Κινηματογραφικές σεκάνς με άρωμα καρπουζιού

Της Κατερίνας Λιάτζουρα

Το νέο ποιητικό βιβλίο της Κλεονίκης Δρούγκα με τίτλο Κουκούτσια από καρπούζι είναι η τέταρτη ποιητική της συλλογή, που κυκλοφορεί φροντισμένη -και αυτή- από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, με ένα ωραιότατο έργο ζωγραφικής του Γιάννη Παπαγιάννη να κοσμεί το εξώφυλλο. Το Κουκούτσια από καρπούζι είναι ένα ώριμο και συναισθηματικά φορτισμένο έργο, που απλώνεται σε τρεις πράξεις και ξετυλίγει με λεπταίσθητο τρόπο το κουβάρι της μνήμης, της ενηλικίωσης και της αναζήτησης του εαυτού μέσα από τον καθρέφτη της παιδικής ηλικίας και της νοσταλγίας. 

Από τον τίτλο κιόλας, προϊδεάζεται ο αναγνώστης για έναν ποιητικό κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στην απλότητα του καθημερινού και τη βαθιά υπαρξιακή αναζήτηση. Το κουκούτσι, μικρό αλλά σκληρό, κρύβει μέσα του μια δυναμική, έναν σπόρο μελλοντικής ζωής — μα ταυτόχρονα είναι και κάτι που πετάμε, που αποφεύγουμε. Όπως ακριβώς και οι μνήμες: άλλοτε τις φυλάμε, άλλοτε τις απορρίπτουμε γιατί πονάνε. Και το καρπούζι; Το απόλυτο σύμβολο του καλοκαιριού, της παιδικής ξεγνοιασιάς, των στιγμών που νιώθαμε αθάνατοι με λίγη δροσιά στα χείλη και τους αγκώνες γεμάτους χυμό.

Η δομή του έργου —με την πρώτη και την τρίτη πράξη να περιλαμβάνουν από ένα μόνο ποίημα και τη δεύτερη να χωρίζεται σε τέσσερις θεματικές ενότητες— προσδίδει στο βιβλίο θεατρικό χαρακτήρα, σαν μια εσωτερική παράσταση, μια ψυχική αφήγηση που κορυφώνεται με εσωτερικό ρυθμό. Η πρώτη πράξη λειτουργεί σαν άνοιγμα ψυχής, σαν μια ρωγμή στη σιωπή. Το μοναδικό ποίημα αυτής της ενότητας υπό τον τίτλο «αψού» δίνει τον τόνο: η φωνή είναι άμεση, ειλικρινής, γεμάτη ευαισθησία και προσμονή. Εισάγει τον αναγνώστη σε μια ονειρική διάσταση όπου η ποιήτρια συνομιλεί με το παρελθόν και προετοιμάζει το έδαφος για τη βαθύτερη, σκληρή κατάδυση στο παρόν που ακολουθεί. Η τρίτη και τελευταία πράξη, με το μοναδικό ποίημα, «στο εξοχικό», έρχεται σαν ψίθυρος μετά τη θύελλα. Δεν έχει την ένταση των προηγούμενων ενοτήτων, αλλά λειτουργεί σαν γλυκιά επισφράγιση, σαν τελευταίο βλέμμα σε κάτι που δεν θα επιστρέψει ποτέ, αλλά που ζει μέσα μας.

Η δεύτερη πράξη που είναι και ο κορμός και η καρδιά του βιβλίου, αποτελείται από τέσσερις διακριτές ενότητες, ενωμένες όμως από έναν αόρατο μίτο που διατρέχει το βιβλίο: την επιθυμία της μνήμης και την πικρή γεύση του χρόνου που περνά. Στην πρώτη ενότητα, «Μιλάω για λάφυρα σκληρά», η Δρούγκα ανασύρει εικόνες παιδικές, που όμως έχουν στιγματιστεί από το τραύμα. Εδώ η ποίηση θυμίζει αποσπάσματα ημερολογίου που γράφτηκαν στο πίσω μέρος μιας σχολικής φωτογραφίας. Τα λάφυρα δεν είναι τρόπαια χαράς, αλλά στιγμές που άφησαν σημάδι —ένα βλέμμα σκληρό, μια απώλεια, μια ντροπή— και τώρα γίνονται λέξεις. Η παιδική ηλικία εμφανίζεται όχι ως χαμένος παράδεισος, αλλά ως σύνορο ανάμεσα στο πριν και στο μετά, ως έδαφος μυστηριώδες και διφορούμενο. Αντίθετα, η δεύτερη ενότητα «Κάποτε μεγαλώνεις (ή μήπως όχι)» έρχεται σαν αντίστιξη, με μια πιο ειρωνική, σχεδόν παιχνιδιάρικη διάθεση. Εδώ κυριαρχεί η αμφιβολία: τι σημαίνει άραγε να μεγαλώνεις; Μήπως δεν σταματάμε ποτέ να κουβαλάμε το παιδί μέσα μας; Η Δρούγκα με χιούμορ αλλά και βαθιά τρυφερότητα αποδομεί τις βεβαιότητες της ενηλικίωσης. Παίζει με τη γλώσσα και τα στερεότυπα, δημιουργώντας ένα υβρίδιο μεταξύ εσωτερικού μονολόγου και ποιητικής πρόζας. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει ξανά τη ματιά του παιδιού, εκείνη τη ματιά που στέκεται πάνω στο πιο ασήμαντο αντικείμενο και του δίνει αξία. Στην τρίτη ενότητα, «Φωνή έρωτα αποκάλυψης», η ποιητική φωνή ωριμάζει. Ο έρωτας, που δεν παρουσιάζεται ως ρομαντική ουτοπία, αλλά ως ρωγμή, ως εσωτερικό συμβάν, εισβάλλει στις λέξεις με την ένταση της πρώτης αποκάλυψης. Εδώ η Δρούγκα κατορθώνει να συνδέσει το ερωτικό βίωμα με την παιδική μνήμη, σαν ο έρωτας να είναι μια μορφή επιστροφής σε μια αθωότητα που γνωρίζει τον κίνδυνο. Η φωνή της ποιήτριας δεν ζητά κατανόηση αλλά συμμετοχή — μια συγκίνηση που υπερβαίνει τις λέξεις. Η τέταρτη ενότητα, «Τι θυμήθηκα τώρα!», μοιάζει με φινάλε. Εδώ η νοσταλγία ξεδιπλώνεται με πληρότητα, χωρίς μελοδραματισμούς. Τα ποιήματα λειτουργούν σαν παλιά καρτ-ποστάλ, γεμάτα ήχους, μυρωδιές και εικόνες. Η ανάμνηση δεν εξιδανικεύεται, αλλά αποδίδεται με ρεαλισμό και στοχαστικότητα. Η ποιήτρια γνωρίζει πως η μνήμη είναι και καταφύγιο και παγίδα — κι αυτό ακριβώς το διπλό της πρόσωπο είναι που τη μαγεύει.

Το γεγονός ότι κάθε ποίημα στη συλλογή Κουκούτσια από καρπούζι είναι αφιερωμένο σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο προσδίδει στο έργο έναν έντονα προσωπικό και βιωματικό χαρακτήρα. Οι αφιερώσεις λειτουργούν όχι μόνο ως ενδείξεις ευγνωμοσύνης ή μνήμης, αλλά και ως σημεία αναφοράς μέσα στον ποιητικό χάρτη της Δρούγκα — σαν φάροι που φωτίζουν τα συναισθηματικά τοπία της κάθε ενότητας. Κάθε πρόσωπο αποτελεί ένα σύμβολο, μια πύλη σε έναν ολόκληρο κόσμο σχέσεων: παιδικών φίλων, συγγενών, πρώτων ερώτων ή ακόμη και ανθρώπων-στιγμών, που άφησαν ένα αποτύπωμα στη ζωή της ποιήτριας. Οι αφιερώσεις προσδίδουν στα ποιήματα μια αίσθηση διαλόγου και συμμετοχής· μετατρέπουν τη μνήμη από ατομικό βίωμα σε συλλογική εμπειρία. Καθιστούν τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή της Δρούγκα φορείς ενός ευρύτερου νοήματος: προσωποποιήσεις εποχών, αισθήσεων, μεταβάσεων. Είναι σαν κάθε κουκούτσι να περιέχει μέσα του όχι μόνο μια ανάμνηση, αλλά και έναν άνθρωπο που της έδωσε μορφή· εξάλλου σε αυτούς τους ανθρώπους αφιερώνει η ποιήτρια το ποιητικό της βιβλίο: «Στις φίλες και τους φίλους/ που μαζί τους ξεκίνησα και μαζί τους συνεχίζω/ -ν’ αφιερωθώ παρά να αφιερώσω»

Η ποιητική γραφή της Κλεονίκης Δρούγκα φέρει έντονες επιρροές από την κινηματογραφική τέχνη, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη, αφού η ίδια διδάσκει σενάριο στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Η αφηγηματική ροή των ποιημάτων θυμίζει συχνά κινηματογραφικά καρέ: μικρές, πυκνές σκηνές, με αισθητική ακρίβεια και ρυθμό που παραπέμπει σε μοντάζ. Οι εικόνες της έχουν σωματικότητα και ένταση, σαν να έχουν συλληφθεί από φακό κάμερας. Η ποίηση της Δρούγκα δεν περιγράφει απλώς, σκηνοθετεί. Ενσωματώνει το στοιχείο του χώρου και του χρόνου με κινηματογραφική ευαισθησία, δημιουργώντας ατμόσφαιρες που θυμίζουν σινεμά των αναμνήσεων — εκείνο το υβρίδιο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Επιπλέον, η δομή της συλλογής σε τρεις πράξεις υποδηλώνει συνειδητή χρήση δραματουργικής αρχιτεκτονικής, ενισχύοντας την αίσθηση ότι κάθε ποίημα είναι μέρος μιας εσωτερικής αφήγησης με ρυθμό, ένταση και λύση. Η επίδραση της κινηματογραφικής γραφής δεν λειτουργεί απλώς ως τεχνική επιλογή, αλλά ενσωματώνεται οργανικά στη φωνή της ποιήτριας, προσδίδοντας στα ποιήματα της έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, όπου το βλέμμα γίνεται εργαλείο μνήμης και η λέξη αποκτά τη δύναμη του πλάνου. 

Η Κλεονίκη Δρούγκα, με το Κουκούτσια από καρπούζι , μας χαρίζει ένα βιβλίο που δεν προσφέρει απαντήσεις, αλλά γεννά συναισθήματα. Με γλώσσα απέριττη και ευαίσθητη, φέρνει στο προσκήνιο τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην παιδική ανεμελιά και τη σκληρότητα του χρόνου. Η συλλογή της είναι μια ωδή στη μνήμη, ένα βλέμμα πίσω που δεν φοβάται τον πόνο, αλλά τον μεταστοιχειώνει σε τέχνη. Ένα βιβλίο που διαβάζεται σαν καλοκαιρινό απόγευμα: με νοσταλγία, με ηρεμία, με λίγη θλίψη και πολλή καρδιά.


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.