Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Είδαμε την παράσταση «Η Λέλα και η Λέλα» του Ανδρέα Στάικου στο Θέατρο Φούρνος.
της Αλεξίας Καλογεροπούλου
Λίγους μήνες μετά το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, η παράσταση «Η Λέλα και η Λέλα» που έγραψε και σκηνοθετεί ο Ανδρέας Στάικος, φιλοξενείται πλέον στο Θέατρο Φούρνος ως τις αρχές του νέου έτους. Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τη συμβίωση δύο γυναικών με το ίδιο όνομα, που ξεκίνησε όταν η νεότερη «Λέλα», ανταποκρινόμενη σε μια αγγελία για εργασία, επισκέφθηκε το σπίτι της μεγαλύτερης, αλλά ακόμα νέας, «Λέλας». Αυτή η λεπτομέρεια, δραματουργικά καίρια, προσδίδει στην πρώτη τους συνάντηση μια αίσθηση αναμονής, αγωνίας και αβεβαιότητας. Οι ανάγκες των δύο γυναικών δεν λέγονται ξεκάθαρα αλλά είναι εκεί, υπαρκτές, καθοριστικές: η μία αναζητά κατεύθυνση στα εργασιακά της καθήκοντα, η άλλη ίσως αναζητά συντροφιά ή ακόμα και μια αντανάκλαση του εαυτού της σε κάποια νεότερη γυναίκα που δεν έχει βυθιστεί ακόμα στον βάλτο της καθημερινότητας.
Καθώς η νεαρή κοπέλα μπαίνει στο σπίτι, η σκηνή μετατρέπεται σε έναν οικείο αλλά και απειλητικό χώρο αυτοαντανάκλασης. Το σπίτι, που θα έπρεπε να αποτελεί καταφύγιο, μοιάζει περισσότερο με ένα εσωτερικό τοπίο όπου η ανία, η μοναξιά και ο εγκλεισμός έχουν αφήσει βαθιά ίχνη. Η παρουσία της νεότερης γυναίκας λειτουργεί καταλυτικά: η μεγαλύτερη Λέλα βλέπει τη ζωή της να φωτίζεται από μια νέα ενέργεια, αλλά και να απογυμνώνεται σιγά σιγά από τις δικαιολογίες που την κρατούσαν απομονωμένη. Από εκείνη τη στιγμή, το σπίτι μετατρέπεται σε πεδίο αναδιαμόρφωσης. Ένα δωμάτιο που φωτίζεται όχι μόνο από τους θεατρικούς προβολείς αλλά και από την καθημερινή τριβή των δυο γυναικών και των ιστοριών τους που μοιάζουν διαφορετικές αλλά ανήκουν στην ίδια εσωτερική γενεαλογία. Η νεότερη φέρνει μαζί της την άγνοια, την αμηχανία, την ανάγκη για προσανατολισμό, αλλά και για επιβίωση – να βρει οπωσδήποτε μια δουλειά. Η μεγαλύτερη κουβαλά το βάρος της επανάληψης, έναν αόρατο κόμπο στον λαιμό που μόνο η συναναστροφή με έναν άλλο άνθρωπο μπορεί να χαλαρώσει ή και να σφίξει ακόμη περισσότερο. Η νεότερη Λέλα λειτουργεί ως καθρέφτης της μεγαλύτερης, αλλά και το αντίστροφο.
Ο Στάικος δεν τους δίνει κοινό όνομα τυχαία. Η ονοματοδοσία υπαινίσσεται ότι πίσω από την επίφαση της διαφορετικότητας κρύβονται κοινές ανάγκες, φόβοι και ανεπούλωτα τραύματα, που σταδιακά αποκαλύπτουν ένα δίκτυο συναισθημάτων και ταυτίσεων. Η συναναστροφή τους δεν είναι τυπική, οριοθετημένη, όπως θα άρμοζε σε μια εργαζόμενη και την εργοδότριά της, αλλά βαθιά μεταμορφωτική: παρασύρει, προκαλεί, αποκαλύπτει και τελικά προσκαλεί σε συμφιλίωση με τον εαυτό και τις σκιές του.
Καθώς περνά ο καιρός, οι δύο γυναίκες παραμένουν βυθισμένες στη νωθρότητα, στην πλήξη και στη μονοτονία της καθημερινότητας, χωρίς ιδιαίτερο νόημα, μετακινούμενες από πολυθρόνα σε πολυθρόνα και καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Η επαναληπτικότητα αυτή και η άνευ ουσίας αναμονή θυμίζουν τον θεατρικό μινιμαλισμό του Μπέκετ, όπου η απραξία γίνεται σχόλιο για την ύπαρξη καθαυτή. Μέσα από αυτήν την εξουθενωτική ρουτίνα, η νεότερη Λέλα αγωνίζεται να βρει τον ρόλο της στο νέο της περιβάλλον. Η μεγαλύτερη, από την πλευρά της, παλεύει με την αίσθηση εγκλωβισμού στον ίδιο της τον εαυτό. Η παρουσία της νεαρής γυναίκας την αφυπνίζει από τον λήθαργο της εσωτερικής της απομόνωσης και ανοίγει την πόρτα σε μια πιθανή αλλαγή. Η κρυφή έξοδος σε ένα αδιάφορο, κοντινό κατάστημα είναι μια προσπάθεια να ανακτήσει την επαφή με τον έξω κόσμο, να ξαναζήσει τη ζωή, αλλά και μια υπόμνηση της δύναμης των σχέσεων να ξυπνούν ό,τι παραμένει κρυμμένο μέσα μας. Και κάπως έτσι, σταδιακά, η επαγγελματική συνθήκη εξαφανίζεται. Αυτό που μένει είναι το καθρέφτισμα: δύο γυναίκες που κοιτούν η μία την άλλη μέχρι να αντικρίσουν τον εαυτό τους.
Ο Ανδρέας Στάικος, γνωστός για τη στιβαρή αλλά ευαίσθητη γραφή του, μεταχειρίζεται γλώσσα ακριβή και ταυτόχρονα ποιητική, με έντονες υπονοήσεις, λεπτό χιούμορ και σιωπές που αφήνουν χώρο στον θεατή να αναγνωρίσει τις δικές του σκιές. Με ευφυή σύλληψη και ψυχολογικό βάθος, ο Στάικος επιχειρεί να εξερευνήσει την ταυτότητα, την ανάγκη για αναγνώριση και τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην οικειότητα και την αποξένωση. Η σκηνοθετική προσέγγισή του αξιοποιεί στο μέγιστο τον χώρο και τον φωτισμό, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα έντασης αλλά και οικειότητας. Το λιτό σκηνικό του Αλέξη Κυριτσόπουλου επιτείνει την αίσθηση περιορισμού. Η μουσική του Νίκου Ξυδάκη αλλά και οι σιωπές γίνονται μέρος της ψυχολογικής αφήγησης, επιτρέποντας στο κοινό να βιώσει τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς και τη μεταμόρφωση των χαρακτήρων. Το κόκκινο χρώμα των ρούχων, που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Ντάσιος, σύμβολο πάθους αλλά και υπόγειας έντασης, είναι ένα δραματουργικό σχόλιο: μια υπενθύμιση της ζωτικότητας που διεκδικεί να βγει στην επιφάνεια, της έντασης των συναισθημάτων, της πάλης με τον εαυτό και τον πόθο για ζωή και επαφή με τον κόσμο έξω από τα στενά όρια του σπιτιού.
Η εξαιρετική χημεία της Ελένης Ζαραφίδου και της Εμμανουέλας Κοντογιώργου είναι εμφανής στη σκηνική τους παρουσία. Μοιάζουν να χορεύουν αρμονικά έναν αδιάκοπο, αντικριστό χορό, που βασίζεται στη λεπτότητα και την πιστότητα της ερμηνείας τους. Οι δυο πρωταγωνίστριες καταφέρνουν να μεταδώσουν ένα εντυπωσιακό συναισθηματικό εύρος, από την αμηχανία μέχρι την οικειότητα, αποδεικνύοντας ότι δύο βασικά πρόσωπα στη σκηνή αρκούν για να μεταφέρουν στον θεατή ένα σύμπαν συναισθημάτων. Σημαντικός είναι και ο ρόλος της Ματίνας Μαυρομμάτη, που με την προσεκτική, σχεδόν αόρατη στα μάτια των δυο γυναικών, παρουσία της, υπογραμμίζει την υπαρξιακή κρίση των πρωταγωνιστριών.
Η παράσταση «Η Λέλα και η Λέλα» είναι ένα στοχαστικό, συναισθηματικά πυκνό και καλλιτεχνικά συνεκτικό έργο, που καλεί τον θεατή να αναρωτηθεί τι βλέπει πραγματικά όταν αντικρίζει τον Άλλον και τι αποφεύγει να δει όταν αντικρίζει τον εαυτό του. Είναι μια πρόσκληση για ενδοσκόπηση, μια θεατρική εμπειρία που μας καλεί να τολμήσουμε να κοιτάξουμε μέσα μας.
Newsletter
BookSitting | βιβλία, τέχνες, ιδέες
