Καλοκαιρινή οπτασία
Aντίκρυ μου ορθώνονταν,
το ύστερο τριαντάφυλλο του θέρους,
πορφυρό θαρρώ πως καμώνονταν,
σαν να αιμορροούσε·
στο πέρασμά του, ριγώντας ο νους μονολογούσε:
“ο βίος του μακρύς,
στον θάνατο τώρα εγγύς!”
Στο λιοπύρι δεν σάλευε πνοή,
παρά μόνο μία πεταλούδα ολόλευκη·
απ’το φτερούγισμά της, ίσα που ο άνεμος κινήθηκε,
το τριαντάφυλλο όμως το ένιωσε και ύστερα μαράθηκε.
(Μετάφραση: Αντώνης Κερασνούδης)
Sommerbild
Ich sah des Sommers letzte Rose stehn,
Sie war, als ob sie bluten könne, rot;
Da sprach ich schauernd im Vorübergehen:
«So weit im Leben, ist zu nah am Tod!»
Es regte sich kein Hauch am heißen Tag,
Nur leise strich ein weißer Schmetterling;
Doch, ob auch kaum die Luft sein Flügelschlag
Bewegte, sie empfand es und verging.
Λίγα λόγια για τον ποιητή από τον μεταφραστή
Ο Christian Friedrich Hebbel (1813-1863) ήταν Γερμανός ποιητής και δραματουργός του 19ου αιώνος.
Γεννήθηκε στο Wesselburen του ομοσπονδιακού κρατιδίου Schleswig-Holstein από οικογένεια εργατών.Έλαβε βασική εκπαίδευση στην πόλη του Αμβούργου, ενώ παρά την ταπεινή του καταγωγή, έδειξε από νεαρή ηλικία το ιδιαίτερο ταλέντο του στη λογοτεχνία. Ήδη από την εφηβική του ζωή διακρίθηκε για τους λυρικούς στίχους που απέστελνε στην αρθρογράφο και συγγραφέα παιδικών παραμυθιών Amalie Schoppe της τοπικής εφημερίδας “Hamburg Modezeitung”. Μέσω της διάκρισης αυτής και της συνακόλουθης δημοφιλίας που απέκτησαν οι στίχοι του, μπόρεσε να λάβει υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Ένα χρόνο αργότερα μετακόμισε στη Χαϊδελβέργη για να σπουδάσει νομικά, ωστόσο γρήγορα έδειξε την ιδιαίτερη κλίση του στη φιλοσοφία, για χάρη της οποίας μετεγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Το 1840 συγγράφει την πρώτη του τραγωδία (Judith), η οποία τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή όχι μόνο στους θεατρικούς κύκλους του Αμβούργου και του Βερολίνου, αλλά και όλης της Γερμανίας.
H δραματουργία και η ποίηση του Hebbel χαρακτηρίζονται από την έμφαση στην τραγικότητα του ίδιου του ατόμου. Για τον ίδιο, το δράμα απεικονίζει μία συνεχή διαδικασία σύγκρουσης μεταξύ του ατόμου και του συνόλου, μεταξύ του ειδικού και του γενικού, με συνακόλουθη την εξόντωση του πρώτου. Η ποίησή του διαποτίζεται από τη ρομαντική ενατένιση της φύσης, τη συνεχή αναζήτηση παρηγοριάς και ανάπαυσης στην ομορφιά και την ειρήνη της, αλλά και την τραγική συνειδητοποίηση του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης και της εγγύτητάς της στο θάνάτο. Ο σπουδαίος Γερμανός μουσουργός Johannes Brahms υπήρξε μεγάλος θαυμαστής της ποίησης του Hebbel, την οποία και μελοποίησε επανειλημμένα και επιτυχημένα.
