Γράφει ο Παναγιώτης Θωμά
Τετάρτη, 3 Ιανουαρίου 2024
Σχόλιο στους Μικρομηχανισμούς της Στέλλας Βοσκαρίδου, εκδόσεις εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2022.
Η Βοσκαρίδου είναι ποιήτρια ως το κόκκαλο, το μαρτυρούν τα ύψη και τα βάθη της ―εξ ίσου θαυμαστά―, ροπές φυσικές που επιβάλλει το ζύμωμα με τη γλώσσα ως πράγμα υλικό, με τις λέξεις ως πράγματα κοσμικά κι όχι ιδεαλιστικά: «το γυάλινο ρήμα / καθώς περνάει / ο μάγος / η συμμορία της άνοιξης / τα άρματα της αφής» (σ. 69)· «χαϊδεύω αυτό που ξεθωριάζει στις φωτογραφίες / γεύομαι το χνούδι της λέξης / ακραιφνώς» (78). Το ύφος των Μικρομηχανισμών (τι αντιποιητικός και αντιλυρικός που είναι αυτός ο τίτλος, μ’ έναν πλάγιο σαρκασμό γι’ αυτό που είναι του συρμού ως ποιητικό, απωθώντας όποιον αναμένει από την ποίηση στοχαστικές κοινοτοπίες συναισθηματικής φόρτισης)· το ύφος της, λοιπόν, απροσποίητο, σεμνό μα όχι σεμνότυφο, ώστε να καταργεί την επιθυμία να σκάψει και να υψωθεί, ή να ανυψωθεί ποιητικά σκάβοντας· διάτρητη από τις εικόνες του κόσμου, ηττημένη από την κοσμική ποίηση, φιλοκαλώντας μετ’ ευτέλειας, τουτέστιν μετά λιτότητος και ιερότητος!
Η Στελλα Βοσκαρίδου έχει καημούς ουκ ολίγους, αλλά χωρίς ν’ αρνείται την προσωπική εξομολόγηση, την υπερβαίνει. Θα μπορούσε να πει κανείς πως καθόλου εξομολογητική δεν είναι η ποίησή της, ή πως είναι μόνον κατ’ επίφαση εξομολογητική, ώστε να γίνει κατ’ ουσίαν οικουμενική η συνείδηση που δι’ αυτής εκφράζει. Είναι μεγάλο το στοίχημα τούτο της σπουδαίας ποιήτριας και νομίζω πως το κερδίζει, γι’ αυτό και οι Μικρομηχανισμοί ―τολμηρό αυτό που πρόκειται να ισχυριστώ, αλλά δεν θέλω να το μετριάσω ή να το κρύψω―, έχουν τα εχέγγυα να κατακτήσουν τη διαχρονικότητα. Το ποιητικό υποκείμενο αφημένο, από τη μια, στη μέθη και τη ζάλη του κόσμου, στον έρωτα των αστεριών που την τεντώνουν προς το γοητευτικό και σκληρό μαζί άπειρο («ξαναφοράω την παιδική μου / ταχύτητα / εκλιπαρώ χρωματιστές λαίλαπες / σιωπή / με αριστείο / στην αστρονομία», σ. 52· «ένας δακρυοπαγής / διακανονισμός / το βόρειο σέλας», σ. 90)· στη θλίψη της σάρκας, από την άλλη («το σχήμα μου / μέσα στη λέξη σαρξ», σ. 51· «χάνομαι μέσα στη λέξη σάρξ / ευχή από δύση ― / ζήτημα άσπιλου χρώματος / ευχή από δύση ― ζήτημα άσπιλου χώματος», σ. 82), που σημαίνει τη φθορά, η οποία συμπαρεκτείνεται με την κοινότητα των ανθρώπων σ’ ένα πλέγμα θλίψης και απόγνωσης: «η λέξη φεύγω / ως παρατεταμένη τυμπανοκρουσία / τα υπόλοιπα ανιστόρητος χρόνος (σ. 64)· «ριζώνω μέσα σε κάτι / που γνωρίζει τα πάντα από χιόνι / το μελετάω και λιώνω συγχρόνως» (σ. 68), ενσαρκώνει τον κοινό ανθρώπινο πόνο κι έτσι, θρηνητικά, επ-εκτείνεται από το συγκεκριμένο στο καθολικό.
Αλλά η εντοπιότητα; Πού είναι άραγε το εφαλτήριο· πού τον έχει κρυμμένο τον οικείο τόπο η Στέλλα Βοσκαρίδου, πώς τον καμουφλάρει έτσι· πώς τον εξαφανίζει σχεδόν σε σημείο που αναρωτιέσαι αν το κάνει σκόπιμα, αν θέλει απλά να είναι πανανθρώπινη, λησμονώντας ―τουλάχιστον ενδοκειμενικά― τη γεω-βιογραφία που όλους μας καθορίζει έστω και εν τίνι μέτρω; Προσωπικά δεν γνωρίζω (ναι, επηρεασμένος από τη θεολογία του προσώπου με όλα της τα συμπαρομαρτούντα εντός του ψυχολογικού χρόνου), άλλον τρόπο / δρόμο να φτάσεις από το συγκεκριμένο στο οικουμενικό και πανανθρώπινο. Αλλά στο εν λόγω εύλογο ερώτημα απαντώ: η Στέλλα αποφεύγει τις γραφικότητες, τις κραυγαλέες κυπριακότητες, που μοιάζουν να θέλουν ακόμα ν’ αποδείξουν πως η Κύπρος υπάρχει και δεν είναι τόπος-φάντασμα. Αλλά δεν χάνει την εντοπιότητά της· πιάνεται απ’ τις άκρες της, κι απ’ τον πυρήνα της μαζί, χωρίς να φωνασκεί και να παλεύει να αποδείξει το αυτονόητο. Οι στίχοι το μαρτυρούν και κανένας ―ενοχλητικός πλέον― υπερθεματισμός δεν χρειάζεται. Ιδού ο τόπος: «όλες οι εποχές είναι δύσκολες / το καλοκαίρι πιασμένο σε συρματοπλέγματα» (σ. 37)· «έτσι κι αλλιώς / δεν μπορεί να υπάρξει αφήγηση / σε τόσο ψηλές θερμοκρασίες / μόνο μουσικά αντιθέματα (σ. 57)».
Θέλω να υπογραμμίσω πως η φορά των Μικρομηχανισμών είναι προς τα ουράνια. Τα ορατά υποδηλώνουν τα αόρατα, σε μια αμφίδρομα ερωτική σχέση. Έτσι, με τη συμβολική τους φόρτιση (για τη Στέλλα η φύση είναι σύμβολο, το σύμβολο είναι φύση) μπορεί ακόμα και να φτάσουν να γίνουν υλικό μιας θερμής προσευχής που θα θυμίζει τον στίχο του Πεντζίκη: «Ο ουρανός οικειώθηκε το παράθυρο» (Ομιλήματα). Ορίστε η γεύση ουρανού, η μέθεξή του, που παραπέμπει με άλλους εκφραστικούς τρόπους και μέσω άλλων οδών —στους ποιητικούς μικρομηχανισμούς της Στέλλας Βοσκαρίδου— στο εμβληματικό της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης δίστιχο της μακαριστής Κικής Δημουλά: «Δεν είναι φήμη ο ουρανός / υπάρχει» («Άτιτλο»). Επαναλαμβάνω, λοιπόν, μάλλον τολμώντας ένα άλμα, όχι νομίζω αυθαίρετο, πως ο ουρανός ως μυστηριώδες πράγμα (καθρεφτισμένο στα γήινα και περισσότερο πλησίον), στο οποίο μετέχει η ποιήτρια κι από το οποίο συγχρόνως απέχει, γίνεται μαγιά (και άρτος) μιας ποιητικής δοξολογίας, που είναι πρώτα απ’ όλα προσευχητικός στεναγμός και αναστεναγμός: «οι πτυχές / ανάμεσα / το ριζικό του μικρού χρόνου / αντί για παρεγκεφαλίδα / ένας μικρός ξενώνας για αστέρια / χάθηκα μέσα στον χάρτη της Βηθλεέμ» (σ. 33-34)· «Να προφέρω την έφιππη λέξη / να παραστώ στην ένθεη μνήμη» (σ. 65).
Με γοητεύει η ποίηση τη Στέλλας Βοσκαρίδου στους Μικρομηχανισμούς, η συνεπής προς τον πολύ ξεχωριστό δρόμο που ξεκίνησε θαρρώ με το Φοβ (…). Γι’ αυτό θέλω πρωτίστως να σας προτρέψω να τη διαβάσετε και συνεπώς ολοκληρώνω άμεσα το κείμενό μου, καταθέτοντας κάποιες τελευταίες σκέψεις. Οι Μικρομηχανισμοί δεν αποτελούν συλλογή ποιημάτων, δεν είναι μάλλον ούτε και ποιητική σύνθεση υπό έναν ορισμένο τίτλο. Θα έλεγα πως θα μπορούσαν να μην έχουν καν τίτλο· να είναι άτιτλοι, σαν στιγμές ποιητικής ωρίμανσης που τις συνέχει μόνον ο ποιητικός τρόπος της Στέλλας· η μεστή ευαισθησία της που καρπίζει και αξίζει σίγουρα της απόλυτης προσοχής μας σε έναν τόπο εν πολλοίς αντιποιητικό, ο οποίος μόνο δια της στερήσεως, και μέσα από το λίγο, πάντα μέσα από το λίγο, σε οδηγεί στην έμπνευση ως καταφυγή και σωτηρία.
Η Στέλλα Βοσκαρίδου μάς χαρίζει ένα βιβλίο ποιητικής, μια προσωπική πραγματεία ποιητικής εμπνεύσεως για τους μυημένους στην οντολογία και όχι απλά στην υφολογία και την πραγματολογία της ποίησης. «Ένα όνομα / ένα όνομα / ένα όνομα» (σ. 96), έτσι κλείνει τη σύνθεσή της, λαχταρώντας μέσα από την απότανση να βρει ό,τι τυχόν θα ολοκληρώσει το ποίημα. Μέχρι τότε μένει υπέροχα ανολοκλήρωτο (όπως η ζωή…), θυμίζοντάς μας με αυτή την απλότητα του ρυθμικού μοτίβου και την επανάληψη, ως μουσικός που είναι, ότι συνειδητά μας παρέδωσε μια σχεδόν εικονοκλαστική δημιουργία, όχι γιατί αποστρέφεται τον μουσικό ρυθμό, αλλά γιατί προτιμά αυτός να την παρασέρνει και όχι να τον εκβιάζει εγκεφαλικά και τετραγωνισμένα. Υπάρχει, εξάλλου ―το ξέρει καλά η Στέλλα―, η θαυμαστή, νατουραλιστική φυσικότητα του Μότσαρτ, αλλά και η εκστατική απλωσιά στον υπερβατικό και ανεπαίσθητο, κατ’ επιλογή, σχεδόν ρυθμό του Φραντς Λιστ. Όσο για τις παύσεις ―που πολύ τις τιμά― ξέρει επίσης καλά η Στέλλα πως κι αυτές είναι μουσική, μέρος της συνθέσεως. Αλλά πιστεύω πως η Βοσκαρίδου έχει θέσει άλλη προτεραιότητα: να οικοδομεί τη γλώσσα (πόσοι μπορούν και το κάνουν ακόμα σήμερα;) ψηλαφώντας απτικά και οπτικά, παντελώς αισθητικά τα υλικά της: η γλώσσα την οδηγεί, παράγει τον ρυθμό, το εσκεμμένο παραπάτημα και το ακριβό παραστράτημα που μας δίνει μια τόσο ξεχωριστή ποίηση. Κλείνω με λίγους στίχους από το Φοβ (…), το προηγούμενο βιβλίο της, που αποτελούν νομίζω κλειδί για την προσπέλαση του ποιητικού οράματός της, δείχνοντας και το ύψος του πήχη που έχει θέσει για τον εαυτό της, ο οποίος, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να είναι εν πολλοίς και ο πήχης κάθε αληθινού ποιητή: «Μια τέτοια νύχτα / θα σε βρω να μαζεύεις από χάμου / όλα τα φι / και να λες / δεν αρκεί να γράψεις ένα ποίημα / πρέπει τη γλώσσα να επινοήσεις».
Newsletter
BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
