Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε στο Φαρμακευτικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής και στο Γαλλικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ. Είναι διδάκτωρ στην Αμερικανική Ιστορία και στην Ιστορία των πόλεων. Έχει κάνει μεταδιδακτορικές σπουδές στη φιλοσοφία των μαθηματικών και στις διεθνείς σχέσεις. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και διηγήματα. Μεταφράζει από τέσσερις γλώσσες και αρθρογραφεί στον Τύπο. Η Τίνα Πανώριου μίλησε μαζί της με αφορμή το νέο της βιβλίο «Άκου το λιοντάρι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Βλέποντας το εξώφυλλο του Λιονταριού, του τελευταίου σας μυθιστορήματος, με τον σπασμένο πολυέλαιο «της μαμάς μας» αλλά και διαβάζοντας το οπισθόφυλλο, νομίζει κανείς πως η ιστορία είναι νοσταλγική, αλλά μπα… Είναι ένα ανοιχτόκαρδο, γλυκόπικρο, συχνά ξεκαρδιστικό έργο γραμμένο ίσως για ταινία μεγάλου μήκους… Κάνω λάθος;

Συχνά, ο φόβος του θανάτου μάς κάνει νοσταλγικούς. Η νοσταλγία είναι άλγος, πόνος. Και τις περισσότερες φορές πονάμε για τον χρόνο που πέρασε και που δεν θα επιστρέψει πια. Αλλά, στο Άκου το λιοντάρι, ο Ηλίας «νοσταλγεί» τις, κατά τη γνώμη του, συναρπαστικές εμπειρίες της Καρολίνας: όχι τις δικές του. Αυτή η λαχτάρα για το παρελθόν, για τον «παλιό, καλό καιρό» είναι ένα από τα στοιχεία της καταστροφής του. Οι υπόλοιποι ήρωες πασχίζουν να αξιοποιήσουν το παρόν, προσπαθούν να είναι δίκαιοι απέναντι στον χρόνο· σκέφτονται: «κάναμε ό,τι μπορούσαμε μέχρι τώρα. Μερικές φορές κάναμε περισσότερα κι από ό,τι μπορούσαμε». Γενικά, βλέπω το παρελθόν σαν ένα ποτάμι: «Τhat was the river, this is the sea», όπως λένε οι Waterboys σε ένα γνωστό κομματάκι. Όσο για την κινηματογραφικότητα του βιβλίου, πράγματι είναι γραμμένο με εικόνες και διαλόγους: μπορεί να γίνει μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας, όπως μπορεί να γίνει ένα ευτελέστατο σίριαλ.
«Η φίλη μου εδώ περνάει μια φάση νοσταλγίας», λέει κάπου μια δευτεραγωνίστριά σας κλεισμένη σε ασανσέρ κρατικού νοσοκομείου. Η δική σας σχέση με τα συχνά ωραιοποιημένα «παλιά» ποια είναι;
Αναπολώ τη σχέση που είχα με το ροκ και που δεν την έχω τώρα για ευνόητους λόγους. Όταν ήμουν νέα, η ζωή μου —τα καλά και τα λιγότερο καλά— είχαν μια πολύ έντονη μουσική επένδυση. Έκτοτε, μερικά πράγματα έχουν βελτιωθεί, ενώ άλλα έχουν επιδεινωθεί. Πράγματι, ο πειρασμός να ωραιοποιούμε το παρελθόν όταν έχουμε περισσότερο χρόνο πίσω μας παρά μπροστά μας είναι ακαταμάχητος. Ανθίσταμαι όμως. Δεν πιστεύω ότι η νιότη είναι, αναγκαστικά, η καλύτερη περίοδος της ζωής των ανθρώπων: αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρόκειται για υπαρξιακή αποτυχία.

Όσον αφορά τώρα στην «εύθυμη» πλευρά του βιβλίου σας: «Γελάτε, γελάτε είναι όλα τόσο τραγικά, έλεγε ο Frank Wedekind», γράφετε στο τέλος του… Εσείς, στη ζωή σας, γελάτε συχνά; Είναι το γέλιο ένα όπλο σας απέναντι σε όσα άγρια μας συμβαίνουν, θέλοντας και μη, μεγαλώνοντας;
Τελευταία μού είπαν ότι γελάω πολύ αλλά ότι δεν χαμογελάω αρκετά. Μου φάνηκε αρκετά ενδιαφέρον. Πάντως, και τώρα και παλιότερα, κλαίω από τα γέλια.
Στον αντίποδα αυτής της πλευράς της ιστορίας σας διαβάζουμε: «Λοιπόν, στο εξής, όχι ’’έγγαμος’’ αλλά ’’χήρα’’. Μερικές γυναίκες μένουν χήρες επειδή ο άντρας τους δεν κατάφερε να περάσει απέναντι στο πεζοδρόμιο. Και στη συνέχεια τρώνε μοναχές μπροστά στον νεροχύτη». Αναρωτιέμαι, όταν γράφατε αυτή τη σκηνή δεν συγκινηθήκατε κι εσείς η ίδια;
Έχω πολύ έντονη συναισθηματική ζωή, αν και βεβαίως δεν μπορώ να ξέρω την ένταση της συναισθηματικής ζωής των άλλων για να κάνω συγκρίσεις. Ίσως όλοι μας έχουμε παρόμοια ένταση. Η αλήθεια είναι ότι συγκινούμαι με πλήθος πραγμάτων κάθε μέρα ξανά και ξανά. Όσες φορές αντέχω.

Της Καρολίνας, της ωραιότατης χίπισσας πρωταγωνίστριάς σας, της άρεσαν οι Βόρειοι. Ενώ οι Έλληνες, έλεγε, «είναι φθονεροί και καχύποπτοι, νοιάζονται μονάχα για την οικογένειά τους κι αυτό υπό όρους…». Αλήθεια δεν είναι, εν μέρει τουλάχιστον; «Παρτάκηδες» είμαστε εν πολλοίς κι όσο για την οσία ελληνική φαμίλια…
Δεν θέλω να αδικήσω εμάς τους Έλληνες. Αναγνωρίζω τις αρετές μας και μερικές από αυτές είναι τόσο προφανείς ώστε επιβεβαιώνουν τον μύθο του ελληνικού εξαιρετισμού. Αλλά η ελληνική οικογένεια, ακόμα και στον 21ο αιώνα, η Ελληνίδα μάνα, ο υπερπροστατευτισμός, η άρνηση της ενηλικίωσης, περιέχουν ένα στοιχείο κακοήθειας.
«Δεν βγαίνω πια σε μπαρ τι νόημα έχει…», διαβάζει η Μυρτώ στο ημερολόγιο του συζύγου της που στούκαρε στην παραλιακή. Εσείς πού δουλεύετε, κυκλοφορείτε, ζείτε στο κέντρο της μικρής μας πόλης; Τι βλέπετε γύρω σας; Τα «παιδιά» της ηλικίας μας βγαίνουν έξω όπως παλιά ή «κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι»;

Μερικοί από μας γερνούν στο ίδιο σκαμνί του ίδιου μπαρ. Το θεωρώ πάρα πολύ θλιβερό. Η κάθε ηλικία συνδέεται, με φυσικό τρόπο, με ορισμένες επιδιώξεις και δραστηριότητες. Και έχει τις δικές της χαρές και απολαύσεις. Όπως λέει η Καρολίνα στο Άκου το λιοντάρι, δεν της αρέσει η ιδέα να πηγαίνει στις ροκ συναυλίες δίπλα σε συνομηλίκους της (η Καρολίνα είναι 69 ετών) που χοροπηδάνε μαζί με το σακουλάκι της παρά φύσιν έδρας. Η παρατήρηση σχετίζεται με έναν από τους πρώην συζύγους της που είχε καρκίνο, αλλά ίσως μας αφορά όλους.
Όσο για σας, με… τίτλους: Πώς είναι μια συνηθισμένη μέρα σας;
Η μέρα μου στην Αθήνα διαφέρει από τη μέρα μου στο Παρίσι. Στην Αθήνα είμαι πολύ πιο κοινωνική. Ωστόσο, παντού ξυπνώ νωρίς, εργάζομαι 8-10 ώρες, βλέπω φίλους, διαβάζω, βγαίνω έξω με το σκυλάκι μου. Πηγαίνω σε ροκ συναυλίες και πράγματι χοροπηδάω πάνω-κάτω στον ρυθμό της μουσικής. Κινδυνεύοντας να σπάσω κάποιο από τα εύθραυστα κόκαλά μου.
Κλείνοντας, εκτός από το Άκου το λιοντάρι, το μυθιστόρημά σας, κυκλοφόρησε πρόσφατα και το Καρχαρίες και κοριοί: σημειώσεις για την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η άλλη σας πλευρά, η πιο αιχμηρή, είναι αυτή;
Είναι αιχμηρή στα μάτια των άλλων. Εγώ πιστεύω ότι επισημαίνω ό,τι είναι λογικό και ίσως ό,τι θα έπρεπε να είναι αυτονόητο.
