Δεν είναι λίγες οι φορές όπου η ματιά- λίγο και από συνήθεια αποκτημένη στα χρόνια της πρώιμης μαθητείας με τη γνώση-δεν μπορεί να λοξοδρομήσει και διαβάζει με περιέργεια σύντομες βιογραφικές αναφορές προσωπικοτήτων από τον χώρο του πολιτισμού. Βρίσκονται χαραγμένες αυτές πάνω σε μεταλλικά καρτελάκια συνοδεύοντας τα εκθέματα μιας έκθεσης ή τα βρίσκουμε σημειωμένα με απαλό μελάνι και γράμματα, που μόλις και διακρίνονται, σε οπισθόφυλλα βιβλίων όταν χρησιμεύουν για παροχή βιογραφικών στοιχείων. Αναζητά το βλέμμα, όντας κουρασμένο να διακρίνει π.χ. πόσα χρόνια έζησε ένας καταξιωμένος ζωγράφος και να υπολογισθεί, σε ποια περίοδο της δράσης του αντιστοιχεί η πιο δημιουργική περίοδος.
Μια φευγαλέα σπίθα ανακούφισης φεύγει από την άκρη των ματιών και ενώνεται αστραπιαία με την εικόνα, την οποία έχουμε από καιρό σχηματίσει σχετικά με τον τρόπο και τη μέθοδο που χρησιμοποίησαν αυτοί στην παρουσίαση της καλλιτεχνικής έμπνευσης. Η μεσαία παύλα-μαύρου χρώματος-είναι και εδώ ανεξίτηλα παρούσα. Χωρίζει την ημερομηνία γέννησης από αυτή του θανάτου και συγχρόνως γεφυρώνει το μεγάλο χάσμα, προφυλάσσοντας έναν καλλιτέχνη από το να βουτήξει στο κενό, όντας ο ίδιος στη δύσκολη θέση να διαφυλάξει την αξία των ιδεών του πριν προλάβει ο θάνατος να προσεταιριστεί το έργο του οριστικά. Μια μεσαία παύλα τυπωμένη σε χαρτί- και όχι μουτζουρωμένο από χέρι τρεμάμενο-δεν είναι σε θέση να εξισώσει την απόσταση από το σημείο ανυπαρξίας στη ζωή ενός πνευματικού δημιουργού με τον χρόνο, που απαιτείται έως την ώρα όπου η αναγνώριση του ταλέντου έρχεται να τον στεφανώσει με τις πιο λαμπερές δάφνες. Αρχίζουν οι προσθαφαιρέσεις θέλοντας έτσι να υπολογίσουμε την πιο δημιουργική περίοδο της ζωής τους.
Κάπου εκεί προκύπτει το ερώτημα: το πεπρωμένο στάθηκε γενναιόδωρο σε αυτούς τους ανθρώπους; Η ζωή τους κυμάνθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβαδίσουν η πλήρης συστράτευση των δυνάμεών τους με την οραματική σκέψη, όταν σε κάθε βήμα ζούσαν και ανέπνεαν με τους πνεύμονες της έμπνευσης; Όποιος δεν κατάφερε το νήμα της ζωής να τραβήξει σε μάκρος, παραχωρεί το έδαφος για μια λιγότερη επιεική αντιμετώπιση για ό,τι πρόλαβε να εκθέσει στη δημόσια κριτική. ‘Εχοντας μέσα του τον φόβο ότι αυτή θα τον καταβροχθίσει πριν ακόμη προλάβει να εξοικειωθεί με το προσωπικό του ύφος. Κάποτε ο χρόνος θα μιλήσει με δική του πρωτοβουλία-και όχι σε συνθήκες πίεσης-παίρνοντας πονηρά θέση δίπλα στον καλλιτέχνη. Και τότε αυτός θα αναρωτηθεί μιλώντας ως ο πιο αδύναμος από τους ανθρώπους, εάν άξιζε να περπατήσει σε τεντωμένο σχοινί πάνω από την άβυσσο…
Ο Σωτήρης Λέτσιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως δημοσιογράφος για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Δημοσιεύει συχνά κείμενα σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.