Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη η Λιλή Μαυροκεφάλου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στη Μακεδονία. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία-Αρχαιολογία. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Αίγινα, όπου ίδρυσε την Ομάδα Προσέγγισης Αρχαιοελληνικής Τραγωδίας. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού. Επίσης ως εθελόντρια στην Κιβωτό του Κόσμου και στην Κίνηση «Απελάστε τον Ρατσισμό».
Έργα της: «Άγης» (ιστορικό µυθιστόρηµα, 1977, εκδ. Κέδρος), «Κλεοµένης» (ιστορικό μυθιστόρηµα, 1981, εκδ. Κέδρος, Βραβείο Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών), «Το άλλο» (µυθιστόρηµα επιστηµονικής φαντασίας, 1986, εκδ. Κέδρος), «Δύο στον καθρέφτη» (κοινωνικό µυθιστόρηµα, 1994, εκδ. Λιβάνη), «Της φωτιάς και της ερηµιάς» (ιστορικό µυθιστόρηµα, 1997, εκδ. Λιβάνη), «Το πιο όµορφο ταξίδι» (παιδικό µυθιστόρηµα, 1997, εκδ. Άγκυρα, Βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς), «Μέρες καυτού καλοκαιριού» (κοινωνικό µυθιστόρηµα, 2001, εκδ. Άγκυρα), «Bίος και πολιτεία του Γερακάρη Λιµπεράκη» (ιστορικό µυθιστόρηµα, 2003, εκδ. Κέδρος), «Περιπέτεια στο νησί του Οδυσσέα» (παιδικό µυθιστόρηµα, 2007, εκδ. Άγκυρα), «Μυστικός Κρίκος» (κοινωνικό µυθιστόρηµα, 2021, εκδ. Κομνηνός), «Ατλαντίδα Μαινόμενη» (µυθιστόρηµα επιστηµονικής φαντασίας, 2022, εκδ. Πηγή). Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή το νέο της βιβλίο «Φωνές» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Κυρία Μαυροκεφάλου, αναρωτιέμαι πόσο καιρό σάς πήρε να συλλάβετε αλλά και να υλοποιήσετε το ελκυστικότατο αυτό, πολυσέλιδο, χορταστικό έργο σας; Πολύ να υποθέσω;
Η αρχική σύλληψη ήταν να δώσω την τρικυμιώδη πορεία μιας οικογένειας (περιλαμβάνει τέσσερις γενιές) παράλληλα και σε συνάφεια με τις ιστορικές μας περιπέτειες σε μια πορεία εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι πολύ πρόσφατα.
Ήττες, αγώνες επιτεύγματα, οικονομική ευημερία, παρακμή, πτώση αντικατοπτρίζονται και διαπλέκονται με τις φωνές ─ ιστορίες των ηρώων του βιβλίου. Το ατομικό είναι πάντα διαποτισμένο από το γενικό. Αυτή, ομολογώ, η φιλόδοξη πρόθεσή μου απαιτούσε χρονοβόρα και προσεκτική ιστορική έρευνα ώστε η εικόνα να είναι ισορροπημένη και κατά το δυνατόν αντικειμενική.

Ως προς τη δομή, οι φωνές ─ αφηγήσεις των ηρώων παρεισφρέουν η μία στην άλλη και αλληλοσυμπληρώνονται έτσι ώστε οι χαρακτήρες και τα δρώμενα να φωτίζονται από πολλές πλευρές και επίπεδα με στόχο ─ και πιστεύω αποτέλεσμα ─ να δομηθεί ένα στέρεο και συνεκτικό αφήγημα.
Κατανάλωσα επίσης αρκετό χρόνο σε επανειλημμένες αναγνώσεις του κειμένου, με σημαντικά χρονικά διαστήματα ανάμεσά τους, ώστε να το κρίνω αποστασιοποιημένα ως αναγνώστης και όχι ως δημιουργός. Αποτέλεσμα: να αφαιρώ, να διορθώνω, να αλλάζω, ενίοτε και να προσθέτω. Οπότε το βιβλίο μού πήρε τρία χρόνια, ίσως και παραπάνω.
Οι Φωνές μιλούν για τις ζωές τεσσάρων ολόκληρων γενιών, από τη Μικρασιατική Καταστροφή έως σήμερα. Πολυπρόσωπο έργο. Δεν σας δυσκόλεψαν οι τόσοι πολλοί, συχνά εκ διαμέτρου αντίθετοι, χαρακτήρες;
Όχι ιδιαίτερα. Αρκετοί χαρακτήρες μού ήταν οικείοι, άλλοι βέβαια φανταστικοί. Ωστόσο γράφοντας γίνομαι και «ηθοποιός» υποδυόμενη τους χαρακτήρες μου. Όλοι μας είμαστε αυτό που γίναμε, αλλά παράλληλα και πάρα πολλές άλλες εν δυνάμει εκδοχές. Από αυτές τις εκδοχές, λοιπόν, αντλώ και ανασύρω υλικό.
Η Ειδοθέα εκρηκτική «κλασική» Μικρασιάτισσα, η καταπληκτική, κατ’ εμέ, Μαριγώ, η «κρατημένη» Ηλέκτρα, η Φοίβη, η Αναστασία. Ποια από τις ηρωίδες σας συμπαθήσατε λιγάκι πιο πολύ και γιατί;
Τη γιαγιά Ειδοθέα που υπήρξε η αγαπημένη μου γιαγιά.
Και από τους άνδρες; Τον Στέλιο, τον Θοδωρή, τον Θεόδωρο;
Τον Θεόδωρο γιατί παρατηρώ πως αυτοί που πέφτουν αλλά βρίσκουν τη δύναμη να σηκωθούν είναι συνήθως πιο ανθρώπινοι, πιο σοφοί και συμπονετικοί από τους λεγόμενους «κανονικούς».
Κάπου στο μέσον της ιστορίας υπάρχει η απίθανη σκηνή της γνωριμίας, της τελετής αλλά και της πρώτης βραδιάς του γάμου της Μαριγώς και του Τάσου. Σας έχει αφηγηθεί κάποια συγγενής αυτή τη σκηνή, την τόσο ζωντανή, τόσο αποκαλυπτική για τα ήθη και έθιμα καιρών παλιών, γραφικών και ξεχασμένων;
Η σκηνή είναι τελείως φανταστική ─ποιος θα μπορούσε να μου αφηγηθεί κάτι τέτοιο; Ξεπήδησε από τους χαρακτήρες του βιβλίου και την εποχή.

Και η ντοπιολαλιά; Πού την μάθατε;
Υπάρχουν άφθονα τέτοια γραπτά αφηγήματα. Δεν είχα παρά να τα διαβάσω και να τα μιμηθώ.
Από τη συμπρωτεύουσα μετακομίσατε στην Αθήνα;
Έφυγα με την οικογένειά μου στα είκοσί μου, όταν οι γονείς μου μετατέθηκαν στην Αθήνα.
Και από εκεί πάλι εγκατασταθήκατε στην Αίγινα. Πώς έγινε αυτό; Και πώς είναι η ζωή στο κοντινό νησί και δη τους κρύους, ζόρικους μήνες;
Αυτή η μετοίκηση έγινε πριν δώδεκα χρόνια όταν ελεύθερη από οικογενειακές υποχρεώσεις αναζήτησα μια ζωή πιο κοντά στη φύση. Όσο για τους «ζόρικους μήνες» δεν είναι καθόλου ζόρικοι, για να μην πω είναι οι πιο ευχάριστοι. Εκτός από ησυχία υπάρχει κοινωνική και πνευματική ζωή. Φροντίζουμε γι’ αυτό και είμαστε αρκετοί.
Εκτός από τη γραφή έχετε πολλές άλλες ενασχολήσεις, εθελοντικού κυρίως χαρακτήρα;
Η Αίγινα προσφέρει πολλές δυνατότητες για να περιοριστώ στην Αίγινα. Η δημιουργία και λειτουργία Λέσχης Βιβλίου και Προσέγγισης της Αρχαιοελληνικής Τραγωδίας απορροφά ευχάριστα μέρος του χρόνου μου. Επίσης είναι προσιτές και άλλες δραστηριότητες, όπως η πεζοπορία, το κολύμπι, το γυμναστήριο, η ζωγραφική και άλλα.

Στη λογοτεχνία εμφανιστήκατε, αν δεν κάνω λάθος, πριν πολλά χρόνια, το 1977, με το μυθιστόρημα Άγης. Στο μεσοδιάστημα μέχρι τις Φωνές;
Οι Φωνές είναι το δέκατο τρίτο μυθιστόρημά μου, όμως μεσολάβησε μια δεκαπενταετία αποχής μου από τη λογοτεχνία για προσωπικούς λόγους.
Οι Φωνές κλείνουν αισιόδοξα. Εσείς, ως χαρακτήρας, βλέπετε το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο;
Όσο υπάρχει ζωή υπάρχει ελπίδα και λατινιστί Dum spiro spero. Δίχως ελπίδα πεθαίνουμε, και όχι μόνο μεταφορικά. Πιστεύω στην προσωρινότητα των πάντων και ίσως αυτό να είναι ένα είδος αισιοδοξίας ανάλογα βέβαια με τους καιρούς και τις καταστάσεις.
Και εν όψει ενός χειμώνα που σύντομα θα έλθει; Σας αρέσει σαν εποχή, είναι πιο δημιουργική από το μακρύ, ζεστό, ράθυμο καλοκαίρι;
Νομίζω αυτό είναι προφανές από όσα ήδη ανέφερα.
Κλείνοντας, ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Κάτι μάλλον κυοφορείται.
