Της Τζίνας Καρβουνάκη
Η έκθεση «Το όνειρο του Τάτλιν. Ουτοπίες, η αιώνια επιστροφή» (2/10–1/11/2025) που επιμελείται ο Δημήτρης Τρίκας, αποτελεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα διερεύνησης της έννοιας της Ουτοπίας μέσα από την τέχνη, την ιστορία και τον σύγχρονο προβληματισμό. Στόχος της επιμελητικής σύλληψης είναι η «ιστορικοποίηση του διαχρονικού αιτήματος της Ουτοπίας», δηλαδή η ανίχνευση του πώς το ουτοπικό ιδεώδες εμφανίστηκε και εξελίχθηκε διαμέσου των εποχών, καθώς και ποιες υπαρξιακές, κοινωνικές και πολιτικές αναγκαιότητες το διαιωνίζουν – ενθαρρύνοντας παράλληλα σχετικούς προβληματισμούς στο σήμερα. Με άλλα λόγια, η έκθεση εξετάζει τις διαδρομές της φαντασίας και της πολιτικής σκέψης γύρω από την ουτοπία, φωτίζοντας πώς το ουτοπικό όραμα – άλλοτε ως ελπίδα και άλλοτε ως απειλή – συνεχίζει να εμπνέει την ανθρωπότητα να αναμετριέται με το παρόν και να οραματίζεται το μέλλον.
Το ίδιο το όνομα της έκθεσης παραπέμπει στον Βλαντιμίρ Τάτλιν, κεντρική μορφή της ρωσικής Πρωτοπορίας. Ο Τάτλιν οραματίστηκε το φουτουριστικό “Μνημείο της Τρίτης Διεθνούς” – γνωστό και ως «Πύργος του Τάτλιν» – ένα σπειροειδές οικοδόμημα που ποτέ δεν υλοποιήθηκε, αλλά έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο του επαναστατικού ουτοπισμού της πρωτομοντέρνας εποχής. Το «όνειρο του Τάτλιν» λειτουργεί εδώ ως μεταφορά για όλες τις μεγαλεπήβολες ουτοπίες που έμειναν στα χαρτιά ή στη σφαίρα του φαντασιακού, αλλά εξακολουθούν να μας εμπνέουν. Από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τις ουτοπίες της Αναγέννησης, έως την κομμουνιστική ουτοπία του μαρξισμού, τα κινήματα του Μοντερνισμού (Νταντά, Υπερρεαλισμός, Μπαουχάους κ.ά.) και τη ρωσική Πρωτοπορία (ο Κονστρουκτιβισμός του Τάτλιν και ο Σουπρεματισμός του Μαλέβιτς), και από τα σχέδια εφαρμοσμένου σοσιαλισμού για νέες πόλεις μέχρι τον Μάη του ’68 και τον τεχνολογικό οπτιμισμό, η ιστορία είναι γεμάτη σταθμούς σε αυτήν την πορεία αναζήτησης ενός καλύτερου κόσμου. Η επιμελητική προσέγγιση ενσωματώνει όλες αυτές τις αναφορές, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν: δείχνει ότι η ανθρώπινη ιστορία «είναι διαρκώς διαποτισμένη από την αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου». Μάλιστα, στην επιμελητική εισαγωγή επιστρατεύεται και η αισιόδοξη οπτική του φιλόσοφου Έρνστ Μπλοχ ότι η ουτοπία δεν είναι μια ανεφάρμοστη τελειότητα ή συμμετρικός παράδεισος (που θα κατέληγε εφιάλτης αν υλοποιηθεί), αλλά μια συνεχής εκδίπλωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και υπέρβαση των υπαρκτών κοινωνικών συνθηκών – «το ανέφικτο που τείνει να γίνει εφικτό». Αυτή η οπτική υποδηλώνει και την ιδεολογική στόχευση της έκθεσης: να αντιμετωπιστεί η ουτοπία όχι ως ψευδαίσθηση φυγής, αλλά ως κινητήρια δύναμη για ένα συλλογικό όραμα πέρα από το «αφασικό και άνυδρο εδώ και τώρα».
Θεματικές διαδρομές και ενδεικτικά έργα
Η έκθεση αρθρώνεται σαν πολύπλευρη εξερεύνηση των ουτοπιών μέσα από σύγχρονα εικαστικά έργα, οργανωμένη σε θεματικές διαδρομές που αντικατοπτρίζουν διαφορετικές όψεις του ουτοπικού φαντασιακού. Σε αυτές τις διαδρομές περιλαμβάνονται τόσο οι ευτοπίες – ουτοπικά οράματα ελπίδας – όσο και οι δυστοπίες – τα σκοτεινά ανάλογά τους. Ο επιμελητής φρόντισε να συνοδεύσει την εικαστική έκθεση με ένα εκτενές δημόσιο πρόγραμμα: performances, χορογραφικές δράσεις και οκτώ κύκλους ομιλιών/συζητήσεων, που εκτείνονταν από ζητήματα φιλοσοφίας και αστικής θεωρίας μέχρι οικολογίας και τεχνολογίας. Οι θεματικές των συζητήσεων – όπως οι ετεροτοπίες, τα αιτήματα για ανθρωπινότερο μέλλον και αυτονομία του πολίτη, ο μεταβατικός χαρακτήρας της σύγχρονης Αθήνας, ο «νομαδικός» χώρος, οι κουλτούρες κατοίκησης στην Ανθρωπόκαινο εποχή, αλλά και οι «θλιμμένοι τροπικοί» του Τρίτου Κόσμου, οι «χαρωπές ατομικότητες» του Πρώτου Κόσμου, οι τεχνο-ουτοπίες και τα ψηφιακά οράματα του σήμερα που συχνά αγγίζουν τον εφιάλτη– αντικατοπτρίζονται αντίστοιχα και στα έργα. Έτσι, η ίδια η έκθεση δομείται σαν ένα ταξίδι μέσα σε έναν «τόπο απώλειας» (κατά τον χαρακτηρισμό του κειμένου της κριτικής), δηλαδή έναν μη-τόπο όπου συναντώνται θραύσματα οραμάτων, πραγματωμένων ή μη.
Ενδεικτικά έργα και καλλιτέχνες: Πολλές από τις εικαστικές συμμετοχές δίνουν συγκεκριμένη μορφή σε αυτές τις ιδέες. Για παράδειγμα, η φωτογραφική εγκατάσταση «A Zone to Defend» (2018) της Πηνελόπης Θωμαΐδη ξεχωρίζει για τον οικολογικό της προβληματισμό – γέμισε τον κριτικό με ελπίδες για ένα ευρύτερο λαϊκό κίνημα επαναπροσδιορισμού της σχέσης μας με τη Φύση. Αντίστοιχα, οι μεταποιημένες αφίσες Μάο της σειράς «Φόρμα-Ανάγνωση» (1977) του Δημήτρη Αληθεινού επαναφέρουν μνήμες ιδεολογικών ουτοπιών του 20ού αιώνα, θυμίζοντας πώς τα επαναστατικά οράματα κατέληξαν συχνά σε κενά σύμβολα. Το έργο «Ξημερώματα σε εφήμερες μητριαρχίες» του Αναστάση Μελέτη (που εικονίζεται και στη δημοσιευμένη κριτική) φέρνει στο προσκήνιο φευγαλέες εναλλακτικές κοινωνικές δομές, ενώ η παρέμβαση του φωτογράφου Στρατή Βογιατζή με τα πορτραίτα εγκλείστων των φυλακών Χίου μάς επαναφέρει σε μια σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, υπονοώντας τις ουτοπικές προσδοκίες για δικαιοσύνη και ελευθερία που διαψεύδονται. Πλάι σε αυτά, η δημιουργία «Εύφλεκτο» της Γιούλας Χατζηγεωργίου – μια σύνθεση με καμένα σπίρτα ως ποιητικός υπαινιγμός για το τέλος του πολιτισμού – ασκεί έντονη κριτική στην αυτοκαταστροφική τροχιά της σύγχρονης ανθρωπότητας. Στον πυρήνα της έκθεσης βρίσκονται και έργα που πραγματεύονται τον τεχνολογικό μετανθρωπισμό και τις σύγχρονες δυστοπίες: το φωτογραφικό πρότζεκτ «Paradise on Earth» της Ελένης Μουζακίτη ανακαλεί την «κοινωνική ουτοπία των ολοκληρωτικών καθεστώτων», παραπέμποντας έμμεσα στην υπόσχεση παραδείσου που κατέληξε σε εφιάλτη, και συνδέει αυτήν τη μνήμη με την «πετριά του Μεταμοντέρνου» – δηλαδή με τη μεταμοντέρνα εμμονή για συνεχείς νέες εμπειρίες.
Σημαντικό είναι επίσης το 20λεπτο βίντεο «Πριν το τέλος» του Μπάμπη Βενετόπουλου, όπου η ουτοπία απεικονίζεται μεταφορικά ως μια επίμονη προσπάθεια διάνοιξης δρόμου μέσα σε ένα λασπωμένο τούνελ. Η εικόνα αυτού του μοναχικού ανθρώπου που σκάβει ακούραστα στη λάσπη γίνεται αλληγορία της διαρκούς, ανυπότακτης προσπάθειας του ανθρώπου να βρει διέξοδο – ακόμα και όταν το ίδιο το εγχείρημα μοιάζει να υπονομεύεται εκ των έσω. Προβαλλόμενο στα υπόγεια του Ωδείου, το βίντεο αυτό συνομιλεί εύστοχα με άλλα έργα στην έκθεση, όπως το ζωγραφικό «Scale Model» του Νίκου Μόσχου (μια αλληγορία της υποταγής) και το ηχητικό περιβάλλον «Here we are… Home at last» της Νάντιας Χαλαρά, δημιουργώντας μια υποβλητική ατμόσφαιρα στο βάθος του χώρου.
Τέλος, δεν θα μπορούσε να λείπει ένας άμεσος φόρος τιμής στον ίδιο τον Τάτλιν: η γλυπτική σύνθεση «Όταν ο Χρήστος Καραλής συνάντησε τον Βλαδίμηρο Τάτλιν» του Μπάμπη Καραλή αποτελεί μια ευφάνταστη αναφορά που παντρεύει το χιούμορ με το ιστορικό όραμα. Το έργο αυτό, δίνοντας την αίσθηση πως ο “δικός μας” καθημερινός άνθρωπος (Χρήστος Καραλής) συναντά το πνεύμα του πρωτοπόρου καλλιτέχνη, συμπυκνώνει ιδανικά το κεντρικό μήνυμα της έκθεσης: ότι οι ουτοπίες του παρελθόντος συνομιλούν με το παρόν μας, όσο κι αν φαντάζουν μακρινές ή ανολοκλήρωτες.
Ουτοπία και αρχιτεκτονική: Ο χώρος του Ωδείου Αθηνών
Ένα από τα πιο ισχυρά στοιχεία της έκθεσης είναι η επιλογή του χώρου και ο τρόπος αξιοποίησής του. Η διοργάνωση φιλοξενείται στο ιστορικό Ωδείο Αθηνών, ένα εμβληματικό κτήριο του αθηναϊκού μοντερνισμού. Το ίδιο το Ωδείο είναι προϊόν ουτοπικής σύλληψης: σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλο, αποτελεί το μόνο υλοποιημένο τμήμα ενός φιλόδοξου μεταπολεμικού σχεδίου για ένα μεγάλο Πολιτιστικό Κέντρο στην περιοχή. Ο Δεσποτόπουλος – μαθητής του Βάλτερ Γκρόπιους στο Bauhaus – είχε οραματιστεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ένα συγκρότημα που θα περιλάμβανε Κρατικό Θέατρο, Αίθουσα Συναυλιών και Χοροδράματος, Συνεδριακό Κέντρο, υπαίθριο Θέατρο, Βιβλιοθήκη, Μουσείο και Πινακοθήκη, κτίριο Επιστημονικών Οργανισμών, μεγάλη πλατεία και ξενοδοχείο, με το Ωδείο Αθηνών ως μέρος αυτού του συνόλου. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για μια μεσογειακή εκδοχή του οράματος του Γκρόπιους για ένα ολοκληρωμένο πολιτιστικό σύμπλεγμα. Ωστόσο, οι ιστορικές συνθήκες – ο εμφύλιος πόλεμος, οι πολιτικές αντιθέσεις και οι προτεραιότητες της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης – δεν ευνόησαν την πραγμάτωση αυτής της ουτοπίας. Το μεγαλόπνοο σχέδιο εγκαταλείφθηκε εν μέρει, καθώς η μεταπολεμική ανάπτυξη στην Ελλάδα πήρε άλλη τροπή: οι προοδευτικοί οραματιστές αρχιτέκτονες παραμερίστηκαν και η ανεξέλεγκτη αστική επέκταση με γνώμονα το κέρδος υπερίσχυσε, θυσιάζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο της πόλης. Ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος είχε χαρακτηρίσει τις σύγχρονες πόλεις μας «πολεοειδείς σχηματισμούς», ημιτελείς και μονοδιάστατες, αποκαλώντας τες γλαφυρά «αποθήκες εργατικών χεριών».
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ωδείο Αθηνών στέκει σήμερα ως μνημείο μιας ουτοπίας που δεν ολοκληρώθηκε – ένα κτήριο που φέρει τις ποιότητες του infinito, του «ατέλειωτου». Ο Δημήτρης Τρίκας, ρηξικέλευθος όπως πάντα, διέκρινε ακριβώς αυτήν την σημασία: ζήτησε από τον Πρόεδρο του Ωδείου (Γ. Ν. Τσούχλο) να του παραχωρηθεί ο χώρος, αναγνωρίζοντας ότι είναι ένας τόπος ο ίδιος ουτοπικός από τη σύλληψή του. Κατά την ξενάγηση που πραγματοποίησε ο επιμελητής, ο επισκέπτης περιηγείται στα πολλαπλά επίπεδα του Ωδείου – στις αίθουσες, στα κλιμακοστάσια, στους υπαίθριους χώρους – και βλέπει τα έργα να ενσωματώνονται στο ζωντανό περιβάλλον του κτηρίου. Την ίδια ώρα, συνεχίζονται κανονικά τα μαθήματα των σπουδαστών μουσικής και στο ισόγειο νεαροί κάνουν skateboard, δίνοντας μια απρόσμενη ζωντάνια. Αυτή η σύζευξη τέχνης και ζωής προσδίδει στην έκθεση μια ξεχωριστή διάσταση: όλα διαδραματίζονται «εν τη γενέσει», «εν εξελίξει», «ατελώς» μα και βαθιά βιωματικά. Ο παλμός του χώρου – ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που σφύζει από καθημερινότητα – κάνει την ουτοπία να φαίνεται όχι αποκομμένη ή ιδεατή, αλλά εν δράσει: κάτι που συντελείται στο παρόν. Έτσι, το ίδιο το κτήριο-ουτοπία «επανενεργοποιείται» ως ζωντανό κομμάτι της έκθεσης. Έργα όπως το βίντεο του Βενετόπουλου στον υπόγειο χώρο αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ενώ άλλες εγκαταστάσεις στους διαδρόμους και στα αίθρια συναντούν το μπετονένιο μοντερνιστικό τοπίο του Ωδείου σε ένα διαρκή διάλογο. Με αυτήν την επιλογή χώρου, η έκθεση λειτουργεί και ως ένα δυναμικό σχόλιο για το σήμερα «σε μια διαρκή ουτοπία που μας έρχεται από την καρδιά του περασμένου αιώνα».
Συνολική Αξιολόγηση: Συνοχή, Πρωτοτυπία και Καλλιτεχνική Δύναμη
Η έκθεση «Το Όνειρο του Τάτλιν» στο Ωδείο Αθηνών διακρίνεται για τη συνοχή του επιμελητικού της οράματος, την πρωτοτυπία της σύλληψης και την έντονη καλλιτεχνική της δύναμη. Παρά τον πλουραλισμό των μέσων (ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία, εγκαταστάσεις, βίντεο, περφόρμανς) και τη μεγάλη ομάδα συμμετεχόντων καλλιτεχνών, το εγχείρημα κρατιέται δεμένο γύρω από τον κοινό θεματικό πυρήνα της ουτοπίας.
Σε επίπεδο πρωτοτυπίας, η απόφαση να αξιοποιηθεί το ίδιο το Ωδείο ως «συμπρωταγωνιστής» της έκθεσης, καθώς και να εμπλουτιστεί η εμπειρία με παράλληλες δράσεις και ομιλίες, αποδεικνύεται καρποφόρα. Ο συνδυασμός έκθεσης και δημόσιου προγράμματος μετατρέπει το εγχείρημα σε κάτι περισσότερο από μια συνηθισμένη ομαδική έκθεση τέχνης – το κάνει ένα είδος βιωματικού «φόρουμ» ουτοπίας. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία όχι μόνο να δει έργα αλλά και να συμμετάσχει σε μια ευρύτερη συζήτηση, να προβληματιστεί πολυεπίπεδα. Αυτή η διεπιστημονική και συμμετοχική προσέγγιση είναι αρκετά πρωτότυπη για τα ελληνικά δεδομένα και δείχνει την πρόθεση του επιμελητή να γεφυρώσει την τέχνη με την κοινωνική ζύμωση.
Η καλλιτεχνική δύναμη της έκθεσης απορρέει τόσο από τις ίδιες τις δημιουργίες όσο και από τον τρόπο που αυτές ενεργοποιούνται μέσα στον χώρο. Πολλά από τα έργα που παρουσιάζονται είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένα και μεστά σε νοήματα – από την ποιητική λιτότητα του καμένου σπίρτου στην Εύφλεκτη εγκατάσταση, μέχρι την πολύπτυχη αφήγηση του βίντεο στο υπόγειο, ή τις συμβολικές εικόνες των φωτογραφικών σειρών. Ο Ξένιος επισημαίνει ότι η ξενάγηση του Τρίκα προσέφερε «ερέθισμα για γόνιμο προβληματισμό» πάνω στην ουσία του ουτοπικού οράματος και ειδικά σε αυτό που ο Ζακ Ντεριντά ονομάτισε «αενάως ελευσόμενη δημοκρατία» – την δημοκρατία που πάντα έρχεται χωρίς ποτέ να εκπληρώνεται πλήρως. Αυτό ακριβώς το αίσθημα – μιας διαρκούς αναζήτησης που συγκινεί και κινητοποιεί – μεταδίδεται στον θεατή. Η έκθεση καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα μια αισθητική εμπειρία και μια ιδεολογική δήλωση. Με την πολυφωνία της, δεν δίνει μονοσήμαντες απαντήσεις, αλλά ανοίγει διεξόδους από το «άνυδρο εδώ και τώρα» προς νέες συλλογικές φαντασιώσεις. Παρά τις αναπόφευκτες δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος (το πλήθος των θεμάτων, η πιθανή ανομοιογένεια υλικών), η συνολική εντύπωση είναι εξαιρετικά θετική: πρόκειται για μια έκθεση με σπάνια συνοχή, πρωτοτυπία στην σύλληψη και ισχυρό αντίκτυπο, που κατορθώνει να αναδείξει την ουτοπία ως ζωντανό κομμάτι του διαλόγου μας για το μέλλον. Με άλλα λόγια, το όνειρο του Τάτλιν αναβιώνει ως μια δυναμική πρόσκληση να σκεφτούμε πέρα από τα όρια του εφικτού – ένα καλλιτεχνικό ταξίδι που εμπνέει και προβληματίζει δημιουργικά τον θεατή.
Newsletter
BookSitting | βιβλία, τέχνες, ιδέες

Μετά την ανάγνωση θα προσπαθήσω οπωσδήποτε να επισκεφτώ την έκθεση, έστω την τελευταία ημέρα!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο