«Δάφνες και Πικροδάφνες» του Δημήτρη Κεχαΐδη και της Ελένης Χαβιαρά από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καλαμάτας, σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη.
Του Λέανδρου Πολενάκη
Σαράντα πέντε χρόνια μετά τη συγγραφή του, το 1979, σχεδόν μισό αιώνα, το έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη και της Ελένης Χαβιαρά, «Δάφνες και Πικροδάφνες», ένα πανόραμα των πολιτικών ηθών και εθίμων του τόπου μας, όχι μόνο μοιάζει, αλλά εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επίκαιρο.
«Η ποιητικότητα του Κεχαΐδη και ο σαρκασμός της Χαβιαρά», μεταφέρω από το σημείωμα του σκηνοθέτη στο πρόγραμμα, «τρία μαγνητόφωνα και μια γραφομηχανή, τέσσερα χρόνια συγγραφής και πολλά περισσότερα της κοινής τους ζωής, μας χάρισαν ένα θεατρικό αριστούργημα, όπως σημειώνει ο τύπος της εποχής».
Η υπόθεση: Τέσσερις κομματάρχες, παραμονές των εκλογών, μηχανορραφούν, μπλοφάρουν και συνωμοσιολογούν στη φθαρμένη τσόχα της δημόσιας ζωής μας, «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια καρέκλα», μεταφέρω πάλι από το σημείωμα του προγράμματος. «Κάπου, σε ένα δωμάτιο της Αρκαδίας, που κουβαλάει υπαινικτικά και περιπαικτικά όλα τα μεταπολεμικά μας τραύματα, μετουσιώνοντάς τα, όμως, σε σκηνικά θαύματα. «Άλλωστε το γέλιο», όπως πιστεύει ο ίδιος ο θεατρικός συγγραφέας, «είναι η μεγαλύτερη περιφρόνηση προς τον χρόνο»».
Εφέτος, που συμπληρώθηκαν πενήντα και ένα χρόνια από τη γραφή του, με την απόσταση του χρόνου μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά πίσω από τη νατουραλιστική, σχεδόν φωτογραφική επιφάνεια του έργου τον σκοτεινό πυρήνα του, που δεν είναι άλλος από τον βυθισμένο μηχανισμό μιας αόρατης και ανήκουστης ανεστραμμένης γλώσσας, η οποία κινεί τα νήματα της ζωής και δράσης των ανθρώπων. Η σάτιρα των πολιτικών ηθών και εθίμων είναι μόνο το πρόδηλο στοιχείο του έργου και προηγείται των λέξεων που το αποτελούν. Το άδηλο στοιχείο βρίσκεται κρυμμένο πίσω από τις λέξεις, ή μάλλον θαμμένο κάτω από αυτές.
Τα έργα του Κεχαΐδη και της Χαβιαρά είναι, με άλλα λόγια, πέρα από κάτι άλλο, μια γλώσσα, ένας κώδικας με φανερά σημαίνοντα και άφαντα σημαινόμενα. Ένας χάρτης ανάγλυφος με βαθιές ρηγματώσεις, ενός αχαρτογράφητου ναρκοπέδιου του λόγου και ταυτόχρονα ένα παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα στα δύο επίπεδα της προφορικής γλώσσας, εκείνο που προφέρεται ως γλώσσα και εκείνο που αναφέρεται στα πράγματα ή στην ίδια τη γλώσσα, που είναι, επίσης, ένα πράγμα. Γλώσσα – λαλιά και γλώσσα – μνήμα ή μνήμη της γλώσσας, όπου εμπλέκεται κατ’ ανάγκη ο χρόνος μας, ολισθαίνοντας επάνω στις κλίσεις των επιθέτων, ακολουθώντας τις πτώσεις των ονομάτων, πάσχοντας τα πάθη του ρήματος που είναι η σαρξ εκ της σαρκός της γλώσσας.
Οι ήρωες όλων των έργων του Κεχαΐδη και της Χαβιαρά, συμπεριλαμβανομένου του «Δάφνες και Πικροδάφνες, είναι τελικά η παγιδευμένη στον εαυτό της γλώσσα τους, χωρίς καμμία διέξοδο στον λόγο. Άβουλοι και μοιραίοι, δαιμονικοί και γελοίοι ταυτόχρονα οι τέσσερις πολυπράγμονες, λαλίστατοι κομματάρχες, ο Τάσος, ο Κώστας, ο Βασίλης και ο Αλέκος που μοιράζουν τη σημαδεμένη τράπουλα, οδηγούνται νομοτελειακά, μαζί με εμάς που τους πιστέψαμε, στο χάος μιας τυχαίας, απειροστικής γλωσσικής δομής η οποία προέκυψε από την αρχική «πειραγμένη» ζαριά των Θεών ή της μοίρας και «λέει» τα πάντα χωρίς να σημαίνει τίποτε.
Έκανα αυτήν τη μακροσκελή εισαγωγή για να δείξω πόσο δύσκολη είναι η προσέγγιση των έργων του Κεχαΐδη με την ψευδονατουραλιστική, «φωτογραφική» επιφάνεια, που κρύβει στο βυθό της το ναυάγιο όλων των προσδοκιών και ελπίδων μας, ότι η τυφλή πίστη στον Ορθό Λόγο θα μπορούσε, ίσως, κάποτε, να μας λυτρώσει από τη γραφειοκρατία του ίδιου του μυαλού μας. Ή, όπως λέει ο μεγάλος Γιώργος Σεφέρης, «Ήρθε η στιγμή της πληρωμής και ακούγονται νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι…».
Η παράσταση που περιοδεύει και την παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα, σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη, είδε το έργο πέρα από τον λεκτικό, επικοινωνιακό του κώδικα, σαν ένα ηχητικό γλωσσικό δρώμενο, ένα εσωτερικό δράμα, μια παθολογία της ίδιας της γλώσσας. Η σκηνοθεσία κατόρθωσε να αποτυπώσει ομοιοπαθητικά σε θεατρικό χρόνο, αυτό που ονομάζουμε «απροσδιοριστία» των ηρώων, με το να τους αφαιρεί τον χρόνο κάτω από τα πόδια και να τους αφήνει μετέωρους μέσα σε ένα σύμπαν άχρονο, έκθετους και ανυπεράσπιστους ανάμεσα στο μυθικό τότε και στο ιστορικό τώρα, ανάμεσα στο μέγα υλικό «τίποτε» και στο ελάχιστο άυλο «κάτι». Ιδωμένους, λες, σαν μέσα από μια θολή, ελαφρά κουνημένη φωτογραφία, να αντιμετωπίζουν το ψυχρό, «εκτελεστικό», δριμύτατο μέλλον που έρχεται με την ακαμψία -και υπεροψία- των πέτρινων αγαλμάτων ενός δημόσιου κήπου μιας μικρής επαρχιακής πόλης. Κάτι οπωσδήποτε εύκολο να το πεις στα λόγια, αλλά ιδιαίτερα δύσκολο να το δείξεις στη σκηνή.
Η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη κατορθώνει να δώσει τη μορφή και τη διάνοια του σκεπτόμενου έργου σύμμικτα και ενιαία, δράμα και κωμωδία ταυτόχρονα, καταμεσής στο αρχαίο μας τρίστρατο του αστείου, παράλογου και τραγικού μεγαλείου συνάμα. Η δουλειά με τους ρόλους είναι υποδειγματική, οι τέσσερις ηθοποιοί που τους ενσαρκώνουν, διδαγμένοι με άκρα επιμέλεια, μπαίνουν στην καθαρή ουσία αποφεύγοντας κάθε νατουραλιστική, επικαιρική ηθογραφική ευκολία. Σε έναν ελληνικά προνομιακό χώρο, όπου το συμβολικό προηγείται μονίμως του πραγματικού… και ό,τι προκύψει.
Σε ένα φανταστικό παιχνίδι «πόκας», ο Φίλιππος Σοφιανός (Βασίλης) βαστά στο χέρι θριαμβευτικά τον Άσσο σπαθί, ο Θανάσης Βλαβιανός (Τάσος) βγάζει από το μανίκι ταχυδακτυλουργικά τον Ρήγα κούπα, ο Γιώργος Ζιόβας (Κώστας) μοστράρει άψογα τον Ρήγα σπαθί του και ο Γιάννης Τσουρουνάκης (Αλέκος) ρίχνει αιφνιδιαστικά στο τραπέζι τον Άσσο Κούπα. Η παρτίδα συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα σκηνικά της Ναταλίας Αστυπαλίτη και τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα «συνομιλούν» φιλικά με το έργο. Οι φωτισμοί του Μάνου Καρατζογιάννη είναι οργανικό μέρος της σκηνοθεσίας του.
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες
