Η πόλη βρισκόταν στην ουδέτερη ζώνη. Ήταν κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς. Όλα τα κτίρια ήταν ερείπια, ακόμα κι η εκκλησία ήταν ένας σωρός από χαλάσματα. Το μοναδικό οίκημα που δεν βομβαρδισμένο ήταν το ψυχιατρείο, στη δυτική πλευρά της πόλης. Παρόλες τις μάχες έστεκε όρθιο, σ’ ένα θανατερό περιβάλλον. Το εκπληκτικό ήταν πως οι τρόφιμοι παρέμεναν εκεί, σαν μη γινόταν πόλεμος. Ύστερα από σκληρές μάχες καταλάβαμε την πόλη, εκδιώκοντας τον εχθρό. Η μονάδα μου στρατωνίστηκε στα προάστια της πόλης, όχι μακριά από το ψυχιατρείο. Μας είχαν απαγορεύσει να μπούμε εκεί μέσα. Ήταν σαν άβατο.
Μια μέρα που περιφερόμουν στους ξεκοιλιασμένους από τους βομβαρδισμούς δρόμους, έφτασα μπροστά στο νοσοκομειακό κτίριο. Πράγματι ήταν άθικτο. Έστεκε σαν βουβός μάρτυρας της αγριότητας των μαχών. Κοντοστάθηκα κι έλεγξα για λίγο τον εαυτό μου, είχα βρόμικες αρβύλες και η στολή μου θύμιζε ναυαγό παρά στρατιώτη και μάλιστα βαθμοφόρο (ήμουν λοχίας). Η εικόνα μου, ταίριαζε με την θανατερή σιγή που ανέδιδαν τα χαλάσματα. Δεν είχα να αποδείξω σε κανέναν οτιδήποτε, τις παράτες και τις ιαχές τις είχα παραχωρήσει στους ηγήτορες μας (πολιτικούς και στρατιωτικούς) και στους ομοίους τους στην απέναντι πλευρά.
Ανεπαίσθητα πήρα την πρωτοβουλία και πέρασα την εξωτερική πύλη του ψυχιατρείου. Περπάτησα κάποια μέτρα και σε λίγο έφτασα στην κεντρική είσοδο. Εκεί συνάντησα τον πρώτο άνθρωπο που δεν φορούσε στρατιωτικά ενδύματα. Φορούσε κι αυτός όμως, κάτι σαν στολή. Τα ρούχα του έμοιαζαν με πιτζάμες, παντελόνι και πουκάμισο λευκού χρώματος με γκρι κάθετες ρίγες, και από πάνω ένα καφέ πανωφόρι, λίγο φθαρμένο αλλά λειτουργικό. Κατάλαβα ότι δεν ήταν κάποιος από το νοσηλευτικό προσωπικό (γιατρός ή νοσοκόμος), αλλά ένας τρόφιμος του ψυχιατρείου, ένας τρελός. Έκανα λίγα βήματα και τον πλησίασα. Δεν έδειξε να φοβάται, να τα χάνει, ίσα-ίσα με υποδέχτηκε περιχαρής. Σταμάτησε μπροστά μου και μου ‘δωσε το χέρι. Το έσφιξα εγκαρδίως. Φυσιολογική η πρώτη αντίδραση, αν αναλογιστείς τις συνθήκες πολέμου και το κυριότερο τις ψυχιατρικές συνθήκες. Ήταν ένας χαιρετισμός ανάμεσα σε δυο ανθρώπινα όντα, μέσα σ’ ένα περιβάλλον καταστροφής. Ξεκίνησε την κουβέντα.
«Είσαι ο πρώτος στρατιωτικός που περνά την πύλη, κανένας άλλος- κι έχει γεμίσει ο τόπος- δεν τόλμησε να τη διαβεί. Τους είμαστε αδιάφοροι, εντελώς».
Χαμογέλασα στην παρατήρησή του, τον κοίταξα κατάματα και τον ρώτησα, «Είστε πολλοί εδώ στο ίδρυμα;»
«Περίπου ενενήντα άτομα, μαζί με το προσωπικό (γιατρούς και νοσηλευτές), γύρω στους εκατόν είκοσι».
«Δεν φοβάστε μη σκοτωθείτε; Γίνεται πόλεμος. Κάθε μέρα πέφτουν βόμβες και σφαίρες (κανονικές κι αδέσποτες), σκοτώνονται πολλοί. Κανονικά έπρεπε να ‘χατε φύγει, για να γλυτώσετε. Είναι μεγάλη τύχη που τη βγάλατε καθαρή μέχρι τώρα».
Γέλασε δυνατά κι ύστερα από λίγο, μου απάντησε «Μια χαρά είμαστε στο ψυχιατρείο μας. Βλέπεις ο πόλεμος δεν μας αφορά. Μας ανέχονται όλοι, φίλοι κι εχθροί. Δεν σκοτώνουν τρελούς. Δεν τους ενδιαφέρει, ούτως ή άλλως, η τύχη των τρελών. Οι λογικοί είναι αυτοί που εύκολα ελέγχονται και πιο εύκολα οδηγούνται στον θάνατο. Και μέχρι να τους πάνε εκεί, τους αφήνουν να ζουν σαν φορολογικές μονάδες, να δουλεύουν για τα αφεντικά τους, σκληρά και χωρίς διαμαρτυρίες. Λοχία, δεν έχει αξία να βασανίζεις έναν τρελό, να τον σκοτώνεις (στην τελική), χάνεται η γοητεία του εγκλήματος και της ιστορίας. Αυτός έχει χάσει την ψυχή του και επιστροφή δεν υπάρχει. Είναι όμως απελευθερωμένος, με τον δικό του τρόπο».
Χαμογέλασα, «Και τι θα με συμβούλευες εμένα, τον λογικό (κι ισορροπημένο) στρατιωτικό;»
«Εσείς οι γνωστικοί έχετε πολλές θλίψεις και απογοητεύσεις. Κάθε μέρα και κάποια νέα προστίθεται, ντυμένη με φθόνο και μίσος. Κι από την άλλη, πολεμάτε να σκοτώσετε ο ένας τον άλλον, χρησιμοποιώντας τους χειρότερους τρόπους και τα πιο χυδαία κόλπα. Καθημερινά, παλεύετε να μη σακατευτείτε, στην καλύτερη περίπτωση να μη χάσετε κανένα πόδι ή χέρι. Η ζωή σάς έγινε βάρος. Άφησέ τα όλα λοιπόν κι έλα μαζί μας. Η σωτηρία σου είναι εδώ, στο ψυχιατρείο».
Ο Χριστόφορος Τριάντης είναι εκπαιδευτικός. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και κείμενα.
Φωτογραφία: Levi Meir Clancy