Συνέντευξη, σε πρώτο πρόσωπο, στην Τίνα Πανώριου
Ο Χρήστος Σιάφκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμου στη Σικελία της Ιταλίας. Έχει εργαστεί αρχικά ως ρεπόρτερ και στη συνέχεια ως υπεύθυνος τμημάτων και αρχισυντάκτης σε εφημερίδες και περιοδικά, σχεδόν πάντα στο χώρο του πολιτιστικού ρεπορτάζ. Στην πεζογραφία εμφανίστηκε το 1999. Έκτοτε έχει γράψει μυθιστορήματα και διηγήματα, τις βιογραφίες του Τάσου Ζωγράφου και του Μιχάλη Κακογιάννη και έχει μεταφράσει πεζά και ποίηση από τα ιταλικά. Η συλλογή διηγημάτων «…γιατί κι οι έρωτες μου φάγανε τα χρόνια…«, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ, είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του.
Μ’ αρέσει να γράφω ή μάλλον το να γράφω είναι ό,τι καλύτερο ξέρω να κάνω. Μ’ αρέσει επίσης να μαζεύω σπαράγγια, κάτι ενίοτε επικίνδυνο, αφού το ραντεβού με τ’ αγριογούρουνα είναι πάντα πιθανόν. Τα τελευταία κρύβονται στο βουνό, εγώ κρύβομαι πίσω από τους χαρακτήρες που δημιουργώ αλλά συχνά επίσης αποκαλύπτομαι μέσα από αυτούς. Το γράψιμο είναι δύσκολη δουλειά. Αν γράφεις με μολύβι, βγάζεις κάλους στα δάκτυλα, ενώ με τον υπολογιστή σε πονάει ο ώμος σου. Βλέπετε δεν έχουμε όλοι την άνεση του συναδέλφου Τολστόι που υπαγόρευε σε γραμματικούς (άντε γράψε με πένα μόνος σου το Πόλεμος και ειρήνη).
Σε άλλες εποχές νομίζω πως θα έλεγα τις ιστορίες μου διά ζώσης. Με φαντάζομαι σε ανατολίτικα παζάρια να λέω ιστορίες στα παιδιά στη διάρκεια της ημέρας και σε ενήλικους το βράδυ στα καφενεία. Επίσης θα μπορούσα να έλεγα ιστορίες στα χαρέμια, πίσω από ένα παραβάν, ενώ οι κυρίες θα με άκουγαν πίνοντας σερμπέτια και τρώγοντας ζαχαρωμένους χουρμάδες. Θα ήταν πολύ ωραία, αφήστε που θα μπορούσα να έχω και τα τυχερά μου.
Σε πιο κοντινούς καιρούς, ας πούμε στον μεσοπόλεμο ή εκεί ανάμεσα στα 1940-50 θα είχα άλλες ευκολίες και ευκαιρίες, αφού οι μεγάλες εποχές βγάζουν τα εξίσου μεγάλα βιβλία ή για να το πω διαφορετικά, αν δεν γινόταν ο Ισπανικός εμφύλιος, ο Χεμινγουέι δεν θα είχε γράψει το Για ποιον χτυπάει η καμπάνα ούτε ο Τσίρκας την Τριλογία του δίχως τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής το 1944. Δικαιολογίες θα πείτε αλλά φευ ζω στον 21ο αιώνα στην Ελλάδα κι έτσι βολεύομαι όπως μπορώ αξιοποιώντας μια εξαιρετική μου ικανότητα, το να «κλέβω». Κλέβω οτιδήποτε μου είναι χρήσιμο: εικόνες από το δρόμο, αντιπαθητικούς ή συμπαθητικούς χαρακτήρες, εμπειρίες δικές μου, φίλων και γνωστών μου, στιγμές που έζησα ή που έζησαν άλλοι, τοπία πόλεων που αγαπάω κι όλα αυτά τα επεξεργάζομαι όπως τις μαρμελάδες που ενίοτε φτιάχνω. Θέλω να είμαι προσεκτικός στις δοσολογίες, να βάζω τόσο συναίσθημα όσο πρέπει για να μην γίνομαι μελό, να κάνω τις εντάσεις αληθοφανείς, να μην χρησιμοποιώ πολλά επίθετα για να μη μοιάζει η αφήγηση με μαθητική έκθεση. Φροντίζω πάντα να κονταίνω τις προτάσεις ώστε να σπρώχνω με ταχύτητα από τη μια στην άλλη των αναγνώστη, ενώ οι άντρες μου δεν έχουν θεληματικά πηγούνια και οι γυναίκες μου δεν είναι μοιραίες με πλατινέ μαλλί!
Προσπαθώ να κρατάω το μέτρο έτσι ώστε να καθρεφτίζεται ο αναγνώστης σ’ αυτό που διαβάζει, ενίοτε να ζηλεύει τους ήρωές μου γι’ αυτό που βιώνουν, αλλά ξέροντας πως και ο ίδιος θα μπορούσε να το έχει βιώσει αν τον βοηθούσε ο χαρακτήρας του, η τύχη ή η συγκυρία. Και όλο αυτό το παζλ δημιουργείται προσεκτικά, όπως γράφω παραπάνω, αλλά και αυθόρμητα παράλληλα, αφού είναι κάτι εντελώς δικό μου, που βγαίνει αβίαστα, και, προσέξτε, δίχως να κυνηγάει ντε και καλά την επιτυχία. Διότι εγώ γράφω (και μαζεύω σπαράγγια) για να περνάω καλά. Ευχής έργο να περνούν καλά κι άλλοι μαζί μου. Αν όχι, τι να γίνει θα τ’ αντέξω (για τον εκδότη μου αυτό το τελευταίο παίζεται).
Και τέλος, κάτι για το τελευταίο βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων …γιατί κι οι έρωτες μου φάγανε τα χρόνια…: σας ικετεύω μη το διαβάσετε βάζοντας το μάτι στην κλειδαρότρυπα, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψετε σε ποιες γυναίκες αναφέρομαι, μη σκεφθείτε στιγμή πως οι άντρες των ιστοριών μου είμαι εγώ. Το δικό μου εγώ έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έχει μπει σε άλλα τόσα, ενώ σε επτά σχεδόν δεκαετίες πλούσιου βίου η μνήμη έχει πλάσει τους γυναικείους χαρακτήρες, κλέβοντας αριστερά δεξιά, όπως αυτή θα ήθελε.
Μου αρέσει η αυτοπροσωπογραφία που σκιαγράφησες ,καλέ μου συλλεκτη σπαραγγιών!
Σκέφτομαι να διαβάσω το βιβλίο σου, σαν να σ’ακούω να το διηγήσαι, πίσω απο το παραβάν των χρόνων σε ανατολιτικα παζάρια!
Συγγνώμη για τον ενικό, είναι κι αυτός «ευγενείας», μην παρεξηγηθώ, τον προτιμώ όμως!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο