Μαίρη Όλιβερ | Τρία ποιήματα (μτφρ. Αργύρης Φυτάκης)

Αγριόχηνες

Δεν χρειάζεται να είσαι άριστος
κι ούτε χρειάζεται να γονατίζεις
για χιλιάδες μίλια στην ξερή έρημο, έρποντας·
μονάχα χρειάζεται να αφήσεις το μαλακό πλάσμα μέσα σου
να αγαπήσει αυτό που αγαπά.
Μίλησέ μου για την απόγνωση, τη δική σου, και θα σου πω κι εγώ.
Στο μεταξύ ο κόσμος προχωρά.
Στο μεταξύ ο ήλιος και τα διαφανή βότσαλα της βροχής
μετακινούνται φιλήσυχα από τόπο σε τόπο,
πάνω από λιβάδια και μέσα σε δασώδεις πλαγιές,
σε βουνά και ποτάμια.
Στο μεταξύ οι αγριόχηνες, ψηλά στο εναργές μπλε του ουρανού,
γυρίζουν σιγά σιγά προς τις εστίες του.
Όποιος κι αν είσαι, όσο μόνος,
ολάκερος ο κόσμος προσφέρεται στη φαντασία σου,
σε καλεί όπως οι αγριόχηνες, κοφτερά και συναρπαστικά,
ξανά και ξανά αναγγέλλοντας την όμορφή σου θέση
στη χώρα των πραγμάτων.


Wild Geese

You do not have to be good.
You do not have to walk on your knees
for a hundred miles through the desert, repenting.
You only have to let the soft animal of your body
love what it loves.
Tell me about despair, yours, and I will tell you mine.
Meanwhile the world goes on.
Meanwhile the sun and the clear pebbles of the rain
are moving across the landscapes,
over the prairies and the deep trees,
the mountains and the rivers.
Meanwhile the wild geese, high in the clean blue air,
are heading home again.
Whoever you are, no matter how lonely,
the world offers itself to your imagination,
calls to you like the wild geese, harsh and exciting–
over and over announcing your place
in the family of things.


Ανησύχησα

Κι ανησύχησα πολύ. Άραγε ο κήπος θα ανθίσει; Τα ποτάμια θα πάνε
προς τη σωστή κατεύθυνση; Η γη θα γυρίσει έτσι όπως την έμαθαν -κι αν όχι-
πώς να τη διορθώσω;

Ήμουν σωστός; Ήμουν λάθος; Θα με συγχωρήσουν ποτέ;
Πώς μπορώ να τα πάω καλύτερα;

Θα μπορέσω ποτέ να τραγουδήσω; Ακόμη και τα σπουργίτια
τραγουδούν κι εγώ είμαι, λοιπόν,
άνευ ελπίδας.

Μήπως η όρασή μου φθίνει ή το φαντάζομαι;
Μήπως θα πάθω ρευματισμούς,
σπασμούς, άνοια;

Εν τέλει, συνειδητοποίησα ότι η ανησυχία μου δεν οδηγεί πουθενά.
Και έτσι την παράτησα. Πήρα το γέρικό μου σώμα,
βγήκα στο εξαίσιο πρωινό
και τραγούδησα.


I worried

I worried a lot. Will the garden grow, will the rivers
flow in the right direction, will the earth turn
as it was taught, and if not how shall
I correct it?

Was I right, was I wrong, will I be forgiven,
can I do better?

Will I ever be able to sing, even the sparrows
can do it and I am, well,
hopeless.

Is my eyesight fading or am I just imagining it,
am I going to get rheumatism,
lockjaw, dementia?

Finally I saw that worrying had come to nothing.
And I gave it up. And took my old body
and went out into the morning,
and sang.


Όταν βρίσκομαι ανάμεσα στα δέντρα

Όταν βρίσκομαι ανάμεσα στα δέντρα,
ειδικά ανάμεσα στις ιτιές και τις χαρουπιές,
ανάμεσα στις οξιές, τις καρυδιές, τις πεύκες,
όλες τους με γεμίζουν σταγόνες χαράς.
Με σώζουν, θα έλεγα, μέρα με τη μέρα.

Είμαι τόσο μακριά από την ελπίδα του εαυτού μου,
για την οποία έχω και καλοσύνη και οξυδέρκεια,
και ουδέποτε βιάζομαι μέσα στον κόσμο
μα περπατώ αργά και υποκλίνομαι συχνά.

Γύρω μου τα δέντρα κινούν τα φύλλα τους
και μου φωνάζουν «Μείνε λίγο ακόμη».
Το φως αναδύεται απ’ τα κλαδιά τους.

Και με καλούν ξανά «Είναι απλό», λένε,
«κι εσύ έχεις έρθει
στον κόσμο τούτο να κάνεις το ίδιο, να είσαι ελαστικός, γεμάτος φως,
να λάμπεις».


When I Am Among the Trees

When I am among the trees,
especially the willows and the honey locust,
equally the beech, the oaks and the pines,
they give off such hints of gladness.
I would almost say that they save me, and daily.

I am so distant from the hope of myself,
in which I have goodness, and discernment,
and never hurry through the world
but walk slowly, and bow often.

Around me the trees stir in their leaves
and call out, “Stay awhile.”
The light flows from their branches.

And they call again, “It’s simple,” they say,
“and you too have come
into the world to do this, to go easy, to be filled
with light, and to shine.”


Λίγα λόγια του μεταφραστή για την ποιήτρια

Η Μαίρη Όλιβερ (Mary Oliver, 10 Σεπτεμβρίου 1935 – 17 Ιανουαρίου 2019) υπήρξε σημαντική ποιήτρια της Αμερικανικής Λογοτεχνίας. Η ιδιαίτερη ποιητική της φωνή τής χάρισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και το Βραβείο Πούλιτζερ. Όπως επισημαίνει η Maxine Kumin στο Women’s Review of Books, η Μαίρη Όλιβερ έχει χαρακτηριστεί ως «ένας άοκνος οδηγός προς τον φυσικό κόσμο». Η ποίησή της εστιάζει στην ησυχία της φύσης· στο απαλό πέταγμα των πουλιών, στο σιγανό θρόισμα των δέντρων, στη μαλακή κίνηση του κόσμου. Σχεδόν σε όλα τα ποιήματά της, που εκφράζονται σε μια πλούσια αλλά απλή γλώσσα, υπάρχει η πρόσκληση σε δράση –το call to action της σημερινής εποχής– που καλεί όλους τους ανθρώπους να στραφούν στην φύση, να την αφουγκραστούν και να μεταθέσουν τους εαυτούς τους με τα αέναα στοιχεία της σε μια προσπάθεια να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι· να αφήσουν το «απαλό πλάσμα μέσα τους να αγαπήσει αυτό που αγαπά».


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.