«Ένα μεσημέρι είχαν σκοτώσει οι Βούλγαροι ένα παλικάρι κι έσερναν το κουφάρι του στους δρόμους του χωριού να το πάνε στο ρέμα να το πετάξουν. Οι δρόμοι όλο πέτρες και λακκούβες, απ’ το σύρσιμο ξεκόλλησαν τα μάτια του παιδιού κι έπεσαν στην άκρη του δρόμου. «Αμαρτία βρε» τους φώναξε η γειτόνισσα που σκούπιζε την αυλή. «Τι το σέρνετε το παιδί απ’ τα μπατζάκια; Πιάστε το καλά και πάντε το να το θάψετε». Εκείνοι δεν ξέρω καν αν κατάλαβαν τι τους είπε, της έκαναν μόνο ένα νόημα με τα όπλα κι αυτή χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε να σκουπίζει. Όταν είδε ότι έφυγαν και βγήκε στον δρόμο, οι κότες είχαν ήδη αρχίσει να τσιμπολογάνε τα μάτια του αγοριού. Έσκυψε, τα πήρε προσεκτικά στη χούφτα της μ’ ένα μαντίλι και πήρε τον δρόμο για τα μνήματα. Τα παράχωσε εκεί σε μιαν άκρη και κάθε Σάββατο τα θυμιάτιζε μαζί με τα πεθαμένα της.»
Την παραμονή της Αγίας Παρασκευής, στον εσπερινό, έπεσε το βλέμμα μου σε μια εικόνα της Αγίας που τη δείχνει να κρατά στο χέρι της δυο μάτια. Δεν ξέρω τι σημαίνει θεολογικά και πώς συνδέεται με τον βίο της, αλλά έβλεπα μπροστά μου απτό, αυτό που κάποτε είχα φτιάξει στη φαντασία μου ακούγοντας αυτήν την ιστορία απ’ την Κατοχή. Είχα καταγράψει δεκάδες ιστορίες για το μεταπτυχιακό μου, μα η συγκεκριμένη εντυπώθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου, κι έφερνα συχνά στον νου μου αυτήν τη γυναίκα. Κοιτάζοντας το εικόνισμα έβλεπα τώρα τη μορφή της όπως ακριβώς την είχα πλάσει στο μυαλό μου: τυλιγμένη με τη μαντίλα της να κρατά στο χέρι της δυο μάτια και τα δικά της μάτια να λάμπουν από αγιοσύνη. Σαν άλλη Αγία Παρασκευή.
Άδικο σκέφτηκα. Για αυτήν την αγία δεν θα ζωγραφίσει κανείς αγιογράφος εικόνισμα. Δεν θα γράψει κανείς απολυτίκιο. Ακούγοντας το «δι’ ευχών» είπα κάθε χρόνο να τη μνημονεύω εγώ, να τη φέρνω στο μυαλό μου και να τιμώ την πράξη της και μαζί την ψυχή του άτυχου παλικαριού. Ας μνημονεύουμε μαζί με τους μεγάλους Αγίους της ορθοδοξίας κι αυτούς τους μικρούς, άσημους αγίους που δεν είναι γραμμένοι στο συναξάρι. Άγιους που έτυχε κάποτε να γνωρίσουμε ή να ακούσουμε απλά την ιστορία τους. Σίγουρα έχουμε όλοι από έναν, γιατί είναι πολλοί. Είναι οι άγιοι της διπλανής πόρτας· οι άγιοι ημών.
Ο Δημήτρης Οικονομίδης γεννήθηκε το 1997 στην Καβαλα και σπούδασε στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ. Ασχολείται με τη συγγραφή από τα μαθητικά του χρόνια, οπότε και βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Έργα του έχουν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο και σε ποιητικές ανθολογίες.
Φωτογραφία: Michal Jarmoluk
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες
