Γιώργος Μολέσκης: η ποιητική καθοσίωσης της σιωπής

Μικρό αφιέρωμα στην ποίηση του Γιώργου Μολέσκη.

Του Κώστα Γουλιάμου

Μια καθόλα διακεκριμένη θέση στην ελληνόφωνη λογοτεχνία της τελευταίας τουλάχιστον 50ετίας κατέχει ο ποιητής Γιώργος Μολέσκης από την Λύση της Κύπρου. Με σπουδές στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας και στο Lomonosov State Moscow University, ο Μολέσκης είναι από τους ελάχιστους ποιητές που μετουσιώνουν τον συγκινησιακά τεταμένο και ουσιαστικά βιωμένο χρόνο σε οντολογία αισθητικής.

Ο ποιητικός τρόπος του Γιώργου Μολέσκη είναι συνειρμικός. Διακρίνει κανείς μια αλληλουχία συναισθημάτων, σκέψεων, αναμνήσεων και εικόνων που ξεδιπλώνονται με ύφος κινηματογραφικό. Σε όλες σχεδόν τις συλλογές του αποτυπώνεται η ευδιάκριτη κινηματογραφική εκδοχή του δεσμού εικόνων, κενού και σιωπής. Η ίδια η αφήγησή του διευρύνει τον ορίζοντα μεταξύ χρόνου και εικόνας σε μια εκ νέου επεξεργασία. Και αυτός ο ορίζοντας εμπεριέχει αισθητηριακές (και μη) διαστάσεις σιωπής, τις οποίες η ανάγνωση καλείται να συν-διαμορφώσει ή/και να μεταμορφώσει σε αισθητική εμπειρία. Αποκαλύπτει τη δύναμη της σχέσης της σιωπής με τα άλλα κομμάτια της έμπλεης συναισθημάτων και συμβολισμών –νοητικών και ψυχικών- αφήγησης, κάτι αντίστοιχο ή ανάλογο με τις κινηματογραφικές σκηνές του Dziga Vertov, του Lev Kuleshov ή του Aleksandr Dovzhenko.

Από πολλές πτυχές, οι φράσεις ή οι εικόνες στο λόγο του Μολέσκη επενεργούν ως ποιητική καθοσίωσης της σιωπής. Όχι βέβαια με την έννοια της στατικότητας, της αδράνειας ή της απόστασης αλλά της εγγύτητας. Κυρίως όμως της νοούσας ενέργειας και τροπής της στοχαστικής φαντασίας σ` αισθητηριακή εμπειρία για την πλήρη ενεργοποίηση των κοινωνικών κι` αισθητικών δυνατοτήτων της σιωπής. Έτσι η θεματική διευρύνεται, καθώς το υφέρπον στοιχείο της σιωπής -ως αφαίρεση/πύκνωση λόγου-, εμπεριέχει όχι μόνο ανθρωπολογικά αλλά και οντολογικά πεδία. Ακόμα και η απλή μνήμη των γεγονότων στη γραφή του Μολέσκη -δια του γόνιμου μυστηρίου της σιωπής- αποκτά οραματική ιδιότητα.

Η δύναμη του σιωπής γίνεται κατανοητή με την επίγνωση της συνειρμικής φύσης του λόγου. Στη ροή των στίχων του Μολέσκη, οι παύσεις αλλά και η μεταφορά από τη μια συναισθηματική ή εικονοποιητική κατάσταση στην άλλη, υποδηλώνουν διαστάσεις και αναλύσεις ενός μικρόκοσμου συμβάντων. Όλη αυτή η μορφολογία παρέχει στην ανάγνωση ιδανική αφορμή για παρατήρηση και προβληματισμό, καθώς ενεργοποιεί τα σιωπηρά σημαίνοντα του στοχασμού, των αισθημάτων, των αισθήσεων και των αισθητικών συμβάντων. Θα έλεγα πως στον Μολέσκη -ίσως πιο διεξοδικά από ελληνόφωνες ομότεχνους του- η σιωπή, είτε με συμβολικό είτε με εξωτερικό ή εσωτερικό μανδύα, διατυπώνεται στην αφήγηση μ’ έντονα δραματική παρουσία. Γενικά ο Μολέσκης στις συλλογές του εκφράζει το διαρκές υπόβαθρο της σιωπής. Για τον ποιητή, δεν είναι η σιωπή ένας κενός χώρος ή μια διανοητική αδράνεια που δεν μπορεί να διεκδικήσει καμία υπόσταση. Τουναντίον, η σιωπή εισβάλλει στον ιστορικό χρόνο, καθιστώντας ουσιωδώς (δια)χρονική τη διαλεκτική σχέση βιόκοσμου κι’ εμπειρίας με την οντολογία της εικονικότητάς τους. Θεωρώ κατά ένα τρόπο βέβαιο ότι αυτη η διαλεκτική σχέση αποτελεί την πιο ειδική βάση της ποιητικής γλώσσας του Μολέσκη. Καθώς η ένταση του λόγου επιβάλλει τ´ ανάλογα συναισθήματα, ο ποιητής χρησιμοποιεί αλληγορικά στοιχεία για να υποδηλώσει αφενός την οντολογία του χρονότοπου, αφετέρου τον παραλογισμό ή τις αντιφάσεις του κόσμου μας.

ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ

Μες στα σκοτεινά πηγάδια και στα βαθιά νερά όπου πρωτογεννιούνται του κόσμου τα στοιχειά,
στης ιστορίας το σκίρτημα, στου μύθου τις πηγές, στων ηφαιστείων τη λάβα, στις άγριες φωτιές,
όπου φωνάζει το αίμα και μιλούνε οι νεκροί τα θεμέλια κείτονται της μνήμης κι οι μικροί θεοί.
Εκεί πηγάδια ανοίγω για το μαγικό νερό και βρίσκω δράκου πόδι, στόμα αχόρταγο.
Η φωνή μου σβήνει σ΄ άγριο βουητό, σε τρόμο για το θάνατο, για το άγνωστο.
Δρόμοι σκοτεινοί της ύπαρξής μου, αδιέξοδοι, μέσα μου φυλακισμένοι, αφιλόξενοι,
θα μιλήσουνε μια μέρα με τη μουσική τους και θ΄ ανοίξουν δίχως λόγια τη μυστική πηγή τους
κι ό, τι έχει μέλλον θα φανεί διάφανο κι ό, τι είναι του θανάτου θα πάει στο θάνατο.

Η οξύτητα των λέξεων (εν προκειμένω: σκοτεινό, φυλακισμένοι, αφιλόξενοι, άγριο κ.ο.κ.), εκλεπτύνεται από την εκφραστικότητα της εικόνας και λεπτομέρειας του χώρου, ισχυροποιώντας έτσι το χαρακτηριστικό της αντιστικτικής γραφής που στον Μολέσκη είναι έντονη. Πρόκειται για ποιητική μορφολογία η οποία, συν τοις άλλοις, διεγείρει την στοχαστική δυναμική, τις εντάσεις, τις τροπικότητες και τις διαθέσεις που συγχρονίζονται ή αλληλο-επικαλύπτονται, βαθαίνοντας την εκφραστική δύναμη του αισθητικού σύμπαντος των εικόνων. Στο έργο του Μολέσκη η αντιστικτική γραφή συνίσταται σε δύο κρίσιμες διαστάσεις: την αγωνία και την επιθυμία.

Πέραν τούτων, η αλληλουχία του βιωμένου χρόνου αλλά και η συνειρμικού χαρακτήρα αφήγηση του Μολέσκη αποτυπώνουν χώρους συνεχούς αστάθειας που χαρακτηρίζονται από αλλεπάλληλα περάσματα και μεταμορφώσεις. Από μια ιστορική συνείδηση που εξελίσσεται διαρκώς, είναι αυτo-αναστοχαστική και, πάντως, βρίσκεται σε κατάσταση κοινωνικής εγρήγορσης. Από την άποψη αυτή η ποιητική του Μολέσκη συνιστά είσοδο στον βαθύτερο κόσμο μιας παράδοξης νεωτερικότητας, με κυρίαρχη την ιδιότητα της μεθοριακότητας, αλλά και του μελαγχολικού και παραμορφωτικού χαρακτήρα της πραγμοποίησης.
Με αυτόν τον τρόπο ο Μολέσκης μας αποκαλύπτεται όχι ως πρόσωπο, αλλά ως Ποιητής που -κοινωνικά κι’ αισθητικά, οντολογικά και υπαρξιακά- διανοίγει χώρους αυτογνωσίας.


15 ποιήματα του Γιώργου Μολέσκη

Επιμέλεια – ανθολόγηση: Κώστας Γουλιάμος 

ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Δίχως όνειρα, δίχως ήρωες, πώς να ζήσει κανείς;
Το μυαλό φορτωμένο με τόσες σπασμένες κολόνες,
κορμούς δένδρων, σπασμένα κόκκαλα… Βουλιάζει.
Απομένει ένα εγκαταλειμμένο σπίτι
με την κάθε του γωνιά φορτωμένη από μνήμες:
Οι πρώτοι στίχοι χαραγμένοι στο γύψο του τοίχου,
το κυπαρίσσι στη μέση της αυλής
με μια παραπλανητική επιγραφή χαραγμένη στον κορμό του:
Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι… Κι αλήθεια,
νύχτες του Καλοκαιριού, φεγγάρι του Αυγούστου!…
Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι μια φορά
μέσα σε πέντε σταγόνες παρθενικό αίμα.
Ωστόσο δε μπορώ να θυμηθώ πού έκρυψα τη φωτογραφία της,
μια αγάπη από καιρό ξεχασμένη.
Κι οι φωτογραφίες των φίλων, πού να ’ναι τώρα που εκείνοι λείπουν;

Ένα μεγάλο κυπαρίσσι στη μέση της αυλής
αγκίστρωνε το περαστικό το φεγγάρι.
Υπάρχουν ελπίδες, μας είπαν, να είναι ζωντανοί,
αδήλωτοι αιχμάλωτοι σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης
ή σε κάποια κάτεργα ουρανίου κι ίσως μια μέρα να γυρίσουν.

Υπάρχουν ελπίδες να ζουν, να εργάζονται,
να βιάζονται να σταθούν στην ουρά για το συσσίτιο,
να δίνουν κουράγιο ο ένας στον άλλο, να τσακώνονται να βρίζονται.
Υπάρχουν ελπίδες πως κι εμείς
θα χαιρετίσουμε μια μέρα τη θάλασσα
με την παλιά γνωστή χειρονομία, κοιτάζοντάς την άπληστα…
Θ΄ αποφύγουμε το θάνατο σ΄ ένα πόλεμο,
τα δηλητηριώδη αέρια, τη ραδιενέργεια…
Το χαράκωμα στη μέση της αυλής
ήταν επικίνδυνο ακόμα και στις απλές βόμβες
και σαν έγερνε η σκιά του κυπαρισσιού
ήταν εκτεθειμένο στο φεγγάρι. Τώρα θυμούμαι,
έκρυψα τις φωτογραφίες των φίλων στο φεγγάρι
κι εκείνη της κοπέλας, έφηβης παρθένας,
μέσα στο χαράκωμα. Τώρα περπατώ γυμνός σε ξένους τόπους.

Θυμούμαι, πίσω στην πατρίδα,
σαν πανιά των καραβιών στημένες οι σκηνές μέσα στον κάμπο
κι ανάμεσά τους ο παππούς σαν τη Γοργόνα
όλο ρωτούσε: «Ζει;…»
Και ποιος έτσι και ποιος αλλιώς:
«Ζει, του λέγαν,
καθώς ταξίδευε το στερνό του ταξίδι.

Μόσχα, 1975

(Από τη συλλογή «Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι», 1980)


ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΕΤΡΕΣ

Κάθομαι και συνομιλώ με τους αδελφούς μου
πάνω σε πέτρες που μας ’ξεραν από παιδιά.
Προσπαθούμε να θυμηθούμε
τα όσα έγιναν στους αιώνες του χωρισμού μας,
τι γνώρισε ο καθένας, τι έζησε και τι ονειρεύτηκε,
να γεμίσουμε το κενό και να σμίξουμε ξανά.

Κάποτε πέφτει σκοτάδι στη μνήμη σαν αυλαία
και σταματά την πράξη,
ένα ποτάμι περνά και μας χωρίζει.
Παύουμε ν’ αναγνωριζόμαστε, μιλούμε άλλες γλώσσες.

Μα έρχονται τούτες οι πέτρες
οι πελεκημένες στα μέτρα των χεριών και του σώματός μας,
οι δουλεμένες στα μέτρα της ψυχής και της γλώσσας μας,
έρχονται οι πέτρες αυτές και μας αναγνωρίζουν.

(Από τη συλλογή «Περαστική Άνοιξη», 1984)


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

Τώρα πια έχουν αλλάξει τόσα πολλά,
μετατοπίστηκαν τα οπτικά σημεία,
μεταβλήθηκαν οι προοπτικές.
Το σπίτι στέκει ή δε στέκει,
άντεξε τις βροχές του περασμένου χειμώνα ή υποχώρησε;

Σαλεύει σαν κουρτίνα στη μνήμη και διαθλάται
όλη εκείνη η σειρά των γεγονότων:
πότε και ποιος μπήκε και βγήκε,
πότε και με ποια σειρά γεννηθήκαν τα παιδιά,
πότε πέρασε ο θάνατος…

Εκείνο που μένει πάντα και με βασανίζει πιο πολύ
είναι το πόσο δύσκολα μεγάλωναν όλα και όλοι.
Το χειμώνα σφύριζε ο αγέρας μέσα από τις τρύπιες πόρτες και τα παράθυρα,
έμπαινε η βροχή, η αστραπή και η βροντή από τις ίδιες τρύπες.
Τις κλείναμε, πότε με κουρέλια και πότε με χαρτιά.
Έμπαινε και το κρύο και μας πάγωνε τα κόκκαλα προχωρώντας
ως μέσα στον ύπνο μας.

Κάποτε τέτοιες νύχτες γυρίζανε μέσα στο σπίτι
τα κλάματα και οι φωνές σαν τα φαντάσματα.
Το μίσος μας άλλαξε θέση με τον οίκτο:
μάνα-πατέρας, πατέρας-μάνα… Ποιος φταίει;
Με την επίμονη άρνηση του Θεού, την απουσία του.

Τα καλοκαίρια στέγνωνε η γη κι έσχιζε όπως το σώμα μας.
Καίγανε όλα: οι πέτρες κάτω απ’ τα γυμνά πόδια,
τα δέντρα, το χώμα, το νερό.
Ό, τι πείσμωνε να μεγαλώσει σερνότανε αργά
σαν το φίδι μέσα στο οργωμένο χωράφι.

Ο χρόνος ο ίδιος σερνότανε αργά
και δεν έλεγε να βιαστεί να μεγαλώσουμε,
να δυναμώσουν τα χέρια και τα πόδια μας,
να δυναμώσει η ψυχή μας
και να πάμε στο δρόμο των ονείρων μας.

1990

(Από τη συλλογή «Το σπίτι κι ο χρόνος», 1990)


ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΠΟΔΙ

Στη μνήμη του πατέρα μου

… Προχωρούσα μέσα στη νύχτα
από τη μια στάση του ύπνου στην άλλη
κυνηγημένος από έναν πυρωμένο καιρό
που με πίεζε σαν λιωμένο μολύβι.
Ανοίγοντας μαύρα φτερά νυχτερίδας
ο Ιούλιος έμπαινε μέσα στον Αύγουστο.
Κι ύστερα οι δυο αλλάζανε σειρά,
ο Αύγουστος έμπαινε μέσα στον Ιούλιο
και συνωμοτώντας διαμέλιζαν το σώμα μου.
Τα χέρια μου δεν είχαν που ν΄ απλώσω
κι η φωνή μου έπηξε στο κρύο πρωινό σαν το μολύβι…

Καθώς ξύπνησε πρωί στο προσφυγικό του σπίτι
και πριν προλάβει ακόμα να γυρίσει από το άλλο,
όπου περιφερότανε ανάμεσα στα δωμάτια των παιδιών,
στην αυλή και στον κήπο με τα διψασμένα δέντρα,
φύσηξε ένας αγέρας δυνατός που χτυπούσε τα παράθυρα
κι έτρεχε να τα κλείσει…
Μα ποιου σπιτιού ήταν τα παράθυρα;
Εκείνου του αληθινού είτε τούτου;
Και τι αγέρας ήταν αυτός;…

Κι απάνω που έτρεχε να κλείσει τις πόρτες και τα παράθυρα
παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του και τον έσπρωξε
έτσι που έπεσε κι έσπασε το πόδι του.

Χαστούκι του χάρου, σκέφτηκε,
καθώς μέσα στον πόνο του είδε
πως το σπασμένο πόδι ήταν εδώ
και τον έριξε χάμω στο προσφυγικό του σπίτι.

Αϊ, αϊ, αϊ … χαστούκι του χάρου,
λέγανε κι οι άλλοι γέροντες
που μαζεύτηκαν απ’ το συνοικισμό.

Ύστερα προσπαθούσε να σηκωθεί μα δεν μπορούσε,
ήθελε να βγει στην αυλή μα δεν μπορούσε
κι όμως ήταν εκεί, μες στο παλιό του σπίτι.
Πολεμούσε τη βροχή που έσταζε απ’ τη στέγη,
την ξέρα του καλοκαιριού,
την πείνα και τις αρρώστιες των παιδιών…
Καλλιεργούσε την πέρα κι έσπερνε τον άνεμο,
έσβηνε μια πυρκαγιά που δεν έλεγε να σβήσει
και πάντα μόνος… μόνος… μόνος…

Μ΄ όσους πολλούς κι αν έζησε,
μ΄ όσους κι αν περπάτησε ως εδώ
κι όσοι κι αν ήταν τώρα γύρω του και τον πονούσαν,
τον άνεμο αυτό και τη φωτιά
κι όλη την πείνα κι όλες τις αρρώστιες
μόνος τώρα θα τα πολεμούσε,
μόνος θα περπατούσε
και το στερνό ετούτο δρόμο
με σπασμένο το ποδάρι…

Στους δρόμους του χωριού του γεωργοί κουβαλούσαν καρπούς,
καθόντουσαν ξυπόλυτοι στο καφενείο
ακουμπώντας κάτω τα ζεμπύλια τους,
πίναν καφέ, πίναν ρακή και διώχνανε την κούρασή τους.
Ύστερα φεύγαν για τα σπίτια και για τα χωράφια τους
μα δεν φτάναν πουθενά
αφού τα σώματά τους διαλύονταν
στο φως του ήλιου και στον άνεμο.

Και τους ακολουθούσε με σπασμένο το ποδάρι…

(Από τη συλλογή «Το νερό της μνήμης», 1998)


ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ

Την ποίηση, όπως και την καλή διάθεση,
μπορεί να την αντλήσεις κι απ’ το ελάχιστο,
σχεδόν από το τίποτε. Και τότε
το τίποτε αυτό θα πάρει υπόσταση
και θ΄ αποκτήσει σώμα όπως στο θαύμα της Κανά.

Πολλά δε θέλει να υπάρξει η ποίηση. Τα γεγονότα
πιο συχνά τη βαραίνουν και την πνίγουν
όπως οι κάθε λογής υπολογισμοί τον έρωτα.
Αλλά όταν υπάρξει, είναι μια σκάλα
που ανεβάζει σε τραπέζι με ψωμί,
σε κανάτι με κρασί
ή στο κρεβάτι του έρωτα.

Δίνει ακόμη λίγη από τη γεύση της αθανασίας
καθώς η ερωτική πράξη με γυναίκα αγαπημένη
που ρίχνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.

(Από τη συλλογή «Από το ελάχιστο», 2001)


ΡΟΔΑ ΑΜΑΡΑΝΤΑ

Μόνο το πνεύμα μπορεί να γεννήσει ρόδα αμάραντα
και η τέχνη να πλάσει το τελειωμένο.
Με όλα τα συν και τα πλην της ιστορίας
και της ψυχής του ανθρώπου
διευρύνονται ολοένα οι στίχοι του Ομήρου,
τα μάρμαρα του Μιχαήλ Αγγέλου
και το γκρίζο του Θεοτοκόπουλου.

Μόνο πράγματα ανώφελα από τη μεριά του υλικού κόσμου
μπορούν να παραμένουν τα ίδια και να αλλάζουν
ανάλογα με τη θέση που βρίσκεσαι και το χρόνο,
την αγωνία της ψυχής και την προέκταση του μυαλού
και μονάχα πρόσθεση και πολλαπλασιασμό επιδέχονται.

Όλα τα άλλα ξεπέφτουνε συχνά στο πλην
και στη διαίρεση, γίνονται στάδια μεταβατικά
για την κατασκευή του εγκλήματος.

Αν υπάρχει ελπίδα κάτι να σωθεί στο τέλος
είναι η ψυχή κι αυτά τα ανώφελα κατά τα άλλα πράγματα
που είναι το ψωμί της, το νερό της και το μέλι της.

(Από τη συλλογή «Από το ελάχιστο», 2001)


ΜΗΝ ΤΑ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΤΕ

Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
που ταξιδεύουνε με τη σοφία αστροναύτη
και σχηματίζουν νι κι ευθείες γραμμές
και άλλα σχήματα αρμονικά στην κίνηση,

αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
που πρώτα γνώρισαν την αρμονία
και την ενότητα του κόσμου,
πώς ο χρόνος κυλά μέσα στο σύμπαν
και παίρνει και φέρνει τη ζωή,

αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
που έρχονται να πιούν νερό
και να γευτούν πράσινο χόρτο,
ξέρουν να φέρνουν με τον ερχομό τους
λίγη χαρά και λίγη θλίψη
να δίνουμε με το φευγιό τους
υπογραμμίζοντας το πέρασμα του χρόνου.

Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
κινούν το χρόνο και τις εποχές
κινούν τη γη, ομορφαίνουν τη ζωή
και ξυπνούνε την κυνηγημένη ελπίδα.

Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
μην τα πυροβολείτε.

(Από τη συλλογή «Μες στη ροή», 2009)


ΠΙΚΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Στους τοίχους του χωριού
μισοδιαβάζονται ακόμη τα παλιά συνθήματα,
προβάλλουν οι σκιές αυτών που ΄φύγαν:
Στο δεξιό σωματείο ο Χατζηκώστας,
στο κεντρώο ο Σουρουλάς,
στο αριστερό ο Κολάνης.
Ο Αυξεντίου άγαλμα στην πλατεία,
ο Μιχάλης Πέτρου ένας στιγματισμένος νεκρός
κι ο Λιασίδης ένας αλλόκοτος ποιητής
που μεταθανάτια επιστρέφει.

Κανένας δεν υπάρχει πια. Έρημος ο δρόμος,
γεμάτος με χαλάσματα σπιτιών
που τριάντα χρόνια τώρα όλο πληθαίνουν.
Κομμένο σύρριζα το κυπαρίσσι
των παιδικών μου χρόνων
ανεβαίνει ευθυτενές τη νύχτα
μες στον ύπνο μου φορτωμένο
πουλιά και τραγούδια άλλων εποχών,
όταν η ποίηση ήταν σημαία
και λάβαρο και θυμίαμα και μοιρολόι.

Τώρα πηγαίνω επίσκεψη σαν ξένος.
Άλλα μνημεία τώρα με υποδέχονται,
άλλα συνθήματα φωνάζουν.
Στρίβει και πάλι αδίστακτα και φονικά
η ιστορία. Εκεί στα ίδια σπίτια
γράφουν ποιήματα ο Γκουργκέντς και ο Ζιενάν.

Κοιτάζω γύρω, αμνήμονα μνημεία,
στομφώδη, υπερφίαλα,
τσιμπούρια στο σώμα του μέλλοντος
να σκοτώνουν καθημερινά τη μνήμη.
Κοιτάζουν πίσω και θέλουν
να προχωρούν μπροστά.
Ο χρόνος δολοφόνος του ονείρου,
τελειώνει ο καιρός.

Φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται,
έρχονται άλλοι που δεν ξέρουν.

(Από τη συλλογή «Μες στη ροή», 2009)


Η ΘΛΙΨΗ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Με πιάνει μια θλίψη στις μεγάλες πόλεις
που κολλά σαν κρύο ρούχο πάνω στην ψυχή μου.
Η θλίψη αυτή παραμονεύει στις πλατείες,
στους κεντρικούς δρόμους και στις αλέες,
εκεί όπου οι ζητιάνοι αγωνίζονται για μια δεκάρα,
δεξιοτέχνες πλανόδιοι μουσικοί δίνουνε συναυλίες
και στέκουνε πάνω στα βάθρα τους
άνθρωποι ντυμένοι και βαμμένοι αγάλματα
ακίνητοι στη ζέστη και στο κρύο.

– ένας μοναχικός μουσικός στη Βαρκελώνη
έπαιζε τόσο επιδέξια κι ωραία το παντόνιον,
που θα μπορούσε να παίξει και ως σολίστ
και με τη συμφωνική μας ορχήστρα –.

Η θλίψη μου γίνεται μεγαλύτερη το δείλι
όταν κοιτάζω νέους ανθρώπους
– λευκούς, κίτρινους, μαύρους –
να κάθονται ο ένας πλάι στον άλλο
πάνω στα μοναχικά παγκάκια,
να σιωπούν και να κοιτάζουν στο κενό,
είτε μέσα στην ίδια τους τη μοίρα.

Πού θα κουρνιάσουν όλοι αυτοί το βράδυ;

Να ’ταν οι άνθρωποι πουλιά
θα γνώριζαν αποδημώντας
πού είναι ο καιρός ζεστός
και πού είναι τα λιβάδια ανθισμένα.
Όμως κανένας δε γνωρίζει.
Και η περιστροφή της γης επιταχύνθηκε τόσο πολύ
που θα μας αναμείξει όλους
και θα μας μάθει, όσο κι αν αντιστεκόμαστε,
πως τίποτε δεν είναι οριστικά δικό μας.

Μόνο η θλίψη αυτή, που την περιφέρω όλη μέρα
μέσα στις μεγάλες πόλεις, είναι όλη δική μου.

Και καθώς γυρίζω στο ξενοδοχείο μου το βράδυ
κι η μελωδία μιας μπάντας πλανόδιων μουσικών
συνοδεύει τα μοναχικά μου βήματα,
τότε η πόλη γίνεται πιο ξένη
και νιώθω να κρυώνω!…

Μάρτιος 2011

(Από τη συλλογή «Το ημιτελές ποίημα», 2014)


ΑΡΩΜΑ ΓΙΑΣΕΜΙΟΥ

1.
Τ’ αρώματα του γιασεμιού και του πακιστανού
τις νύχτες του καλοκαιριού με το κοίλο φεγγάρι
με ταξιδεύουν στην Ανατολή.
Ακούω μέσα στη βαθιά σιωπή τους
τους μακρόσυρτους ρυθμούς του καμηλιέρη
και τους πονεμένους του φελάχου,
ακούω στίχους από Φιρντοουσί, Ρουμί και Νιζαμί,
τον θεό ονειρεύομαι να περπατά στην έρημο
και μύθους για χίλιες νύχτες και μια
βλέπω μέσα στον ύπνο μου.
Τ’ αστέρια μελετώ με τον ΟμάρΧαγιάμ,
με τον Χαφέζ τραγουδώ το κρασί και τον έρωτα.

Πάμε προς τη Δύση,
αιώνες τώρα πάμε προς τη Δύση,
μα κουβαλούμε μέσα μας, ωστόσο,
μύθους και τραγούδια,
αρώματα και γεύσεις της Ανατολής.

2.
Τις νύχτες ο αγέρας της Ανατολής μυρίζει αίμα,
δεν φτάνουν πια ως εμάς τ’ αρώματα
του γιασεμιού και του πακιστανού,
φονικό προοιωνίζει το κοίλο φεγγάρι,
κραυγή θανάτου ο ρυθμός του καμηλιέρη,
μοιρολόι πονεμένο το τραγούδι του φελάχου.
Οι ποιητές σιωπούν, δυσοίωνα τ’ αστέρια,
βιασμός ο έρωτας, αίμα το κρασί
και ο θεός διαβαίνει
μέγας διχαστής και κήρυκας θανάτου
πατώντας πάνω σε σώματα νεκρά.

Πάμε προς τη Δύση,
αλλά μας κυνηγά μια ματωμένη Ανατολή.

(Από τη συλλογή «Ανοιχτός ουρανός», 2022)


ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

Στη Νόνα

Σαράντα πέντε χρόνια πριν και ήρθες
μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι
που έλαμπε στο φόντο του λευκού χιονιού.

Ερχόταν η άνοιξη, λιώναν τα χιόνια,
οι δρόμοι λασπωμένοι, σύννεφα στον ουρανό,
λίγες σταγόνες βροχής, γυμνά τα δέντρα,
οι χυμοί τους παγωμένοι μέσα στους κορμούς
και τα γυμνά κλαδιά τους τεντώνονταν στον ουρανό
σαν χέρια σε ικεσία για τον ζεστό καιρό.

Σαράντα πέντε χρόνια πριν και ξαναγυρνώ
στους ίδιους δρόμους που δεν υπάρχουν πια,
στην ίδια πόλη που δεν υπάρχει πια.
Αναζητώ ανθρώπους που έφυγαν για πάντα,
άλλους που τους σκόρπισε η ζωή σ’ άγνωστα μέρη.

Σαράντα πέντε χρόνια και νέος,
είκοσι εννιά χρονών, έγχρωμα κρατώ
τα δεκαεννιά σου χρόνια στην αγκαλιά μου.

Τίποτε άλλο πια δεν είναι το ίδιο στην πόλη εκείνη
και σε όλες τις άλλες πόλεις που περπατήσαμε,
στα δάση που χαθήκαμε,
στους σταθμούς των τρένων που ξενυχτήσαμε,
στα δωμάτια ξενοδοχείων που ερωτευτήκαμε.

Περπατούμε, ταξιδεύουμε,
πέφτουμε, σηκωνόμαστε, κοιταζόμαστε,
και τα σαράντα πέντε χρόνια γίνονται μια στιγμή
ή
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
πάνω στο άσπρο χιόνι.

2019

(Από τη συλλογή «Ανοιχτός ουρανός», 2022)


Η ΝΕΚΡΗ ΜΑΣ ΖΩΝΗ

Σαν ρήγμα ανάμεσα σε δυο τεκτονικές πλάκες
που διαρκώς αποκλίνουν
η νεκρή μας ζώνη ολοένα επεκτείνεται
προς τη μια και προς την άλλη πλευρά.
Σηκώνει σκόνη τοξική της ερήμου,
εκπέμπει δηλητηριώδη αέρια,
μολύνει τη γη βαθιά και τα νερά,
θέλει να καταλάβει όλο τον τόπο,
να μας μετατρέψει σε δυο νησιά
που μεταξύ τους όλο απομακρύνονται.

Σπαρμένη με κόκκαλα νεκρών η νεκρή μας ζώνη
που όλο ασπρίζουν στη βροχή και στον ήλιο
κι όλο αδειάζουν από τις ιστορίες και τα ονόματα τους.

Στην κάθε της πλευρά περπατά η Λήθη.
Άνθρωποι κάποτε ζωντανοί περνούν το κατώφλι
και γίνονται μνήμες.
Τα σπίτια ξεχνούν τους κατοίκους τους,
τα περιβόλια ξεχνούν τους καρπούς τους,
τα δέντρα τους ίσκιους τους,
τα τριαντάφυλλα το άρωμά τους,
το λάδι τους οι ελιές, οι ανθοί το μέλι τους…

Μηνύματα θανάτου τη διαπερνούν, ταξιδεύουν μακριά,
μπαίνουν σε σπίτια, σε γραφεία,
σε αυτοκίνητα κι αεροπλάνα, φτάνουν σε ξένες χώρες:
Απεβίωσε ο Κώστας, ο Γιάννης, η Μαρία,
ο Φικρέτ, ο Γιουτζέλ, ο Χικμέτ,
του τάδε, του δείνα, του άλλου…
Η κηδεία του αύριο, μεθαύριο, την επόμενη μέρα,
στο τάδε χωριό, στην τάδε πόλη, στην τάδε χώρα…

Τώρα μόνο νεκρός θα επιστρέψει στη γη του
και θα περιφέρεται ανέστιος και βωβός.

Και η ελπίδα μας όλο να λιγοστεύει,
να φεύγει ο καιρός που κατεβαίναμε με τα όνειρά μας,
καθόμασταν επάνω της σαν τα πουλιά
και φυτεύαμε σπόρους τα ποιήματά μας:

Ν’ αφοπλίσουμε τις νάρκες,
να γίνουν παιχνίδια παιδικά,
το πράσινο να σκεπάσει το αίμα,
οι νεκροί να σηκωθούν
και να φωνάζουν τα ονόματά τους,
να κατεβούν τα περιστέρια να τσιμπολογούν
τους σπόρους της ειρήνης.
Οι εξόριστοί μας στίχοι
να επιστρέψουν στο ποίημα.

(Από τη συλλογή «Ανοιχτός ουρανός», 2022)


ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

IX

Ήταν πολύ το φως στα παιδικά μου χρόνια
που τελικά επέζησε του σκοταδιού
ή
του δημιουργεί ένα λυτρωτικό αντίβαρο.

Ήταν και το σκοτάδι πολύ, μα όταν επιστρέφω,
πιο πολύ φτάνω στον ήλιο και στο φως.

Είναι γιατί πάντα αγαπούσα, δίχως όρους,
το φως και την αλήθεια.

Οι μέλισσες πάνω στ’ ανθισμένα λουλούδια,
ο κορυδαλλός πάνω στον φρέσκο σβόλο,
οι πολύχρωμες πεταλούδες να πετούν
ελαφριές σαν άνεμος και το μαύρο φίδι,
ο περιβολάρης
να πίνει κρύο νερό
μέσα από το χωματένιο αυλάκι.

Τι άλλο να ήταν εκείνο το φως,
που αντιμαχόταν
το σκοτάδι της νύχτας και το θάνατο!

Χρόνια μες στον διψασμένο κάμπο
έχω μαζέψει μέσα μου πολύ καλοκαίρι
για να το αντιπαραθέτω
στους χειμώνες που έρχονταν.

(Από τη συλλογή «Τρία προσωπικά ποιήματα», 2024)


ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ

IV

Έζησα σε χώρες που έπαψαν να υπάρχουν,
σε χώρες που άλλαξαν ονόματα,
που άλλαξαν σημαίες και λάβαρα,
που άλλαξαν την ιστορία τους.

Σε πόλεις που χάλασαν τα παλιά τους μνημεία
και τα αντικατέστησαν με καινούργια,
που διέγραψαν τους παλιούς τους ήρωες
και τους αντικατέστησαν με άλλους,
τους οποίους ξέθαψαν
από διαγραμμένα βιβλία ιστορίας
και τους τιμούν με τις ίδιες τελετές.

Άφησα πίσω φίλους να ξεμακραίνουν κάθε μέρα,
ιστορίες δικές μου και ξένες
να χάνονται μες στον θολό ορίζοντα της μνήμης.

Ταξίδια από αεροδρόμια που τώρα είναι νεκρά,
με αεροπλάνα που έπαψαν από χρόνια να πετούν,
με πλοία που χάθηκαν στον βυθό της θάλασσας,
με τρένα που τις γραμμές τους διακόπτουν
σύνορα κλειστά και δυσκολεύουν τη διέλευση.

Κι όμως, τα ταξίδια εκείνα συνεχίζονται, οι τόποι
συνεχίζουν να υπάρχουν με τη μορφή που υπήρχαν,
οι άνθρωποι που γνώρισα συνεχίζουν να είναι μαζί μου
οι ιστορίες τους έγιναν με τον καιρό κι αυτές δικές μου,
ο μακρινός κόσμος είναι διαρκώς παρόν.

Κι εγώ προχωρώ κουβαλώντας τα όλα μέσα μου –
μια συνεχόμενη γραμμή που τραβά στο άγνωστο,
αυτό που όλο με προκαλεί να το ορίσω
κι όλο μου διαφεύγει.

(Από τη συλλογή «Τρία προσωπικά ποιήματα», 2024)


ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗ ΝΟΝΑ

Ι

Πρωί. Η μέρα καθαρή σαν διάφανο γυαλί
να βλέπεις μέσα της τη μοίρα σου.
Το φως απλώνεται ολόγυρα,
λάμπει η μέρα και μπροστά σου
ξεδιπλώνει όλα τα χρώματά της.

Τι θαύμα αυτό το φως που σε τυλίγει,
που εισχωρεί μέσα σου
και διαλύει όλες τις φανταστικές μορφές
και όλους τους μύθους που σου υποβάλλουν
έναν άλλο κόσμο πέρα απ’ αυτόν
που σε κουβαλά σαν φύλλο μέσα στον αέρα του.
Τι θαύμα αυτά τα χρώματα
που αντιμάχονται την αχρωμία του κόσμου
και δοξάζουν την καθαρή ετούτη μέρα.

Αυτή, αυτή η μέρα είναι όλη δική σου,
άπλωσε τις αισθήσεις σου και ρούφηξέ την,
αγκάλιασέ την, μύρισέ την, όπως ένα ρόδο
που προβάλλει ανάμεσα στις αιχμηρές πέτρες
και τα τσουχτερά αγριόχορτα. Έξω απ’ αυτήν,
και σήμερα και μέσα στους αιώνες,
ένα ερωτηματικό που επαναλαμβάνεται.

– Η αρρώστια που έρχεται ξαφνικά, ο θάνατος,
ο διαρκής πόλεμος θεών, ανθρώπων και λαών,
τα καινούργια όπλα, οι σφαγές, τα κρεματόρια
εδώ,
αλλού,
πιο πέρα,
στων άλλων το εδώ,
στο δικό σου ή στων άλλων το παρόν.

Μόνο η μέρα αυτή,
η καθαρή σαν διάφανο γυαλί,
που σου χαρίστηκε τούτο το πρωί,
με το φως της, με τον ήλιο της, τα χρώματά της,
αυτή η μέρα είναι όλη δική σου,
κρατήσου από αυτήν και κράτησέ την.

(Από τη συλλογή «Τρία προσωπικά ποιήματα», 2024)


Ο Γιώργος Μολέσκης γεννήθηκε το 1946 στο χωριό Λύση της Κύπρου. Φοίτησε στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας και στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας – Λομονόσοφ, από το οποίο απέκτησε πτυχίο (M.A.) στη Ρωσική Γλώσσα και Λογοτεχνία και διδακτορικό δίπλωμα (Ph.D.) στη Λογοτεχνία. Εργάστηκε στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου και στο Ίδρυμα «Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου». Διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, της Εθνικής Επιτροπής Κύπρου για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Δημοσίευσε μελέτες και δοκίμια για τη λογοτεχνία και εξέδωσε δεκαπέντε ποιητικές συλλογές, δυο συγκεντρωτικούς τόμους ποιημάτων, τρία βιβλία πεζογραφίας και οκτώ βιβλία με μεταφράσεις ποίησης από την αγγλική και τη ρωσική γλώσσα. Δέκα ποιητικές του συλλογές μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε Γαλλία, Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Αλβανία και Ισπανία. Η ποιητική του συλλογή «Το ημιτελές ποίημα» μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην τουρκική γλώσσα.
Τιμήθηκε με Κρατικό έπαινο και με Κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου, με το Μετάλλιο Πούσκιν της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων και με το Βραβείο Γ.Φ. Πιερίδης της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Είναι Επίτιμο Μέλος της Κρατικής Ακαδημίας Σλαβικού Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου.


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.