Συνέντευξη, σε πρώτο πρόσωπο, στην Τίνα Πανώριου
Η Κωνσταντίνα Μόσχου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε γραφιστική και σχέδιο. Εργάστηκε στον έντυπο καθηµερινό και περιοδικό Τύπο. Από το 2008 ασχολείται με τη συγγραφή, συμμετέχοντας παράλληλα σε πολιτιστικές δράσεις για το βιβλίο. Το μυθιστόρημα «Γεράκια στο κλουβί» (εκδόσεις Bell) είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της.
Είναι μαγικό να μεταφέρεσαι στον χρόνο μέσα από ένα βιβλίο. Σαν μια χρονομηχανή χωρίς όρια, είναι μια αληθινή πρόκληση για κάθε συγγραφέα. Το έχω ξαναδοκιμάσει και σε προηγούμενα βιβλία μου, να τοποθετήσω την πλοκή στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, κι αλλού, όταν στέκομαι στο παρόν, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να μπορείς να σπας το φράγμα του χρόνου με εγκιβωτισμό στην αφήγηση μέσα σε μια άλλη αφήγηση.
Θα σας πάω λοιπόν πίσω στον χρόνο, καλοκαίρι του 1829. Το σκηνικό μας είναι το βρετανικό ιστιοφόρο Νόρφοκπου ταξιδεύει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου Γεράκια στο κλουβί (εκδόσεις Bell). Θάλασσες αγριεμένες, καιροί άγριοι και σκληροί, οι άνθρωποι πάνω σ’ αυτό το γερό σκαρί γεμάτοι μίσος ή φόβο, αλλά και ανέχεια, και αγάπη, και πάθος για τη ζωή. Κάποιοι από αυτούς είναι φυλακισμένοι στο αμπάρι, καταδικασμένοι σε εξορία στη νέα γη της Αυστραλίας. Ανάμεσά τους και επτά Έλληνες ναυτικοί που έχουν καταδικαστεί για πειρατεία.
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα, η μοναδική γυναίκα κατάδικος προσπαθεί να επιβιώσει. Αν θα τα καταφέρει, αυτό θα οφείλεται στο κοφτερό μυαλό της και στον ιδιαίτερο τρόπο να κερδίζει με τη συμπεριφορά της. Ή μήπως αυτά δεν είναι αρκετά;
Σε τούτο το ταξίδι, τα πρόσωπα πάνω στο καράβι είναι επιτήδεια, και φαινομενικά άγρια ή ήρεμα, όπως και η ίδια η θάλασσα που τους περιτριγυρίζει. Είναι ένα ιστιοφόρο στη μέση του ωκεανού και δεν μπορούν να περιμένουν βοήθεια από κανέναν. Ουσιαστικά είναι όλοι τους φυλακισμένοι –κατάδικοι, φρουροί και πλήρωμα-, στις αγκαλιές των κυμάτων, και δεν γνωρίζουν αν θα καταφέρουν να φτάσουν στον προορισμό τους ή σε οποιαδήποτε ξένη γη. Ακόμα περισσότερο στην ίδια τους την πατρίδα.
«Σε ξένο τόπο, σ’ άλλη γη ο ξένος βρίσκει μνήμα / Μακριά από το σπίτι του, πέρα απ’ το άγριο κύμα», είναι το επίγραμμα που διασώζεται ως σήμερα στο μνήμα το πρώτου Έλληνα που ταξίδεψε με το Νόρφοκ και έμεινε για πάντα στην Αυστραλία, παρότι του δόθηκε χάρη με παρέμβαση του ελληνικού κράτους, ως μη πειρατής αλλά πολεμών για την ελευθερία του.
Το βιβλίο αναφέρεται σε σημεία στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους, αλλά και σε άλλα γεγονότα της εποχής, αφού οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι διαφορετικών εθνικοτήτων, από τον Άγγλο καλλιεργημένο καπετάνιο, ως τον άξεστο αποθηκάριο ή πειρατή. Αυτό που προσπάθησα περισσότερο, πέρα από την πλοκή με τα γεγονότα που διαδέχονται το ένα το άλλο με ανεξέλεγκτη τροπή, μυστήριο και δράση, ήταν η εμβάθυνση των χαρακτήρων. Να είναι αληθινοί, όπως αληθινή είναι και η βάση της ιστορίας μου.
Οι εικόνες αισιοδοξίας αλληλοδιαδέχονται την πίκρα των ηρώων, και θα σταθώ σε μία τέτοια εικόνα που περικλείει το κυρίαρχο μήνυμα του βιβλίου, να μπορούμε να γιατρευόμαστε από ό,τι κακό έχουμε ζήσει: «Ένιωθε δέος, εκεί στη μέση του ωκεανού, στη μέση του πουθενά όπου βρίσκονταν. Ήταν σαν μια οφθαλμαπάτη, να μην ξεχωρίζεις αν το Νόρφοκ έπλεε πάνω στη θάλασσα ή μέσα στον ίδιο τον ωκεανό. Όσα άσχημα είχαν συμβεί στη διάρκεια του ταξιδιού τού φαίνονταν πια τόσο πεζά μπροστά σε τούτο τον ευλαβή σεβασμό για τη θαλάσσια ηρεμία, σαν να μην είχαν γίνει ποτέ».
Το τέλος του βιβλίου είναι ένα γλυκόπικρο μη-τέλος, αυτό που δίνει η ίδια η ζωή με τη συνέχειά της μπροστά στο άγνωστο. Είναι ένα τέλος που «φωνάζει» ίσως για συνέχεια, όμως αφήνω τον αναγνώστη να το υποθέτει και να ελπίζει. Μας χρειάζεται η ελπίδα σε κάθε δύσκολη στιγμή μας, πόσω μάλλον όταν μπορεί να μας τη δώσει ένα βιβλίο. Το κέρδος μας όταν αφηνόμαστε στην πίστη ότι υπάρχει λύση σε κάθε πρόβλημα, είναι ότι πολεμάμε για τις ελπίδες μας, δεν γινόμαστε έρμαια και παρατημένοι.