Αργύρης Φυτάκης | Χειμωνιάζει (αναδημιουργία του ομώνυμου ποιήματος της Sylvia Plath)

Χειμωνιάζει

Τούτος ο καιρός είναι εύκολος, απλός –δεν έχει τίποτα να κάνεις– κι όμως όλα στο βάθος ωριμάζουν. Στο κελάρι το μέλι πήζει μέσα στα βάζα: έξι μάτια γάτας που με κοιτούν στο σκοτάδι· εκεί δίπλα στις παλιές φιάλες, στα υπολείμματα ενός άλλου κόσμου που σαπίζει αθόρυβα. Δεν έχω μπει ποτέ σ’ αυτό το δωμάτιο, με πνίγει. Κάτι απ’ το μαύρο του με κρατά μακριά, σαν νυχτερίδα που βίαια αγκυλώνεται στην ανάσα μου. Το φως της λάμπας -κιτρινωπό δέρμα από κινεζικό μετάξι- αποκαλύπτει αντικείμενα τραχιά και παραμορφωμένα: όλα αυτά που έχω στην κατοχή μου ή, μάλλον, όλα αυτά που έχουν εμένα στην κατοχή τους. Έξω οι μέλισσες κινούνται αργά· κίνηση τελετουργική, άσκηση υπομονής. Κυκλώνουν το δοχείο με το σιρόπι, πίνουν τη λευκή τους τροφή, ζουν με την τεχνητή γλύκα που εγώ τους έχω δώσει. Δεν ανθίζουν πια τα λουλούδια, ανθίζει η επιβίωση. Το κρύο πλησιάζει, κι εκείνες συσπειρώνονται –μαύρο σώμα στο χαμόγελο του άσπρου χιονιού. Το λευκό απλώνεται γύρω, μια τεράστια πορσελάνη, μέσα στην οποία κουβαλούν τα νεκρικά τους κουφάρια.
Οι μέλισσες είναι όλες τους γυναίκες: υπομονετικές, ακριβείς, αθέατες. Έδιωξαν τους άντρες: τους άγαρμπους, τους άξεστους, τους περιττούς. Ο χειμώνας ανήκει σ’ αυτές: στη γυναίκα που πλέκει ακόμη, που ζεσταίνει την κούνια από ξύλο καρυδιάς, που κάνει το σώμα της ζεστό βολβό στο κρύο, βυθισμένο και ζωντανό. Δεν χρειάζεται να κάνει κάτι, μονάχα να περιμένει να περάσει ο καιρός.
Αναρωτιέμαι πώς θα επιζήσει η κυψέλη, αν οι γλαδιόλες θα καταφέρουν να αποθηκεύσουν μέσα τους το φως μέχρι του χρόνου; Θα θυμούνται, άραγε, οι μέλισσες την άνοιξη που θα ‘ρθει; Ήδη ξεκίνησαν να πετούν· μικρά στίγματα ζωής πάνω στο χιόνι Γεύονται κάτι νέο, αόρατο ακόμη, κι εγώ μαζί τους την πρώτη προδοσία του χειμώνα: την υπόσχεση της επιστροφής.


Wintering

This is the easy time, there is nothing doing.
I have whirled the midwife’s extractor,
I have my honey,
Six jars of it,
Six cat’s eyes in the wine cellar,

Wintering in a dark without window
At the heart of the house
Next to the last tenant’s rancid jam
and the bottles of empty glitters —-
Sir So-and-so’s gin.

This is the room I have never been in
This is the room I could never breathe in.
The black bunched in there like a bat,
No light
But the torch and its faint

Chinese yellow on appalling objects —-
Black asininity. Decay.
Possession.
It is they who own me.
Neither cruel nor indifferent,

Only ignorant.
This is the time of hanging on for the bees–the bees
So slow I hardly know them,
Filing like soldiers
To the syrup tin

To make up for the honey I’ve taken.
Tate and Lyle keeps them going,
The refined snow.
It is Tate and Lyle they live on, instead of flowers.
They take it. The cold sets in.

Now they ball in a mass,
Black
Mind against all that white.
The smile of the snow is white.
It spreads itself out, a mile-long body of Meissen,

Into which, on warm days,
They can only carry their dead.
The bees are all women,
Maids and the long royal lady.
They have got rid of the men,

The blunt, clumsy stumblers, the boors.
Winter is for women —-
The woman, still at her knitting,
At the cradle of Spanis walnut,
Her body a bulb in the cold and too dumb to think.

Will the hive survive, will the gladiolas
Succeed in banking their fires
To enter another year?
What will they taste of, the Christmas roses?
The bees are flying. They taste the spring.


Ο Αργύρης Φυτάκης είναι φιλόλογος και συγγραφέας, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος (MA) στη Δημιουργική Γραφή και τις Πολιτισμικές Σπουδές. Το πρώτο του αφήγημα «Ημέρα Γενεθλίων», η πρώτη του συλλογή χαϊκού «Διαθλάσεις Φωτός» και η πρώτη του νουβέλα «Cassandrae» βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr), όπως και η συλλογή χαϊκού «Του χρόνου».


BookSitting | βιβλία, τέχνες, ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.