Ένα ρέκβιεμ για την «Αγία Ελληνική οικογένεια»

Φωτογραφία: Άννα Μαρία Πετροπούλου

«Μνήμη θολή» της Άννας Βαγενά, στο «Θέατρο Μεταξουργείο».

Του Λέανδρου Πολενάκη

Θέμα του έργου με τον τίτλο: «Μνήμη θολή», που έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνιστεί η Άννα Βαγενά στο «Θέατρο Μεταξουργείο», δεν είναι η νόσος του Αλτσχάιμερ, όπως υπαινίσσεται ο μάλλον παρελκυστικός τίτλος.  Το θέμα του έργου βρίσκεται αλλού· είναι η «αγία ελληνική οικογένεια» σε όλες τις εκφάνσεις της, με τα δικά της θύματα ενός ακήρυκτου εμφύλιου, ατέρμονος ενδοοικογενειακού πολέμου ανάμεσα στα μέλη της, χωρίς νικητές και ηττημένους. Ή μάλλον μόνο με ηττημένους, τα πιο αδύναμα μέλη της. Θέμα του έργου είναι τα «εν φιλίαις πάθη». Πρόκειται δηλαδή για μια μικρή οικογενειακή «τραγωδία δωματίου», πάντοτε με την αόρατη παρουσία μιας παντοδύναμης Μοίρας και χωρίς να επέρχεται στο τέλος αυτό που κοινώς ονομάζουν: «κάθαρση», χωρίς πλήρη συνείδηση του τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει αυτή η μικρή λέξη.

Με το φαινόμενο της ελληνικής οικογένειας έχουν ασχοληθεί και άλλα νεοελληνικά έργα, αλλά αυτή είναι η πρώτη σχεδόν φορά, πιστεύω, που το ζήτημα αντιμετωπίζεται σφαιρικά και ολοκληρωτικά, μάλιστα σε ένα έργο κατασκευαστικής δεινότητας.

Έχουμε και λέμε, λοιπόν. Μία σειρά από οικογενειακές «αμαρτίες», που η μία φέρνει την άλλη: μια γυναίκα που εγκαταλείπει σπουδές και καριέρα για να γίνει σύζυγος και, ιδίως, μητέρα. Ο σύζυγός της, που ολοκληρώνει τις σπουδές του με τη στήριξή της και εξελίσσεται σε υπερόπτη καθηγητή πανεπιστημίου. Ο γιος τους, που θέλει να εγκαταλείψει σπουδές του, οι οποίες κατά τεκμήριο εξασφαλίζουν έναν άνετο βίο, για να ασχοληθεί με τη μουσική. Έρχεται γι’ αυτό σε σύγκρουση σφοδρή με τον άτεγκτο πατέρα, φεύγει νύχτα με τη μηχανή του συγχυσμένος και σκοτώνεται σε τροχαίο. Κάτι που, ευφυώς, δεν μας αποκαλύπτεται στην αρχή του έργου, αλλά στο τέλος. Το Αλτσχάιμερ της μητέρας, ως παράγωγο του πένθους για την απώλεια του γιου, η δίκαιη επίρριψη της ευθύνης στην ισχυρογνωμοσύνη του πατέρα και η φυγή της από την οδυνηρή πραγματικότητα, με την επιλεγμένη απώλεια της μνήμης. Ο αναγκαστικός εγκλεισμός της σε ίδρυμα, η απόδρασή της, η νυχτερινή περιπλάνηση στην αφιλόξενη Αθήνα και η τυχαία σωτήρια συνάντησή της με τον ξένο, άστεγο μετανάστη, που δεν μιλά και που ονειρεύεται το πατρικό του περιβόλι με τα φρούτα. Μία νεαρή φοιτήτρια, τέλος, που μπήκε με όνειρα στο πανεπιστήμιο, που δεν κρύβει τη φιλοδοξία της να κερδίσει «με το σπαθί της» τη ζωή της, επειδή πνίγεται μέσα στις μωροφιλοδοξίες και τη μικρόνοια της δικής της μητριαρχικής οικογένειας. Που αηδιάζει για τις υποχωρήσεις που πρέπει να κάνει ως γυναίκα για να προχωρήσει, και που κεντρίζει η ίδια τη μοίρα της, ερχόμενη από αντίδραση σε ερωτική σχέση με τον παντρεμένο καθηγητή της, τον οποίο προκαλεί, κυνηγός που γίνεται θήραμα, για να πιαστεί στο τέλος στην παγίδα που στήνει η ίδια. Τέσσερα πρόσωπα και η αόρατη, πανταχού παρούσα, μοίρα που τους παραμονεύει. Με το λυτρωτικό ξέσπασμα της φοιτήτριας στο τέλος, που αφήνει το έργο ανοιχτό σε όλα τα ενδεχόμενα και σε όλες τις εκδοχές. Και με την παραδοχή του πατέρα-εραστή-καθηγητή της δικής του δειλίας, να πάρει εγκαίρως τη ζωή στα χέρια του.

Το ελληνικό έργο της Άννας Βαγενά, επιμένω ότι είναι πλατύτερο, βαθύτερο και σίγουρα οικουμενικότερο από το αντίστοιχο, συγγενικό εποχικό δράμα του Ντέηβιντ Μάμετ («Ολεάννα»), το οποίο, με όλα όσα συμβαίνουν στην αληθινή ζωή και το υπερβαίνουν, έχει χάσει πια την αρχική του ορμή και δύναμη.

Για να έρθω στην παράσταση, η σκηνοθεσία της Άννας Βαγενά είναι προσεγμένη και φινιρισμένη ως την παραμικρή λεπτομέρεια, με τις λέξεις ζυγισμένες ακριβοδίκαια ώστε να παράγουν το αντίστοιχο δυναμικό που ολοκληρώνει κομμάτι-κομμάτι το ψηφιδωτό λόγου-εικόνας προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων. Η απόδοση των ρόλων είναι εξαιρετική, με προεξάρχουσα την ίδια την Άννα Βαγενά, συναρπαστική στον κύριο ρόλο της πάσχουσας συζύγου, μητέρας, γυναίκας. Ο Νίκος Χατζηπαπάς είναι λιτός και καίριος, αποδίδοντας χαρισματικά τον σύζυγο-πατέρα-καθηγητή, με το μετέωρο βήμα και βλέμμα στο κενό και με το αινιγματικό, πάντοτε, αρχαϊκό μειδίαμα. Η Μαριάννα Μαυριανού στο ρόλο της φοιτήτριας είναι μονολεκτικά έξοχη, με το δικό της μετέωρο χαμόγελο αρχαϊκής κόρης-σφίγγας και με αφοπλιστική την τελευταία της ατάκα-κραυγή μιας προδομένης αθωότητας. Τα θαυμάσια video της ίδιας αποτελούν οργανικό μέρος της σκηνοθεσίας. Ο χαμηλότονος Wasaf Butt(άστεγος μετανάστης) είναι περισσότερο από επαρκής, πλήρης. Οι μουσικές του Λουκιανού Κηλαηδόνη, κόσμημα, είναι ένας ολόκληρος υπόγειος κόσμος, σφύζων από ζωή. Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα συνομιλούν με τη ροή της παράστασης.


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.