Αλεξία Καλογεροπούλου | Τα δάκρυα του Κολοκοτρώνη

Κατέβηκε απ’ τ’ άλογό του, το έδεσε πρόχειρα στον κορμό μιας αγριελιάς, από τις λίγες που γλίτωσαν από τη φονική μανία του Ιμπραήμ, και έπλυνε το πρόσωπό του στο ρυάκι που έτρεχε αδιάκοπα τον τελευταίο μήνα.
Κάθισε κάτω βαρύς, σαν να είχε έναν βράχο λίγο πιο πάνω απ’ το στομάχι. Ένα ποτάμι εντός του, που αναζητούσε ορμητικά διέξοδο, έσπρωξε τον βράχο και ο Κολοκοτρώνης ξέσπασε σε κλάματα. Τα δάκρυά του μούσκεψαν τα γκρίζα μουστάκια και τα ρούχα του και έπεσαν στη γη που είχε πρασινίσει πια σε όλο το βουνό, υπενθυμίζοντας ότι ο κύκλος της ζωής δεν σταματά ποτέ, ακόμα κι αν χάνονται ζωές, ακόμα κι αν το χώμα ποτίζεται με αίμα.

«Γέρο», άκουσε μια γνώριμη φωνή.
«Τι είναι, ωρέ Σαγιά;» απάντησε χωρίς να γυρίσει.
«Έλα. Τα παλληκάρια σε ζητούν».

Σηκώθηκε, σκούπισε διακριτικά τα μάτια του με το μανίκι, όρθωσε το κορμί του και πήρε το αγέρωχο και άφοβο ύφος που γνώριζαν καλά οι συναγωνιστές και οι εχθροί του.

(Πρώτη δημοσίευση στον Νουμά, τ. 170, Ιαν. – Φεβ. 2021)

BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.