-οχτώ χρονών σφίγγει το αριστερό μου χέρι, κοιτώντας με όλο εμπιστοσύνη. Το δεξί μου χέρι αγγίζει το κεφάλι μιας γυναίκας που γονατίζει στο πλάι μου, μ’ ένα πέπλο στα μαλλιά και τα μάτια ανεστραμμένα με μια έκφραση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως δειλία ή ως ευχαριστία –μία εκ των Θεραπαινίδων μας–, και πίσω μου στέκει μια απ’ τις Μαργαριταρένιες μας, έτοιμη να κινήσει για το ιεραποστολικό της έργο. Στο ζωνάρι που τυλίγει τη μέση μου κρέμεται ένα όπλο ηλεκτροσόκ. Η παρουσία του μου θυμίζει τις αποτυχίες μου: αν ήμουν πιο επιτυχής, δε θα υπήρχε χρεία τέτοιου όπλου. Η πειθώ της φωνής μου θα αρκούσε.
Στο σύνολό τους, τα αγάλματα δεν είναι ιδιαιτέρως πετυχημένα: παραείναι συνωστισμένα. Θα προτιμούσα να ’χε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο δικό μου. Αν και, τουλάχιστον, δείχνω νηφάλια. Θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει το αντίθετο, καθώς η ηλικιωμένη γλύπτρια –γνήσια πιστή που έκτοτε απεδήμησε– είχε την τάση να αποδίδει στα αντικείμενά της γουρλωμένα μάτια ως ένδειξη της ευλαβούς τους ζέσης. Η προτομή της Θείας Ελένα που φιλοτέχνησε μοιάζει λυσσασμένη, της Θείας Βιντάλα σαν να πάσχει από υπερθυρεοειδισμό, και της Θείας Ελίζαμπεθ είναι θαρρείς έτοιμη να εκραγεί.
Στα κατ’ ιδίαν αποκαλυπτήρια, η γλύπτρια ήταν αγχωμένη. Ήταν αρκούντως κολακευτική η αναπαράστασή μου; Τύγχανε της επιδοκιμασίας μου; Θα έδειχνα δημοσίως την επιδοκιμασία μου; Φλέρταρα με την ιδέα να συνοφρυωθώ τη στιγμή που θα τραβούσε το σεντόνι, μα άλλαξα γνώμη: διαθέτω κι εγώ μια κάποια συμπόνια. «Πολύ ζωντανό», σχολίασα.
Πάνε εννιά χρόνια από τότε. Στο μεταξύ, το άγαλμά μου έχει φθαρεί: περιστέρια μ’ έχουν διακοσμήσει, βρύα έχουν φυτρώσει στις πιο υγρές μου εσοχές. Προσκυνήτριες αφήνουν τάματα στα πόδια μου: αυγά για γονιμότητα, πορτοκάλια που συμβολίζουν την πληρότητα της εγκυμοσύνης, κρουασάν ως αναφορές στο φεγγάρι. Προσπερνώ τα ψωμοειδή –κατά κανόνα έχουν μουλιάσει απ’ τη βροχή–, αλλά τσεπώνω τα πορτοκάλια. Είναι τόσο αναζωογονητικά.
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οι διαθήκες» της Margaret Atwood, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2020)
Η Margaret Atwood (Μάργκαρετ Άτγουντ) γεννήθηκε στην Οτάβα του Καναδά στις 18 Νοεμβρίου του 1939 και μεγάλωσε στο βόρειο Οντάριο, το Κεμπέκ και το Τορόντο. Σπούδασε στο Κολέγιο Βικτόρια του Πανεπιστημίου του Τορόντο και πήρε μεταπτυχιακό από το Κολέγιο Ράντκλιφ. Έχει γράψει περισσότερα από 40 μυθιστορήματα, ποιήματα, παιδικά βιβλία και δοκίμια. Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής της καριέρας έχει βρεθεί υποψήφια ή έχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία στον Καναδά και σε άλλες χώρες, όπως το βραβείο Premio Mondello (1997), το Commonwealth (1987, 1994), το Orange (2001, 2004) και το Booker (1989, 1996, 2000, 2003, 2005, 2007), το οποίο απέσπασε και το 2019 για το βιβλίο «Οι διαθήκες». Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες, και συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες πεζογράφους και κριτικούς του Καναδά. Σήμερα ζει στο Τορόντο.