Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
Ο Θανάσης Χειµωνάς γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία και Κινηµατογράφο στο Πανεπιστήµιο του Στρασβούργου και Δηµοσιογραφία στο Λονδίνο. Πρωτοεµφανίστηκε στα γράµµατα µε δύο διηγήµατα στην εφημερίδα «Τα Νέα», το πρώτο από τα οποία εντάχθηκε στη συλλογή διηγηµάτων «Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο» (Κέδρος, 1997). Έχει γράψει τα µυθιστορήµατα: «Ραµόν» (Κέδρος, 1998• Εκδόσεις Πατάκη, 2019), «Σπασµένα ελληνικά» (Κέδρος, 2000), «Ανεξιχνίαστη ψυχή» (Εκδόσεις Πατάκη, 2003), «H µπλε ώρα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2005), «Ραγδαία επιδείνωση» (Εκδόσεις Πατάκη, 2008), «Δεν την αγαπάω πια» (Εκδόσεις Πατάκη, 2010), «Ζούµε τις τελευταίες µας µέρες» (Εκδόσεις Πατάκη, 2013), «Αίτηµα φιλίας» (Εκδόσεις Πατάκη, 2015), «Παραφροσύνη» (Εκδόσεις Πατάκη, 2017), «Ο κύριος Τέλειος» (Εκδόσεις Πατάκη, 2021), «Τρότζαν» (Εκδόσεις Πατάκη, 2023). Το 2002 το «Ραµόν» εκδόθηκε στη Γαλλία από τις εκδόσεις Alter Edit, ενώ το 2003 ακολούθησαν τα «Σπασµένα ελληνικά». Το 2021 το «Αίτηµα φιλίας» εκδόθηκε στη Βόρεια Μακεδονία από τις εκδόσεις Art Connect. Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή το νέο του βιβλίο, με τίτλο «Τρότζαν», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη.
Κύριε Χειμωνά, ζόρικο το νέο βιβλίο σας, Τρότζαν. Διαβάζοντάς το, κατά κάποιον τρόπο, ασφυκτιάς. Μπαίνεις στη διαδικασία να σκεφτείς ότι όλα αυτά τα απάνθρωπα, που περιγράφετε, μας έχουν ήδη αλλοτριώσει.

Μα ήδη συμβαίνουν, σε κάποιο βαθμό, όλα αυτά που περιγράφω στο βιβλίο μου. Οι περιορισμοί, η λογοκρισία, μια γενικότερη ισοπέδωση, έως και ευνουχισμός της κοινωνίας στο όνομα, δήθεν, της διαφορετικότητας και της ασφάλειας. Και όντως έχουμε αποδεχτεί αγόγγυστα τα πάντα.
Αλλά πώς σας πρωτοήρθε η ιδέα να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία «επιστημονικής φαντασίας»; Μήπως εν καιρώ λοκντάουν που όλοι είχαμε, λίγο – πολύ, σαλτάρει;
Τη συγκεκριμένη ιδέα τη σκέφτομαι πάνω από δύο δεκαετίες. Ο καλπασμός της, κακώς εννοούμενης, πολιτικής ορθότητας που ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια άρχισε να της δίνει σάρκα και οστά και το λοκντάουν ήταν, ας πούμε, το τελειωτικό χτύπημα. Εξακολουθεί να μου φαίνεται αδιανόητο πως δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο κλειδαμπαρώθηκαν πρόθυμα στα σπίτια τους κόβοντας μαχαίρι τις προσωπικές επαφές, τα ταξίδια, τη διασκέδαση, το σεξ, τον αθλητισμό τρέμοντας μια πανδημία, υπαρκτή μεν αλλά με υπερβολικά χαμηλά ποσοστά θνητότητας για να δικαιολογείται μια τόσο ακραία αντίδραση.
Στο βιβλίο σας, η κυβέρνηση έχει καταστρέψει τα πάντα: την τέχνη, το χιούμορ, το ποτό, τα ταξίδια, τα σπορ. Αν επιτρέψουμε αμαχητί την επιβολή όλων αυτών των δικτατορικών απαγορεύσεων, σύντομα θα είμαστε τελειωμένοι για τα καλά.
Προφανώς. Βλέπετε όμως κανέναν να αντιδρά; Δίνω ένα παράδειγμα: Με αφορμή ένα θλιβερό περιστατικό, τον φόνο ενός αστυνομικού, έξω από ένα γήπεδο όπου διεξαγόταν ένας αγώνας βόλεϊ, η κυβέρνηση απαγόρευσε την παρουσία φιλάθλων, όλων των ομάδων της πρώτης κατηγορίας ποδοσφαίρου, για δύο μήνες. Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς λογική. Όλοι το αποδέχτηκαν. Οι παράγοντες, οι ποδοσφαιριστές ακόμα και οι χούλιγκαν! Τι περιμένετε λοιπόν.

Τρόπος αντίστασης βλέπετε να υπάρχει ή ο άκρατος συντηρητισμός που όλο και θεριεύει, μας αποτελειώνει σιγά σιγά ;
Ανοιχτό μυαλό χρειάζεται. Και να πάψει ο κόσμος να καταπίνει αμάσητο ό,τι διαβάζει στα σόσιαλ και ό,τι του αποστέλεται στο κινητό από τριψήφια νούμερα.
Εσείς, που έχετε μεγαλώσει σε ένα πνευματικά θαλερό οικογενειακό περιβάλλον, δεν αναρωτιέστε σήμερα πού είναι οι φωτισμένοι άνθρωποι, να χαράξουν καινούργιους δρόμους, λαμπερούς;
Πάντα υπάρχουν φωτισμένοι άνθρωποι. Το ποιος τους ακούει είναι το θέμα. Επίσης, το να είναι κάποιος ταλαντούχος σε οτιδήποτε, δε σημαίνει πως όλα όσα λέει είναι σωστά ή έχουν σημασία.
«Ίσως είναι προτιμότερο να ζεις μια ζωή χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ανατροπές, χωρίς κινδύνους», γράφετε κάπου στο Τρότζαν. Αυτό είναι το νόημα της όποιας προόδου; Να ζεις χωρίς ταβερνάκια, ποτά μέχρι πρωίας, θέατρο απογειωτικό, έρωτες παθιασμένους;
Ήδη ο κόσμος ζει έτσι. Με την πρώτη βροχούλα ή την πρώτη καλοκαιρινή ζέστη ταμπουρώνεται στο σπίτι του. Δουλεύει από το σπίτι του, τρώει στο σπίτι του, ακόμα και σπουδάζει από το σπίτι του. Άσε που η γενιά που γεννήθηκε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας διδάχθηκε εξ απαλών ονύχων πως δεν πρέπει να βγαίνεις ποτέ από το σπίτι σου. Παλιά ένα ΠΣΚ κραιπάλης ήταν πάρτυ και αλκοόλ μέχρι τελικής πτώσης. Τώρα είναι η παρακολούθηση πέντε κύκλων του σίκουελ του Karate Kid.

Κλείνοντας, στο βιβλίο σας το σεξ γίνεται υπό όρους, ο έρωτας καταδιώκεται δια ροπάλου κι όμως, ο ήρωάς σας, σε πείσμα όλων αυτών, παίρνει στην αγκαλιά του την αγαπημένη του, την Άντεια, το κορίτσι με τα μπλέ μάτια, και την «σφίγγει απαλά και στοργικά». «Μη φοβάσαι», της λέει, «έχουμε την αγάπη μας, θα υπάρχει για πάντα, με κάποιο τρόπο μαγικό, θα υπάρχει ακόμα κι αν εμείς δεν θα είμαστε πια εδώ». Μήπως αυτό είναι το μόνο αντίδοτο στη μαυρίλα; Η αγάπη, η τρυφερότητα;
Δε θέλω να υποδεικνύω στον αναγνώστη τι θα καταλάβει αλλά πίσω από τη συγκεκριμένη σκηνή κρύβεται μια τραγική ειρωνία. Δείχνει πόσο αδύναμοι και, κατά κάποιο τρόπο, αφελείς είναι οι άνθρωποι. Η αγάπη ανάμεσα στους δύο ανθρώπους όντως θα υπάρξει για πολλά χρόνια αλλά όχι με τον τρόπο που φαντάζονται.
Και κάτι τελευταίο. Τελικά, ως λαός, δεν είμαστε ούτε αρκετά δυτικοί ούτε αρκετά «φολκλόρ». Μήπως εκεί εντοπίζεται η αιτία πολλών εκ των αντιπαθητικών αντιφάσεών μας;
Τη δήλωση αυτή την είχα κάνει απαντώντας στην ερώτηση γιατί οι έλληνες συγγραφείς δεν γνωρίζουν επιτυχία στο εξωτερικό. Ως λαός είμαστε παντελώς φολκλόρ. Και με την κακή και με την καλή έννοια.
Newsletter
BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
