Κοσκινίζοντας τον θησαυρό του χρόνου

[Δήμητρα Παλαπάνη, Εκεί που στάζει η ζωή,  εκδόσεις Μετρονόμος, 2025]

Του Δημήτρη Μπαλτά*

Σε τρεις ενότητες διαρθρώνεται η πρώτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Παλαπάνη με τίτλο Εκεί που στάζει η ζωή (εκδ. Μετρονόμος, 2025), την οποία είχα τη χαρά να επιμεληθώ. Από την αρχή αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια ποίηση ώριμη και όχι πρωτόλεια, την οποία χαρακτηρίζουν η έντονη εικονοποιία, τα χρώματα και οι μυρωδιές της φύσης, η μνήμη και η νοσταλγία, ο έρωτας και η αγάπη, η σημασία του χρόνου και της φθοράς, καθώς και η κοινωνική κριτική. 

Επιχειρώντας να προσδιορίσουμε τα βασικά συστατικά στοιχεία που δομούν την ποιητική της Παλαπάνη, αρχής γενομένης από την πρώτη ενότητα του βιβλίου, η οποία επιγράφεται “Για όλα και για ένα τίποτε”, συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια βαθιά υπαρξιακή στοχαστική ποίηση, την οποία ντύνει ο λυρισμός των εικόνων και των λέξεων που προσεχτικά χρησιμοποιεί η ποιήτρια. Η κατάδυση στο παρελθόν, στη μνήμη, γίνεται εμφανής από το πρώτο ποίημα, την «Ανάδυση» (σ. 11). Οξύμωρος τίτλος σε σχέση με το περιεχόμενο του ποιήματος, καθώς στην πραγματικότητα πρόκειται για μια κατάδυση, μια βουτιά στις θύμησες που έρχονται από μακριά, από τα πρώτα χρόνια της ζωής. 

Το ποιητικό υποκείμενο στοχάζεται επιχειρώντας να αποκρυπτογραφήσει τα ίχνη του ποδηλάτη χρόνου, χρησιμοποιώντας ως αφορμή κάποιο γεγονός, κάποια εικόνα ή κάποιο αντικείμενο που λειτουργεί – καθένα απ’ αυτά – ως φορέας μνήμης, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Η γυναίκα με το δαχτυλίδι» (σ.12-13), απ’ όπου και ο παραπάνω στίχος. Στο δαχτυλίδι χαράσσεται και εικονίζεται η πορεία μιας ολόκληρης ζωής, την οποία, ψαύοντάς το, ακουμπά το ποιητικό υποκείμενο. 

Το αμέσως επόμενο ποίημα, «Μάνα, Γυναίκα» (σ. 14) συνθέτει έναν φόρο τιμής στη μητρότητα με την ένταση να κορυφώνεται στους στίχους Ω, μάνα, ομφάλιε λώρε γίνε της ζωής/ και της θανής μου! Κι έπειτα έρχεται ένα ποίημα για την άνοιξη. Την άνοιξη που δίνει ζωή στη φύση και στον άνθρωπο. Την άνοιξη που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και αποκαλύπτει την – έστω και προσωρινή – αλήθεια της ύπαρξης. Η ποιήτρια συνδέει την άνοιξη με τους ποιητές και τη δική τους επιμονή να αντιστέκονται γυμνοί, με μοναδικό όπλο τις λέξεις τους, απέναντι στη ματαίωση. Γράφει στην τελευταία στροφή του ποιήματος,  αναφερόμενη στη μοίρα των ποιητών: Κοίταξαν κατάματα τις καταραμένες ώρες./ Γυμνοί μες την αλήθεια τους,/ γυμνοί μες στη φθορά του χρόνου. / Τώρα τινάζουν τις λέξεις στο σεντόνι, / όπως τινάζουν τη στάχτη απ’ το τσιγάρο, / σε μια τεθλιμμένη εξοχή,/ κάτω απ’ το ελλειπτικό φεγγάρι. («Μια σταγόνα άνοιξης», σ. 15)

Η ποιητική φωνή περπατά μια σκληροτράχηλη και επώδυνη πορεία που φέρει ενσώματη την εμπειρία του παρελθόντος και την προσμονή για ένα μέλλον πιο ταιριαστό, πιο κατάλληλο, οπότε οι συνθήκες θα της επιτρέψουν να βρεθεί ξανά με τα αγαπημένα της πρόσωπα. Παράλληλα, επουλώνει τις πληγές της επιστρέφοντας συχνά στον δικό της κήπο της Εδέμ, που δεν είναι άλλος από τα παιδικά της χρόνια, τα άμεσα συνυφασμένα με τον γενέθλιο τόπο της. Έναν τόπο που φέρνει νοσταλγικά στον νου χρόνια χαρούμενα και ξέγνοιαστα γεμάτα από την αθωότητα και την αφέλεια της παιδικής ηλικίας. Όμως, ο διαβατάρικος χρόνος κουβαλά μαζί του πολλή σκόνη και πολλή σιωπή. Και οι αγγελικές μορφές τού άλλοτε, τώρα είναι κλεισμένες στο κουτί της λήθης και το παλιό σπίτι, στο ομώνυμο ποίημα, το οποίο υπήρξε πηγή χαράς και γαλήνης, τώρα ρημάζει απαρηγόρητο. Οι σαύρες απρόσκλητοι επισκέπτες λιάζονται/στα κουφάρια του σπιτιού μου./ Εκεί που κάποτε αγκαλιά κοιμήθηκα/ με μυρωδιές και ήχους./ Εκεί που παίχτηκε με δανεισμένα σκηνικά/ η παράσταση μιας αργόσυρτης ταινίας. («Το παλιό μου σπίτι», σ. 19)

Το ποιητικό υποκείμενο θυμάται τη γαλάζια ποδιά των σχολικών χρόνων, τα ξύλινα θρανία, τον διχασμό ανάμεσα σε καθαρεύουσα και δημοτική, τα παιχνίδια στην αυλή, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, της γαζίας τ’ άρωμα και του γιασεμιού το χρώμα. («Θυμάσαι;», σ. 22-23). Θυμάται τον πρώτο μεγάλο έρωτα, τον σαρωτικό, εκείνον που μεταμορφώνει, εκείνον που ποτέ δε λησμονιέται. Θυμάται τις πρώτες αναζητήσεις, τις προσδοκίες αλλά και τις ματαιώσεις. Τις πολλές φορές που χρειάστηκε να πέσει, για να σηκωθεί, τις πολλές φορές που έπρεπε να πονέσει, για να μάθει. Οι θύμησες επιστρέφουν ξανά και ξανά δοσμένες με χειροπιαστές εικόνες, συνθέτοντας μια ποίηση ρομαντική και αισθητηριακή. Ανεβαίνοντας τον ανηφορικό δρόμο του χρόνου, η ποιητική φωνή έμαθε να ξεχωρίζει τα σημαντικά, να απολαμβάνει την ομορφιά γύρω της και με στωικότητα να συνεχίζει τη δική της πορεία. Μα εγώ αγαπώ τα περιστέρια./ Και τον δρόμο./ Ειδικά τον δρόμο./ Έμαθα να τον διαβάζω./ Έμαθα τις λακκούβες της ασφάλτου/ και τα απρόσμενα «σ’ αγαπώ, Μαρία!»/ στην άκρη των δαχτύλων./ Διαβάζω και τα βήματα./ Αυτά που κολλάνε στα χέρια/ και σε κάνουν να ονειρεύεσαι./ Διαβάζω και εκείνο το γου γου των περιστεριών,/ τον ήχο του ερωτικού τους οίστρου./ Αυτόν που ζευγαρώνει η ημέρα,/ τον φυτεύεις στην καρδιά/ και προχωράς τη νύχτα. («Ο δρόμος με τα περιστέρια», σ. 28).

Η Παλαπάνη αφουγκράζεται την ηχώ των λέξεων τα βράδια της σιωπής μαζί με την καυτή ανάσα/ των παθιασμένων ονείρων («Οι λέξεις τη νύχτα», σ. 29) και διαπιστώνει, αν και δεν το ομολογεί άμεσα, ότι δεν αξίζει κανείς να κρατά ομπρέλα, για να προστατευθεί από τη βροχή της μνήμης, όπως και τα δάκρυα του χειμώνα δεν είναι ικανά να εμποδίσουν την άνοιξη να έρθει. Αντίθετα, απέναντι σε καθετί εφήμερο και παροδικό, η βαθιά ριζωμένη μοναξιά τής σιωπής εγκυμονεί την πιο ανεπιτήδευτη αλήθεια, κάνοντας την ποιητική φωνή να αναριγεί, εντείνοντας τον αισθητηριακό χαρακτήρα του ποιητικού της λόγου. 

Περνώντας στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, η οποία φέρει τον τίτλο “Κοχύλια της αυγής σε ψάθινο καπέλο” ο λόγος εξακολουθεί να διακρίνεται για τον υπαρξιακό στοχασμό του, ωστόσο γίνεται περισσότερο ερωτική η ποίηση, ενώ παρεισφρέει διακριτικά το μεταφυσικό στοιχείο, η μεταφυσική αγωνία. Η Παλαπάνη εξυμνεί την ομορφιά της ζωής και του έρωτα, με τον τελευταίο να φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν. Εντούτοις, η θύμησή του εισβάλλει στο ροζιασμένο παρόν προκαλώντας ανατριχίλα. Εδώ ανιχνεύεται ανεπαίσθητα μια ανησυχία για το επερχόμενο τέλος.  Και γίνεται η ζωή χρόνος αργυρός, πολύτιμος,/ που λάμπει και πλανεύει./ Το δέρμα τότε αναριγεί σε εκείνο/ το ανεπαίσθητο άγγιγμα και φλέγεται ξανά/ σε όλους τους τόνους της ζωής,/ γιατί δεν ξέρει αν αυτό θα είναι το τελευταίο χάδι. («Ζωή», σ. 36-37)

Η ανησυχία αυτή επιτείνεται στο ποίημα «Το αντάμωμα» (σ. 38), όπου διαβάζουμε: Είναι εκείνο το αντάμωμα της ζωής με τον θάνατο/ στον τελευταίο ανασασμό της./ Το έσχατο προσκύνημα/ στην ομορφιά της ύπαρξης,/ που αντιλαμβάνεσαι έστω την ύστατη στιγμή/ το θαύμα της ζωής./ Γιατί, να το ξέρετε, ο θάνατος είναι πάντα/ πιο κοντά στη ζωή,/ γιατί είναι αυτός που μέσα από το αναπόφευκτο,/ της προσδίδει τη χαμένη της αξία και αίγλη. Αυτό το αντάμωμα της ζωής με τον θάνατο ενισχύεται και από το μελαγχολικό φόντο κάποιων ποιημάτων, εκεί που τα γκρίζα απογεύματα του φθινοπώρου συνάδουν με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι στιγμές της περισυλλογής και της αποτίμησης μοιάζουν να υποσκάπτουν την ψυχική ισορροπία του ποιητικού υποκειμένου και να το οδηγούν προς τη θλίψη και την ψυχή να μένει μετέωρη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στη λογική και το συναίσθημα, στην ελπίδα και τη διάψευση («Διλήμματα», σ. 39).

Οι ώρες του αναστοχασμού στην ποίηση της Παλαπάνη συμπίπτουν με τις ώρες του δειλινού, όταν ο ήλιος βασιλεύει και η σελήνη δειλά και ισχνά προβάλλει στον ουρανό. Τα χρώματα του δειλινού, κυρίως το κόκκινο και το μοβ, μοιάζουν να ισορροπούν μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ ευτυχίας και πένθους. Ακόμα και ο ερχομός του θανάτου μοιάζει πιο πρόσφορος την ώρα του δειλινού. Από την άλλη τα μεσάνυχτα με την εκκωφαντική τους ησυχία, κάνουν τους παλμούς της καρδιάς να ακούγονται εντονότερα. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος στο δέρμα του κεντά/ με μαύρο τις πληγές, με κόκκινο τα λάθη. […] Είναι η ώρα που το εφικτό αλλάζει ρούχα. («Μεσάνυχτα και κάτι», σ. 42)

Προχωρώντας την ανάγνωση, συναντούμε ποιήματα αφιερωμένα στην ομορφιά της πρώτης νιότης, στον πολλά υποσχόμενο Αύγουστο με τις μεγάλες προσδοκίες, στις φθίνουσες ώρες των ονείρων κατά τον Σεπτέμβρη με το σταχτοκίτρινο χρώμα του φθινοπώρου να ενταφιάζει το ερωτικό καλοκαίρι. Συναντούμε ποιήματα που ανασαίνουν τις ώρες της σιωπής, περιθάλπουν τη μνήμη, πληγώνονται από την απουσία αγαπημένων προσώπων και γητεύουν τις λέξεις, για να τις προσφέρουν αντίδωρο στα χείλη των διψασμένων. Ποιήματα που πάλλονται χάρη στις απτές εικόνες και την εξακτίνωση των συναισθημάτων που προκαλούν στον αναγνώστη. 

Στην τελευταία ενότητα της συλλογής που επιγράφεται “Άνθρωποι και ίσκιοι” κυριαρχεί η κοινωνική ματιά της Παλαπάνη που αποκαλύπτει την ευαισθησία της για τους ανθρώπους που δοκιμάζονται και τη στράτευσή της με τους ανθρώπους του μόχθου. Η ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια τίθενται στο προσκήνιο, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν από τα ποιήματα και τούτης της ενότητας ο λυρισμός και ο υπαρξιακός στοχασμός. 

Ωστόσο, σε αυτήν την ενότητα η γραφή της ποιήτριας ξεφεύγει από το προσωπικό βίωμα και αγγίζει περισσότερο ιστορίες άλλων ανθρώπων. Ανθρώπων που έχουν ζήσει τον πόλεμο, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά, τα συρματοπλέγματα. Ανθρώπων που έχουν ζήσει στο πετσί τους την κοινωνική αδικία, ενώ παράλληλα αναφέρεται και στην καλή τύχη της δικής της γενιάς. Μιας γενιάς που δεν γνώρισε τα δεινά του πολέμου και του εμφυλίου, τα δεινά της Κατοχής, αλλά μπόρεσε και έζησε για λίγο χρόνια ξέγνοιαστα. Έζησε, ωστόσο, τα δεινά της δικτατορίας και τη λυτρωτική πτώση της βασιλείας και πίστεψε, στην αρχή τουλάχιστον, στα ελπιδοφόρα μηνύματα της Μεταπολίτευσης. Όμως, η διάψευση ήρθε γρήγορα και τα δεινά απλώς άλλαξαν μορφή: Είναι πολύ τυχερή η δική μου η γενιά./ Ό,τι κέρδισε τον καιρό της σύγκρουσης,/ την εποχή της νίκης,/ το έχασε στα πέναλτι/ στου χρηματιστηρίου το τέρμα./ Πουλήθηκαν οι μετοχές, τα δημόσια λιμάνια,/ χρήμα έγινε το νερό, κέρδος το καμένο δάσος./ Μια κιμωλία έμεινε κι ένα ραγισμένο ράντζο./ Μια μνήμη μπάσταρδη,/ μια ποίηση γυμνή/ στου Προκρούστη το κρεβάτι. («Είναι πολύ τυχερή η δική μου η γενιά», σ. 64-65) 

Και τώρα αυτή η ίδια γενιά βλέπει τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους να γιγαντώνονται και πάλι, με αποκορύφωμα τη γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα. Βλέπει ανθρώπους να υποφέρουν, να ζουν στην ανέχεια, να χάνουν τα σπίτια τους, να χάνουν τη γη τους. Βλέπει παιδιά να λιμοκτονούν και να διασχίζουν τη θάλασσα του αίματος. Βλέπει την ιστορία να επαναλαμβάνεται, όχι ως φάρσα, αλλά ακόμα πιο στυγερά και αδυσώπητα. Η ποιήτρια απέναντι στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπου και το κούρσεμα των πατρίδων στον βωμό των οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων, καταθέτει μουδιασμένη τον δικό της οβολό στο κυτίο μιας ανθρωπιάς ξηλωμένης. Ένα φιλί κι εγώ αναζητώ./ Διαμπερές σαν το τραύμα./ Κρυστάλλινο./ Ένα φιλί για τα νεκρά παιδιά της Γάζας./ Για να ξυπνήσουν/ και να φτύσουν/ την πείνα και τον θάνατο/ στα κερωμένα πρόσωπά μας. («Δεν είναι παραμύθι ο θάνατος», σ. 68-69)

Τα τρία τελευταία ποιήματα της ενότητας και του βιβλίου αποκρυσταλλώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όσα συνιστούν την ποιητική της Δήμητρας Παλαπάνη. Στο «Μα αργεί και αυτή η άνοιξη» (σ. 78-79) η απελευθέρωση της ψυχής, το σπάσιμο των δεσμών και των συνόρων, η ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων και η ειρήνη αποτελούν το αίτημα, ώστε τα όνειρα να γίνουν πραγματικότητα. Ολοκληρώνεται με τους στίχους Μα αργεί και αυτή η Άνοιξη με τα αληθινά της/ χρώματα να έρθει./ Εκείνη η Άνοιξη η ιδανική, που ονειρεύονται/ της γης οι Μαγιακόφσκι. Το πάγιο αίτημα των λαών για την κοινωνική ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. 

Το θεμελιώδες αίτημα, το οποίο στο προτελευταίο ποίημα «Προδομένες προσδοκίες» (σ. 80), εκφράζεται με τους αδιάκοπους αγώνες των λαών και τους στίχους: Περπατάμε ακόμη κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο./ Αβόλευτοι μες στο λιοπύρι./ Άγρυπνοι με τα χέρια παγωμένα δίπλα/ στη φωτιά,/ μέχρι να ξημερώσει. Στίχους που μας φέρνουν στον νου τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου και τους δικούς του στίχους:  Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,/ αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,/ αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. 

Το τελευταίο και ομώνυμο ποίημα, «Εκεί που στάζει η ζωή» (σ. 81), αποτελεί την πεμπτουσία της ποίησης της Παλαπάνη. Μιας ποίησης διάπυρης που βηματίζει στον άξονα του χρόνου κοιτώντας νοσταλγικά το παρελθόν και θαρρετά το μέλλον. Μιας ποίησης που κοιτάζει μακριά κάνοντας το δάκρυ της δύναμη και την πληγή της προσμονή. Εκεί που στάζει η ζωή στάλα στάλα. […] Εκεί σφαλίζουν τα μάτια το φως της προσμονής./ Εκεί κι η ελπίδα αναθαρρεί./ Ποτισμένη από την αλμύρα των δακρύων/ και τον λεβεντοανθό της αναστημένης γης.


*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής. Πιο πρόσφατο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή Υπό καθεστώς ομηρίας (εκδόσεις Μετρονόμος, 2025). 


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.