Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε
και κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στα μάτια
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθεια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δεν θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό, τόχουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε
Είμαστε από καλή γενιά.
[Από την ποιητική συλλογή «Ήλιος ο Πρώτος» (1943)]
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 2 Νοεμβρίου 1911. Έζησε στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1914. Η καταγωγή του από τη Λέσβο, η γέννησή του στην Κρήτη, τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων στις Σπέτσες και τις Κυκλάδες, διαμόρφωσαν μια βαθύτατα νησιωτική συνείδηση, που αργότερα στη διασταύρωσή της με τον υπερρεαλισμό δημιούργησε μια ποίηση πρωτότυπη, γεμάτη πλήθος λυρικών εικόνων, αλλά και επαναστατικών δυνάμεων. Μια ποίηση που με άξονα το φως ζήτησε να αποκρυπτογραφήσει το μυστήριο της ύπαρξης. Τελειώνοντας το γυμνάσιο στην Αθήνα, ακολούθησε νομικές σπουδές, ενώ υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στον πόλεμο της Αλβανίας. Εγκαταστάθηκε δύο φορές στο Παρίσι (1948- 1951 και 1969-1971), όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στη Σορβόννη και ήρθε σε επαφή με τους κυριότερους ποιητές και ζωγράφους του εικοστού αιώνα. Το 1979 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έζησε ως το τέλος του βίου του (18 Μαρτίου 1996) αφοσιωμένος στην ποίηση. [Πηγή: Εκδόσεις Ίκαρος]
