Ν.Γ. Λυκομήτρος | Η ποίηση του καθημερινού αγώνα για ζωή

Γράφει ο Ν.Γ. Λυκομήτρος

Χριστίνα Λιναρδάκη, «ΣΚΠ», Ενάντια 2024


Στην περίπτωση της ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη «ΣΚΠ»[1]ισχύει αυτό που λέμε «η φήμη προηγείται της γυναικός». Πράγματι, έχουν γραφτεί πάρα πολλά γι’ αυτή τη συλλογή (όλα θετικά), οπότε όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου ήξερα αφενός τι να περιμένω, αφετέρου, όμως, αναρωτιόμουν αν όλος αυτός ο «θόρυβος» είναι δικαιολογημένος. Ξεκινώντας να διαβάζω σκόρπια ποιήματα μέσα στο μετρό, διαπίστωσα σχεδόν αμέσως γιατί αυτό το βιβλίο έχει συγκινήσει τόσο πολύ το αναγνωστικό κοινό.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα τιτλοφορείται «Ουλές» και αφορά τη μάχη κατά της ΣΚΠ. Στα πρώτα ποιήματα της συλλογής («Πτώση βλεφάρου», «Απ’ τα πρώτα συμπτώματα», «Άλλα συμπτώματα), η ποιήτρια μας αποκαλύπτει πώς «άρχισαν όλα» και ποια ήταν τα πρώτα χτυπήματα της νόσου. Η καθημερινότητα αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη και πράγματα που πριν ήταν αυτονόητα, όπως η μετάβαση στον χώρο εργασίας, γίνονται πλέον μία δοκιμασία.

Φτάνουμε, έτσι, στο ποίημα “Mediterranean Hospital”, όπου έχουμε την πρώτη ξεκάθαρη διάγνωση που προκύπτει μέσα από μαγνητική τομογραφία. Είναι η στιγμή που «η Γη σταμάτησε ξαφνικά» και «ο νους […] άδειασε». Όμως, «οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα». Με αυτούς τους στίχους, η ποιήτρια μας δείχνει πώς θρυμματίζεται μονομιάς ο κόσμος της, όπως τον ήξερε μέχρι τότε και πώς ξεκινά ένας κατά βάση μοναχικός αγώνας.

Καταλήγουμε, έτσι, στο ποίημα «Ηλεκτρομυογράφημα», όπου η Λιναρδάκη περιγράφει αυτή την πολύ δύσκολη εξέταση που επηρεάζει ακόμα και το πρόσωπο του/της ασθενούς («στο πρόσωπο όμως/δεν είναι μόνο ο πόνος/είναι η φρίκη/του ακούσιου σπασμού που/ξέρεις ότι σου τεμαχίζει/την όψη/σε μετατρέπει σε/σπασμένο είδωλο/αυτού που ήσουν πριν»).

Ακολουθούν ποιήματα που περιγράφουν την παραμονή της σε νευρολογική κλινική και την επαφή της με άλλα περιστατικά («Στον διάδρομο», «Στον θάλαμο»), η οποία επιτείνει το συναίσθημα της θλίψης και της αδικίας για τους συνανθρώπους μας που παλεύουν με τέτοιες «ανεξήγητες» ασθένειες.

Έπεται το συγκλονιστικό ποίημα «Εστίες», το οποίο με μόλις 7 στίχους αναδεικνύει τον τρόμο που προκαλεί η πιθανότητα εμφάνισης μίας «υποτροπής» ή «ώσης»[2]:

Ο μυελός μου
ένα πεδίο μάχης
διάστικτο από λευκούς κύκλους
πάνω στο μαύρο της μαγνητικής
νάρκες έτοιμες να εκραγούν
ανά πάσα στιγμή
οι απομυελινωτικές εστίες

Στη συνέχεια της συλλογής, η Λιναρδάκη μάς παρουσιάζει με τόλμη και ειλικρίνεια όψεις μίας τέτοιας υποτροπής («Επιτακτικότητα», «Ακράτεια»), ενώ αναφέρεται και στα φάρμακα και στις φρούδες ελπίδες που αυτά γεννούν («Ιατρικός ρομαντισμός»).

Φτάνουμε, έτσι, σε άλλο ένα σπουδαίο ποίημα με τίτλο «Στο αμαξίδιο», το οποίο αναδεικνύει το σώμα του ασθενούς ως φυλακή («Το σώμα μου είναι/ένα κουτί/που μέσα του ζω/φυλακισμένη») και ως σημείο εξάρτησης από τους άλλους.

Η πρώτη ενότητα της συλλογής ολοκληρώνεται με δύο ποιήματα («Θεωρία» και «Σταύρωση»). Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο ποίημα «Θεωρία», το οποίο περιγράφει με ακρίβεια τα συναισθήματα που νιώθουμε όλοι όσοι πάσχουμε από αυτοάνοσα νοσήματα:

Η θεωρία λέει πως
τα αυτοάνοσα προέρχονται
από ψυχολογικά τραύματα
και συναφείς πληγές
μια δύσκολη παιδική ηλικία
έναν δυσλειτουργικό γάμο
την κοινωνική καταπίεση
το στρες
Όλα μετατρέπουν
το σώμα
σε ρηγματώδη πλανήτη
μ’έναν πυρήνα συμπιεσμένο
γεμάτο μάγμα
Κάθε σταγόνα του που διαρρέει
γεμίζει
το σώμα
με βλάβες

Η Λιναρδάκη, αφού περιγράψει με 6 στίχους τις αιτίες των αυτοάνοσων νοσημάτων, μας παρουσιάζει με παραστατικό τρόπο το πώς λειτουργούν και πόση δύναμη έχουν.

Φτάνουμε, έτσι, στη δεύτερη ενότητα της συλλογής που τιτλοφορείται «Πληγές». Θα λέγαμε ότι σε αυτή την ενότητα η Λιναρδάκη πραγματεύεται όσα κατά καιρούς την πλήγωσαν, με κορυφαίο γεγονός τον πρόωρο χαμό της μητέρας της.

Η δεύτερη αυτή ενότητα, όπως και η πρώτη, ρίχνει τον αναγνώστη/την αναγνώστρια κατευθείαν στα βαθιά με το ποίημα «Η περούκα» που περιγράφει την πρώτη αποκάλυψη του καρκίνου της μητέρας της. Βεβαίως, ως μικρό παιδί δεν μπορούσε να αντιληφθεί τη σημασία της εικόνας που αντίκρυσε («σου έφυγε η περούκα/κι αποκαλύφθηκε/ένα κρανίο γυμνό/[…]Πού πήγαν/τα πυκνά μαλλιά σου;). Ανακαλώντας, όμως, αυτή την ανάμνηση συνειδητοποιεί ότι αυτό ήταν το σημείο όπου κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά («Στο μεταξύ ο καρκίνος σου κάλπαζε»). Στα εννιά της, πλέον, χρόνια η Λιναρδάκη είχε χάσει τη μητέρα της και αυτή η απώλεια μου φέρνει στο νου την απώλεια του πατέρα της Sylvia Plath, την οποία η κορυφαία Αμερικανίδα ποιήτρια βίωσε σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. Ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου σε τρυφερή ηλικία στοιχειώνει και τις δύο ποιήτριες και ίσως τις συνδέει νοητά, καθώς προσπαθούν και οι δύο μέσα από εξομολογητικά ποιήματα να αντιμετωπίσουν τη θλίψη που προκαλεί αυτό το γεγονός.

Κι ύστερα από τον θάνατο ακολουθεί κάτι πολύ χειρότερο: η λήθη. Η ανάμνηση των νεκρών τούς κρατά πάντα κοντά μας, η προσπάθεια, όμως, κάποιων να τους εξοβελίσουν στη λήθη κάνει τη διαχείριση της απώλειας ακόμα πιο δύσκολη. Γράφει η Λιναρδάκη στο ποίημα «Λήθη»:

[…]

Δεν ξέρω
αν η μαμά μου τάφηκε
στην κηδεία της
ή μετά
στο σπίτι
όταν όλοι
—ακόμη κι ο πατέρας μου—
δεν ξαναμίλησαν για κείνη
σαν να μην υπήρξε ποτέ

Στο ποίημα «Περίγελος» η Λιναρδάκη αναδεικνύει αυτό που με σημερινούς όρους θα ονομάζαμε bullying των παιδικών της χρόνων («Κάρβουνο καις;/Μια απ’ τις όχι σπάνιες φορές/που γινόμουν ο περίγελος/της οικογένειας/για τις σωματικές μου επιδόσεις/[…] κρυμμένη πίσω από ένα βιβλίο/πάσκιζα διαρκώς να κρύψω/πόσο ντρέπομαι»).

Ακολουθούν τρία ποιήματα («Εσύ», «Πυροβολισμός», «Ερείπιο») που αναφέρονται στη σχέση με το έτερον ήμισυ και στην απογοήτευση που προκύπτει ως απολογισμός («κι είδα απ’ το πρόσωπό σου το μισό/γελαστό, όμορφο, γενναίο/πόσο το ερωτεύτηκα!/Δεν ήξερα πως το άλλο μισό/ήταν κρυμμένο στο σκοτάδι»[3], «και με δυο λέξεις, πνιχτή φωνή/με πυροβόλησες στο στήθος»[4], «Έτσι κι ο γάμος μου/η installation ενός συνόλου που/λίγο λίγο μετατράπηκε/σε ερείπιο του εαυτού του»[5]).

Η συλλογή ολοκληρώνεται με δύο συγκινητικά ποιήματα που συμπυκνώνουν τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Πρόκειται για το ποίημα «Εγώ», όπου επιχειρείται μία αποτίμηση της προβληματικής σχέσης του υποκειμένου με τον εαυτό του («Δεν τον ευχαρίστησα ποτέ/γι’ αυτό που έγινα και είμαι»), καθώς και για το ποίημα “A beacon in the darkest hours”, όπου περιγράφονται συνοπτικά η διαδρομή και ο στόχος της ζωής του («Όλη μου η ζωή/ένα σκοτάδι πηχτό ήταν/κι εγώ/έβαζα πάντα τα δυνατά μου/να φτάσω/ένα φως αδύναμο/κάπου μακριά»).

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συλλογή δεν περιλαμβάνει σχεδόν καθόλου σημεία στίξης. Η Λιναρδάκη καταθέτει την ψυχή της, διά στόματος του ποιητικού υποκειμένου, από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου χωρίς παύση. Πράγματι, η «ΣΚΠ» διαβάζεται απνευστί και, όταν τελειώνει, ο αναγνώστης/η αναγνώστρια μένει μ’ έναν κόμπο στο στομάχι. Είναι αδύνατον να διαβάσει κανείς αυτή τη συλλογή και να μείνει απαθής. Η «ΣΚΠ» καθιστά το αναγνωστικό κοινό κοινωνό της πραγματικότητας που βιώνει ο/η ασθενής και συνάμα ανοίγει την πόρτα στον ψυχισμό της δημιουργού της, η οποία δεν διστάζει να μοιραστεί με αυτό τις ουλές και τις πληγές της, ελπίζοντας ίσως σε μία διαδικασία λύτρωσης μέσω της Ποίησης.


[1]Ακρωνύμιο της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας.

[2] Ως «υποτροπή» ή «ώση» στη ΣΚΠ χαρακτηρίζεται η εμφάνιση συμπτωμάτων που αναφέρονται από τον ασθενή ή σημείων που διαπιστώνονται αντικειμενικά, τα οποία θεωρούνται τυπικά ενός οξέος φλεγμονώδους απομυελινωτικού επεισοδίου στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ), τώρα ή με βάση το ιστορικό, με διάρκεια τουλάχιστον 24 ωρών. (Πηγή: https://www.neuromed.gr/)

[3] Από το ποίημα «Εσύ».

[4] Από το ποίημα «Πυροβολισμός».

[5] Από το ποίημα «Ερείπιο».


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.