Ο Λέανδρος Πολενάκης γράφει για την παράσταση «Οι Δανειστές», του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, στο Θέατρο «Ελέρ».
Του Λέανδρου Πολενάκη
Ο συνήθης χωρισμός της δραματουργίας του Αύγουστου Στρίντμπεργκ σε νατουραλιστική και μυστικιστική περίοδο δεν εξυπηρετεί παρά μόνο μεθοδολογικές ανάγκες. Επειδή όλο το έργο του μεγάλου Σουηδού συγγραφέα συμπυκνώνει ένα και μόνο θέμα: την αέναη, μέχρι πτώσεως του ενός, πάλη των δύο φύλων, του ανελέητου αγώνα για επικράτηση ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα που καταλήγει συνήθως στην απόλυτη επικράτηση της γυναίκας, στη συντριβή και εξόντωση, φυσική ή πνευματική, του άνδρα. Το αρχετυπικό βιβλικό ζεύγος των πρωτόπλαστων, του Αδάμ και της Εύας, που μετά τη «σαρκική αμαρτία» «έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν» και εξώσθηκαν από τον παράδεισο της αθωότητας, μεταφέρεται εδώ σε επίπεδο κοσμικό, σε ένα υπαρξιακό, αστικό σαρκικό δράμα των νεωτερικών καιρών μας, τους «Δανειστές», γραμμένο το 1888, εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή του, εποχή ενός ακραίου πουριτανισμού.
Μπορούμε εδώ να μιλάμε για έναν «μαγικό νατουραλισμό» επειδή τα πράγματα, οι καταστάσεις, τα πρόσωπα, μετέχουν ταυτόχρονα μιας πραγματικής και μιας ονειρικής πραγματικότητας, όπου όνειρο και πραγματικότητα είναι σύμμικτα, πραγματικά και ονειρικά, ανακλώμενα στο κάτοπτρο της φαντασίας του συγγραφέα τους. Ή, για να το πούμε αλλιώς, ξέρουμε τι είναι το κάτοπτρο αλλά δεν έχουμε διόλου ιδέα του τι είναι η πραγματικότητα. «Είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη των ονείρων μας», κατά την ρήση του μεγάλου πραγματιστή – οραματιστή Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Όλα είναι πραγματικά, υλικά, και το όνειρο και η φαντασία, και αυτός ο κόσμος και ο επέκεινα. Ονειρευτής και ονειρευόμενος είναι ένα. Οι δύο ανδρικές μορφές των «Δανειστών», Άντολφ και Γκούσταφ, ο εραστής της Θέκλας και μέλλων σύζυγός της και ο πρώην σύζυγος αντίστοιχα, είναι στην ουσία ένα και το αυτό πρόσωπο στις εν χρόνω υποστάσεις του. Πίσω από το οποίο κρύβεται η διχασμένη και εν δυνάμει δαιμονική προσωπικότητα του συγγραφέα που αυτοβιογραφούμενος δραματοποιεί τα επεισόδια του ταραχώδους πρώτου γάμου του με την σε δεύτερο γάμο βαρώνη Σίρι Φον Έσσεν (και οι δυο γάμοι του που ακολούθησαν ήταν εξίσου ταραχώδεις).
Το έργο «Οι Δανειστές», που ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ, κλείνοντάς μας το μάτι κατά την προσφιλή του συνήθεια, χαρακτήριζε ως «νατουραλιστικό», βρίσκεται ακριβώς στους αντίποδες του θεάτρου που εμείς ονομάζουμε νατουραλιστικό. Δεν έχει καμία σχέση με τον νατουραλισμό ενός Ζολά, που τα έργα του εικονογραφούν οριζόντια και κατ’ επιφάνεια την ανθρώπινη συνθήκη. Πολύ πιο περίπλοκη όμως στον Στρίντμπεργκ, με ρίζες αφανείς που βυθίζονται στο σκοτεινό σπήλαιο του ασυνειδήτου πριν το φωτίσουν, καθένας από τη σκοπιά του, ο Πλάτων, ο Ντοστογιέφσκι και ο Φρόυντ.
Να θυμίσω και τον δικό μας Παπαδιαμάντη, που κάποιοι βιαστικοί θεωρητικοί της νεοελληνικής λογοτεχνίας τον κατέταξαν επιπόλαια επίσης στους ηθογράφους! Δεν μιλώ απλώς για την ευρέως γνωστή «Φόνισσά» του. Και μόνο το λιγότερα γνωστό διήγημά του «Η φωνή του Δράκου» αν διαβάσουμε, αρκεί για να αντιληφθούμε το μέγεθος της παρανόησης.
Να θυμίσω επίσης ότι σε όλη την Ελληνιστική περίοδο, ο χώρος πίσω από την Ερκεία (κεντρική) πύλη των θεάτρων, όπου άλλαζαν τη σκευή τους και από την οποία έβγαιναν στο φως της ημέρας οι υποκριτές, ονομαζόταν «Σπήλαιον». «Οι Δανειστές» είναι, υπό αυτήν την έννοια, μια μεταλλαγμένη σύγχρονη τραγωδία. Ένα, αν θέλουμε, κάτοπτρο, που, όμως, πηγαίνει πολύ πέρα από την εικόνα-αντανάκλαση, φωτίζοντας την απειροστή διάσταση του πλέγματος ψυχών και σωμάτων τη στιγμή της αλήθειας τους («συναμφότερον» το ονομάζει ο «δικός» μας Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς»), όταν δηλαδή άνδρας και γυναίκα, μέσα σε μια «τρικυμία δωματίου» κοινωνούν τα ανθρώπινα πάθη-λάθη τους, γυμνοί από κάθε αστική σύμβαση και «εις σάρκα μίαν». Ανοίγει, έτσι, ο δρόμος για το επόμενο μείζον έργο του Στρίντμπεργκ, μια αποφασιστική στροφή της δραματουργίας του, με τον βιβλικό τίτλο: «Ο δρόμος για τη Δαμασκό» (δεν είναι τυχαίο ότι η ηρωίδα των «Δανειστών» ονομάζεται Θέκλα, όπως η πιστή μαθήτρια και συνοδοιπόρος του Αποστόλου Παύλου στις πορείες του), όπου ο συγγραφέας μας αποβάλλει οριστικά όλες τις συμβάσεις της τρέχουσας ηθικής και όλες τις ψευδαισθήσεις περί κοινωνικών κατακτήσεων, ατελεύτητης προόδου, αυτοσυνείδησης και άλλων, που αποδείχθηκαν, δυστυχώς, όνειρα άπιαστα στην μέχρι σήμερα πορεία της Ιστορίας.
Έρχομαι στην παράσταση μετά από αυτήν την εκτεταμένη αλλά αναγκαία εισαγωγή. Η σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη στην καλή και προσεκτική μετάφραση της Έλσας Αδριανού, δεν προσκολλάται στην ψευδή, παραπλανητική επιφάνεια του έργου, ώστε να παραθέσει κατά παράταξη κάποιες ρεαλιστικές «σκηνές από ένα γάμο». «Γράφει», αντίθετα, τρισδιάστατα και σφυρηλατεί στο πυρωμένο αμόνι μιας οιονεί ανθρωποφαγικής τελετής, με τον τρόπο και στούφος ενός «νουάρ» Ντοστογιέφσκι (βλ. π.χ. τη νουβέλα του, «Ο αιώνιος σύζυγος»), το βαθύ υπαρξιακό δράμα τριών μελανόμορφων «πήλινων» ψυχών, που δεν στέργουν να παρηγορηθούν για την έξωσή τους από τον παράδεισο μιας χαμένης για πάντα νιότης και αθωότητας. Ακολουθεί πιστά τους λεπτούς μηχανισμούς και ακούει το ανεπαίσθητο τικ-τακ μιας κουρδισμένης ωρολογιακής βόμβας, τοποθετημένης κάτω από το «χαλί» της οικογενειακής εστίας, προορισμένης να εκραγεί σε αυστηρά καθορισμένο χρόνο, ανατινάζοντας όλο το αστικό οικοδόμημα. Τα τρία πρόσωπα του έργου έχουν διδαχθεί, και σωστά, όχι ως χαρακτήρες ψυχολογικοί, αλλά ως ανθρωπολογικοί τύποι, σε καταιγιστικούς ρυθμούς και στο ηχοτοπίο μιας ανελέητης αυτομαστίγωσης της αυτοτιμωρούμενης, ενοχικής σάρκας τους.
Η Δήμητρα Χατούπη, σε έναν από τους κορυφαίους της ρόλους, είναι συγκλονιστική στις συνεχείς μεταμορφώσεις της: υλική και αέρινη μαζί, γήινη και υδάτινη, ως «αιώνιο θήλυ» και άπιαστη – απτή μορφή μιας ιδεατής αιωνίως «φεύγουσας κόρης». Ο Φίλιππος Σοφιανός εκπροσωπεί ταυτόχρονα με λόγο γνώσης και άριστη τεχνική, τον σταυρωτή και τον εσταυρωμένο, δαίμονα και άγγελο συγχρόνως֗· γίνεται το σφυρί και το καρφί συνάμα, ενός ανεστραμμένου, σταυρικού ευαγγελισμού. Ο Γιώργος Σταυριανός αριστεύει, μονολεκτικά, και λάμπει στον διπλό ρόλο θύματος και θύτη, «τράγου αποδιοπομπαίου» μιας εθελούσιας και μαζί αθέλητης αρχέγονης, αποτροπαϊκής θυσίας, που «παίρνει επάνω του» τις αμαρτίες όλων των άλλων.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Θοδωρή Χρυσικού, χωρίς περιττές κωδωνοκρουσίες είναι σημαίνοντα, οι φωτισμοί του Δημήτρη Λογοθέτη καίριοι και λειτουργικοί.
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες
Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
