Αργύρης Φυτάκης | Ο τόπος μας είναι κλειστός

Τούτη η γη, όπου και να πας, σε πνίγει. Μονολογεί η γυναίκα με το μαύρο μαντήλι, σκυμμένη στο κατώφλι του σπιτιού της, την ώρα που καθαρίζει τους μίσχους απ’ τα φασολάκια.

Σ’ αυτό το μέρος ο ουρανός κατεβάζει την σκεπή του μέρα και νύχτα και τα μάτια αυλακώνονται μονάχα από βουνά. Στάλα νερό δεν τρέχει μήτε από ποτάμια, μήτε από πηγές και βαθιά πηγάδια. Σ’ αυτόν τον τόπο οι λιγοστοί κάτοικοι έχουν μάθει να λατρεύουν το νερό με έννοια θρησκευτική. Πλαισιώνουν την ανυδρία με πομπές διονυσιακές. Προστάτριες οι γυναίκες, ντυμένες συκιές, βαδίζουν κρατώντας γκιούμια αδειανά και τρυφερά κριάρια. Σ’ αυτόν τον τόπο υπάρχουν μόνο μερικές στέρνες, άδειες τις πιο πολλές φορές, που κροταλίζουν σιγανά υπόκωφα στο βάθος. Και τότε οι χωρικοί μαζεύονται τριγύρω, γονατίζουν και στήνουν αυτί ν’ ακούσουν.

Κι ακούν νερό να τρέχει, νερό να χάνεται ευθύς μέσα στο χώμα. Ήχος στεκάμενος και κούφιος. Εκείνοι ξεσπούν σε δάκρυα, μα όχι σε δάκρυα χαράς. Κλαίνε για τη μοναξιά τους, κλαίνε για την αγάπη τους, κλαίνε για τα σώματά τους. Πιάνονται χέρι χέρι και μιλούν, ρωτούν πώς τα κατάφεραν ως εδώ, πώς μπόρεσαν να χτίσουν και σπίτια και καλύβια και στάνες. Τους φαίνεται παράξενο που μέσα σ’ αυτόν τον τόπο κατάφεραν να υπάρχει ζωή. Κι έκαμαν γάμους στην πίσω αυλή της εκκλησίας με δροσερά στεφάνια ασφοδέλους, πλεγμένα με συκόφυλλα και καρπούς από παντζάρια. Τα δάχτυλά τους πιάνανε, άγγιζαν την ψυχή τους. Έκαναν και παιδιά,δυνατά και άφοβα στην ήττα.

Τούτη η γη, όπου και να πας, σε πνίγει. Σε πνίγουν οι δυο μαύρες συμπληγάδες. Σ’ αυτή τη γη οι κάτοικοι δεν βγαίνουν να διασκεδάσουν, πιστοί κι αφοσιωμένοι στην ευτοπία του δουλεμένου χώματος, των διψασμένων ριζών και των εδώδιμων καρπών. Μονάχα τις Κυριακές, το λιόγερμα μπορούν να ανασάνουν και τραβούν στου λιμανιού τον δρόμο. Σπασμένα ξύλα φωτίζονται, χαράζουν θαλάσσιο δρόμο. Κάποια ταξίδια δεν τελείωσαν ποτέ, κάποιοι θαλασσοπόροι δεν πάτησαν ξανά στεριά. Τα σώματά τους ανάθεμα κι αν ξέρουν πια πως ν’ αγαπήσουν.

Από το πλαϊνό σπιτάκι βγαίνει τώρα μια γυναίκα με κόκκινα μάτια, στα χέρια της  κρατά ξερόχορτα δεμάτια. Απιθώνει μια ντάνα έξω μπροστά στον κάδο. Για μια στιγμή  κοιτάζονται. Η γυναίκα με το μαύρο μαντήλι χώνεται βαθιά μέσα στο σπίτι.


Ο Αργύρης Φυτάκης είναι συγγραφέας, MA στη Δημιουργική Γραφή. Το πρώτο του αφήγημα «Ημέρα Γενεθλίων» και η πρώτη του συλλογή χαϊκού «Διαθλάσεις Φωτός» βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr), όπως και η συλλογή χαϊκού «Του χρόνου».

BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.