Γ. Θ. Βαφόπουλος | Ο Επιτάφιος Θρήνος

Οι αρχαίοι ποιητές ξέραν να τραγουδούνε.
Να πλέκουν ύμνους για τις πράξεις των θεών,
να «ενέπουν» και να «αείδουν» τους ημίθεους
και να συνθέτουν επινίκια για κοινούς θνητούς.

Με το γύρισμα των καιρών, ο Ναζωραίος
το μήνυμα έφερε ενός καινούργιου μέλους,
που άνθισε μέσα στις ψυχές των ποιητών.
Έτσι κι εκείνοι μάθανε να τραγουδούνε,
με την υπόκρουση των μουσικών οργάνων,
μελωδίες εις αίνον του μοναδικού Θεού.

Εμείς τώρα, οι επίγονοι των υμνογράφων,
οι στιχογράφοι ενός καιρού, όπου ούτε αχνάρια
από μνημεία θεών κι ηρώων δεν έχουν μείνει,
με τι φωνή μπορούμε πια να τραγουδούμε;

Αφού πολύ πάνω απ’ τους τάφους κλάψαμε,
όχι πια των νεκρών θεών και των ηρώων,
αλλ’ ανωνύμων αδελφών, που γράψανε
την πικρήν ιστορία της Ρωμιοσύνης,
μαζί με τα δάκρυα χάσαμε και τη φωνή μας.

Να τραγουδήσουμε πια δεν μπορούμε.
Το τραγούδι αναβρύζει από ανοιχτή καρδιά.
Μόνο να φτύσουμε μπορούμε το στεγνό μας σάλιο
πάνω στο πρόσωπο της πιο μεγάλης τύψης,
αυτής της νέας ελλαδικής μας Ερινύας,
που πετάχθηκε μέσ’ απ’ την πληγή της Κύπριδος,
καθώς είχεν εκείνη αναδυθεί απ’ το κύμα.

Ήταν η μόνη απ’ τους θεούς, που ακόμα ζούσε,
με τη δύναμη της ομορφιάς, που δεν ενδίδει.
Τώρα την κλαίμε, όπως αυτή έκλαιγε τον Άδωνι.

Ω Κύπρος, Επιτάφιε Θρήνε των Ελλήνων.

[Από την ποιητική συλλογή Τα επιγενόμενα (1977), στο Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά , εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1990]


BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.