Αργύρης Φυτάκης | Mermaids

Για την Πρωτομαγιά εκείνου του χρόνου, τον οποίο τα ημερολόγια δεν τον έχουν ποτέ συμπεριλάβει, ακόμη γίνεται λόγος στις αίθουσες με τα κρεμαστά παράθυρα και τις σκαλιστές τοιχογραφίες. Λέγεται πως εκεί πάνω στο ξέφωτο των γητειών, στο σημείο που στέκουν σήμερα οι αιχμηρές πλαγιές της Καράβας, αποβραδίς του Μάη ακούγονται γέλια και χοροί: είναι οι γοργόνες που επιστρέφουν μονάχα για τούτη τη βραδιά.

            Τον παλαιό καιρό πράγματι ολάκερη η Θεσσαλία ήταν θάλασσα και μόνο μια κορυφή ενός βουνού στον κάμπο δεν ήταν σκεπασμένη από τα νερά. Στην κορυφή αυτή έδεναν τα καράβια πάνω σε σιδερένιους χαλκάδες, σαν ημέρευε η θάλασσα κι οι ναυτικοί έπιαναν στεριά. Οι γριές της περιοχής λένε ότι τούτα τα κοιλώματα που βρίσκει κανείς καταμεσής του βουνού προέρχονται απ’ τα αποτυπώματα που άφηναν οι κρίκοι στα θαλασσινά λιβάδια. Γι’ αυτό κι η κορυφή εκείνη πήρε το όνομα Καράβα.

            Μεσάνυχτα εκείνης της Πρωτομαγιάς και μια παρέα ψαράδων κάνει αραξοβόλι στο απάγκιο λιμάνι. Η νύχτα είναι ήσυχη και το φεγγάρι λάμπει. Οι άνδρες είναι μαζεμένοι στην πρύμνη του καϊκιού και τραγουδάν σκοπούς θαλασσινούς. Δίπλα τους ντάνες οι τσιπούρες και οι θαλασσοπέστροφες. Έχουν απλώσει μπροστά τους μια κομμένη κουρελού από καραβόπανο και παίζουν ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι με βότσαλα. Προσπαθούν να πετύχουν τις στοίβες με τα βότσαλα πετώντας μικρότερα από διαφορετικές αποστάσεις. Όποιος καταφέρει να τα γκρεμίσει όλα μαζί τη φορά κερδίζει επάξια μια ρουφηξιά κόκκινο κρασί. Στη συνέχεια αυτός που κερδίζει, στήνει και πάλι τις στοίβες με τα βότσαλα και ο επόμενος κάνει την προσπάθειά του. Το φως απ’ το ολόγιομο φεγγάρι κρατά συντροφιά τους ναυτικούς, φωτίζοντας τα πρόσωπά τους που έχουν γίνει κόκκινα απ’ το πολύ κρασί.

            Ξαφνικά, την ήρεμη νύχτα σπάει μια δυνατή ριπή ανέμου. Το καΐκι αρχίζει να πηγαίνει πέρα δώθε, πετώντας τους άμοιρους τους ναυτικούς πότε δεξιά και πότε αριστερά. Οι ντάνες με τα ψάρια απλώνονται στο κατάστρωμα. Τα μάτια των ψαριών γυαλίζουν στο ταραγμένο φεγγαρόφως, γουρλώνουν απειλητικά σαν να θέλουν να τους κατασπαράξουν. Η θαλασσινή μυρωδιά σφίγγει τη μύτη των ναυτικών και αρχίζει να τους πνίγει. Ολόκληρη η θάλασσα της Θεσσαλίας αναταράζεται.

            Σε λίγη ώρα, η φουρτούνα σταματά. Ζαλισμένοι απ’ την σκηνή οι ναυτικοί πέφτουν σε λήθαργο βαρύ. Τα όνειρά τους ταραγμένα. Δέντρα που γεννούν πέστροφες και τσιπούρες που πετάγονται μέσα απ’ τα βράχια ενός ξέφωτου κι εκείνοι ανάσκελα σε ένα λιβάδι από βότσαλα, τα στόματά τους γεμάτα με χαλίκια που δεν μπορούν να ανασάνουν.

Και μέσα σ’ όλα αυτά μια μαγική μελωδία, ένα τραγούδι απαλό και ήρεμο σε ύπνο βαθύ τους τρέπει. Σκοπός ερωτικός θαρρείς πως έχει χτυπήσει τις ψυχές τους και ξάφνου σταματάνε τα άσχημα όνειρα, οι μόρες και οι πέστροφες που πνίγουν. Ανοίγουν σιγά σιγά τα μάτια τους και βλέπουν το λιμάνι γεμάτο με όμορφες παρουσίες, γυναίκες με πορτοκαλί μαλλιά και σφριγηλά σώματα. Χορεύουν γύρω τους με ρυθμό, σταματούν στο ύψος των αυτιών τους και τους ψιθυρίζουν λόγια ευχάριστα. Απ’ τα γραμμένα χείλη τους ξεχύνεται η μελωδία που γητεύει απαλά τους ψαράδες, το γέλιο τους αντηχεί βαθιά στα σωθικά τους. Κι έτσι όπως είναι ανάσκελα στην βάρκα έρχονται και πλαγιάζουν μαζί τους.

Βρίσκουν το κόκκινο κρασί και το φέρνουν γλυκιά στο στόμα τους. Γελάνε και μαγεύουν, αρχίζουν να λικνίζουν το μισό τους σώμα γύρω απ’ τα κεφάλια των ψαράδων. Κι ύστερα τους ρωτούν αν ζει ακόμη ο Μεγαλέξανδρος. Οι ψαράδες ζαλισμένοι ξεχνούν τα λογικά τους και δεν ξέρουν τι να απαντήσουν. Γητεμένοι απ’ το κάλλος η γλώσσα τους στερεύει. Μονάχα κανά δυο μπορούνε να μιλήσουν. Αλλά κι αυτοί έχουν χαζέψει και δεν ξέρουν τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Και μέσα στην παραφροσύνη τους απαντούν πως όχι, ο Μεγαλέξανδρος πέθανε, κι έχει χρόνια πεθαμένος. Τότε αυτές αρχίζουν να ουρλιάζουν και να μοιρολογούν, να βελάζουν σαν τις στρίγγλες. Τότε δίνουνε μια και πετάνε ψηλά το καράβι, γυρνάει ανάποδα και πέφτει μες τη θάλασσα. Οι γοργόνες ανοίγουν το στόμα τους, τα κοφτερά τους δόντια μακραίνουν και χιμούν στους έρμους τους ψαράδες. Οι τσιπούρες και οι θαλασσοπέστροφες ξαναζωντανέουν στη θάλασσα και το κόκκινο κρασί σκουραίνει το κόκκινο νερό της.

Οι θλιμμένες γυναίκες ξεσπούν σε δάκρυα, δάκρυα που τάραξαν ολάκερη την θάλασσα της Θεσσαλίας. Η ταραχή έφτασε και στα αυτιά του Ηταύρου που ήταν ξαπλωμένος στην πιο πάνω πλαγιά και τόσο πολύ εθύμωσε με τους ψαράδες που στεναχώρησαν τις γοργόνες. Ο Ήταυρος έδωσε μια και χώρισε με την ουρά του τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, που ήταν αδερφωμένοι, και έτσι έφυγε το νερό που σκέπαζε τον κάμπο της Θεσσαλίας και δεν έμεινε τίποτα πέρα από την Σαλαμβρία. Ο Ήταυρος προκάλεσε σεισμό κι έτσι άνοιξε η κοιλάδα των Τεμπών και χύθηκαν τα νερά στη θάλασσα.

Έτσι στέρεψε και το λιμάνι που έδεναν ναυτικοί οι ψαράδες τα καΐκια τους κι χάθηκαν εκείνες οι όμορφες γοργόνες που ρωτούσαν τους στεκάμενους θαλασσοπόρους αν ζούσε ο Μεγαλέξανδρος. Και τα κουφάρια εκείνων των ψαράδων δεν βρέθηκαν ποτέ ξανά.

Μα οι γοργόνες, κάθε Πρωτομαγιά, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα επιστρέφουν σε εκείνο το ξεροβούνι, οργώνουν τις κοφτερές πλαγιές με τα δόντια τους, ξεθάβουν τα κουφάρια και στήνουν γύρω τους χορό. Στα χείλη τους κυλάει κόκκινο κρασί, ξεχύνονται μελωδίες γλυκείες σαν μέλι. Χορεύουν, τραγουδούν και σαν φέξει Μάης χάνονται και δεν ξαναγυρνούν.


Πηγές δοξασιών:

Νικόλαος Γ. Πολίτης (1994), Παραδόσεις (ν. 258 και 551), τ. Α’ και Β’, Αθήνα: Γράμματα.

Χ. Άννινος (1884), Παραλλαγή από τη Μεσδάνη της Καρδίτσας δημοσιευμένη στην Εβδομάδα 1885, τ. Β’, ο.π. στο Ν.Γ.Π (1994) Παραδόσεις, τ. Β’.


Ο Αργύρης Φυτάκης είναι συγγραφέας, MA στη Δημιουργική Γραφή. Το πρώτο του αφήγημα «Ημέρα Γενεθλίων» και η πρώτη του συλλογή χαϊκού «Διαθλάσεις Φωτός» βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr), όπως και η συλλογή χαϊκού «Του χρόνου».

Φωτογραφία: K Brembo

BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.