Δέντρο, δεντρό
Πράσινο, ξερό.
Το κορίτσι με το πρόσωπο τ΄ωραίο
τις ελιές μαζεύει.
Ο άνεμος, λάτρης των πύργων,
απ΄τη μέση την κυριεύει.
Τέσσερις έφιπποι περάσαν,
πάνω σε πουλάρια Ανδαλουσίας
με ρούχα γαλανά και πράσινα
και μακριούς μαύρους μανδύες.
«Έλα στην Κόρντομπα μικρή κυρά.»
Η κοπέλα δεν τους απαντά.
Περάσαν τρείς νεαροί τορέρος
με δαχτυλιδένια μέση,
με πορτοκαλένια ρούχα
και σπαθιά που μ΄ασήμι παλαιό τάχαν δουλέψει.
«Πάμε μικρή μου στη Σεβίλλια.»
Η μικρή, λέξη στα χείλια.
Όταν έπεσε μενεξεδί το δείλι,
με φως διάχυτο περίσια,
πέρασ΄ένα παλληκάρι φέρνοντας
τριαντάφυλλα και μύρτα φεγγαρίσια.
«Πάμε στη Γρανάδα, μικρούλα μου κυρά.»
Η κοπέλα δεν ακούει ούτε απαντά.
Το κορίτσι με το πρόσωπο τ΄ωραίο
τις εληές συνεχίζει να μαζεύει,
με το γκρίζο χέρι του ανέμου
την λεπτή της μέση να χαϊδεύει.
Δέντρο, δεντρό
Πράσινο, ξερό
(Μετάφραση: Χρίστος Γούδης)