Αργύρης Φυτάκης | Τα ξερόκλαδα ή ο Κλήδονας που δεν μένει πια εδώ

Ανήμερα του Κλήδονα ο τόπος έκαιγε. Η γη άχνιζε, θαρρείς κι η σάρκα της αργοψηνόταν. Στάλα δεν είχε πέσει τις τελευταίες εβδομάδες και τα σπαρτά το σίγουρο ότι θα πήγαιναν στράφι. Στην είσοδο του χωριού, στα χωράφια, μπορούσες να δεις τεράστιες σχισμές, σαν το κενό ανάμεσα σε βλέφαρα και φρύδια, που τις είχε χαράζει ο παρατεταμένος καύσωνας. Λες και κάποιο αόρατο χέρι είχε χώσει ολόκληρο το χωριό σ’ ένα ατέλειωτο ξυλόφουρνο και του πέταγε συνέχεια ξύλα μέχρι να στραγγίσει η γέμιση και να ξεροψηθεί η κρούστα.

Στο χωριό δεν έχουμε το έθιμο του Αϊ Γιαννιού του Ριζικάρη που τα παιδιά πηδάνε φωτιές και τα ανύπαντρα κορίτσια παίρνουν λίγη στάχτη στον ύπνο τους για να τους φανερωθούν οι αγαπητικοί τους. Την παραμονή, όμως, λίγο πιο έξω απ’ το χωριό, εκεί που ο δρόμος παίρνει τον τελευταίο του ανήφορο πριν το βουνό, μερικοί νέοι είχαν μπουμπουνίσει μια φλόγα από ξερόκλαδα. Γέλια, φωνές, κρασί κι δώστου να πηδάνε πάνω απ’ τη χαμηλή φλόγα. Κάνα δυο περαστικοί κοντοστάθηκαν και ρώτησαν να μάθουν τι γίνεται. Είχαμε μερικά ξερόκλαδα και δεν θέλαμε να τα πετάξουμε, έκαναν εκείνα. Οι μεγαλύτεροι είχαν σκαρφαλώσει σε αυλές και παράθυρα και κοιτούσαν το θέαμα της φλόγας σαν θερινό σινεμά. Τώρα αν αυτά τα παιδιά έκαιγαν τα ξύλα γνωρίζοντας ότι είναι έθιμο του Κλήδονα ή τυχαία είναι κάτι που ακόμη και σήμερα συζητιέται στα κατώφλια και τις πόρτες των σπιτιών.

Ήταν περασμένες δώδεκα όταν είδαν τον χαζο-Γιάννο να πλησιάζει στο μέρος που ‘χε στηθεί η αυτοσχέδια γιορτή. Κανείς δεν ξέρει τι γύρευε σ’ εκείνα τα μέρη και μάλιστα τέτοια ώρα. Η μυρωδιά του καμένου ξύλου ανακατευόταν γλυκά στο άρωμα της καλοκαιρινής νύχτας. Ο χαζο-Γιάννος, μόλις είδε ότι τα παιδιά πηδούσαν τις φωτιές, ξέσπασε σε γέλια. Τα παιδιά τον έβλεπαν και γελούσανε κι αυτά. Δυο απ’ τους τολμηρούς τον πλησίασαν και του ‘δωσαν κοκκινέλι που ‘χαν βαρελίσιο και συνέχιζαν να το κάνουν έως ότου έγινε στουπί. Ο χαζο-Γιάννος, που μήτε ήξερε πια πως τον λεν μήτε γνώριζε που βρισκόταν, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Μοναχά γελούσε. Σαν κάποιο πράγμα, μια δύναμη ίσως να τον έσπρωξε κι εκείνος δρασκέλισε με γοργό βήμα προς την ζοφερή φλόγα που ξαφνικά φούντωσε. Μονομιάς τα ρούχα του άρπαξαν. Μερικοί φώναξαν κάτι που δεν μπόρεσαν να ακουστεί κι έτρεξαν να τον βγάλουν έξω. Εκείνος διασκέδαζε πολύ που τα παπούτσια του είχαν φλαμπαδιάσει και βούτηξε ξανά και ξανά ώσπου σχεδόν ολόκληρο το σώμα του τυλίχθηκε στο πέπλο της φωτιάς. Τον έβγαλαν και του ‘ριξαν ένα κουβά νερό. Κουβάλησαν το βαρύ του σώμα μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού του και το απίθωσαν εκεί.

Την άλλη μέρα, ανάμεσα σε σβηστές στάχτες και καψαλισμένα αποκαΐδια, ένα κομμάτι της σόλας του παπουτσιού του χαζο-Γιάννου γυάλιζε κάτω από το σκληρό κι ανελέητο φως της μέρας.


Ο Αργύρης Φυτάκης είναι συγγραφέας, MA στη Δημιουργική Γραφή. Το πρώτο του αφήγημα «Ημέρα Γενεθλίων» και η πρώτη του συλλογή χαϊκού «Διαθλάσεις Φωτός» βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr), όπως και η συλλογή χαϊκού «Του χρόνου».


BookSitting | Βιβλία, τέχνες, ιδέες

Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.