Ο Ρήγας Γκόλφης γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1886 στο Μεσολόγγι. Ήταν ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και μαχητικός δημοτικιστής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Δημητριάδης. Ο πατέρας του καταγόταν από το Καρπενήσι και η μητέρα του από την οικογένεια Δροσίνη, που συγγένευε με την οικογένεια Παλαμά. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην ιδιαίτερη πατρίδα του, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγινε συμβολαιογράφος, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του. Το 1908 δημοσίευσε στον Νουμά, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης, το μονόπρακτο δράμα «Ο Γήταυρος» που είχε έντονο κοινωνικό χαρακτήρα και εντάσσεται στην κοινωνική θεατρική ηθογραφία. Ασχολήθηκε όμως κυρίως με την ποίηση. Το 1909 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια του Απρίλη» και ακολούθησαν οι συλλογές: «Ύμνοι» (1921), «Στο Γύρισμα της Ρίμας» (1921), «Λυρικά Χρώματα» (1930) και «Τετράμερα» (1952). Το 1935 κυκλοφόρησε ο τόμος «Φαντασία και Ποίηση» με κείμενα από το κριτικό του έργο και το 1954 η συλλογή διηγημάτων «Η επιφάνεια και το βάθος». Ο Ρήγας Γκόλφης πέθανε στην Αθήνα στις 2 Ιανουαρίου του 1958, σε ηλικία 72 ετών.
Ψωμί της πίκρας
Ψωμί της πίκρας και του πόνου,
λαίμαργα εμπρός μου σε κοιτάζω,
κ’ ενώ την πείνα μου δαμάζω,
με καίει ή οργή του δίκαιου φτόνου.
Του δίκαιου φτόνου, για τη μοίρα,
που τάζει δόξες στον καθένα,
μα πάντα σκλάβο μ’ έχει έμενα
με τη φτωχή θλιμμένη λύρα.
Θλιμμένη λύρα, που δεν ψάλλει
ένα λαό ν’ αποκοιμίσει,
σε πλάνα ιδανικά και μίση,
για κάθε απάτη τρισμεγάλη.
Μια άπατη τρισμεγάλη γύρα
πατά το δίκιο, βασιλεύει.
Αγνάντια μάταια αντιπαλεύει
η τραγική του άνθρωπου μοίρα.
Του άνθρωπου του άπλουτου, που ανάγκη
μαύρη, του σφίγγει το λαιμό του ˙
ζει και δε ζει με τον καημό του
στης κοινωνίας μες στο φαλάγγι.
Μες στο φαλάγγι, που συντρίβει
κάθε καρδιά και κάθε ιδέα,
που πλάθει τη χαρά χυδαία
και την ορμή λυγά και σκύβει.
Χτυπά τα πάντα οργή του φτόνου!
Κ’ ενώ την πείνα μου δαμάζω,
καταραμένο σε λογιάζω
ψωμί της πίκρας και του πόνου.
Σε παλιό φίλο
Άγουρες οι ψυχές μας για τη γνώση,
μα φλογισμένες πάντα στη λαχτάρα.
Τον ήλιο της ζωής, να μας πυρώσει
προσμέναμε, χτυπώντας την κιθάρα.
Αδερφωμένοι οι δυο είχαμε ομώσει
να διαβούμε του κόσμου την αντάρα.
Μα, ω φίλε μου παλιέ, σαν ήρθε ή γνώση
της διγνωμιάς μας χώρισε ή κατάρα.
Λοξοί είν’ οι δρόμοι της ζωής ˙ αγκάθια
γύρω τριγύρω αξαίνουν θρασεμένα.
Αλί πού ταπεινώνεται στα πάθια!
Πόσο πικρά τα λόγια έχεις για μένα.
Μα τ’ είμαι εγώ; Των ίσκιων κυνηγάρης,
του ανθρώπινου καημού φτωχός λυράρης.
Για τον αγώνα της ζωής
Ω τον αγώνα της ζωής το μαύρο,
πως τονέ νοιώθω αργά να με συντρίβει!
Τη νύχτ’ αποσταμένος, στο καλύβι
σα γέρνω, λίγη ανάπαψη για να βρω,
ξυπνά βαθιά μου ο πόνος, που τον κρύβει
κάθε νευρί αργασμένο από το λαύρο
τον ατέλειωτο κόπο, και με θλίβει
την μπόρεση μου πια να μην ξανάβρω…
Και σα ροδίζοντας η αυγή, απ’ την άγια
τη χρυσαγκάλια του ύπνου με τινάξει,
δέχομαι της σκληρής ζωής τα μάγια
και τη δουλειά, με φρόνηση και τάξη.
Μ’ απ’ τη βουβή της φρόνησης μου θλίψη
κάλιο ένας κεραυνός να με συντρίψει…
Για ένα νέο ποιητή
Χρυσό παιδί, στον αλαφρό σου στίχο,
μ’ όση δείλια η ζωή κι αν ανασαίνει,
γρικώ μιας άγνωρης φωνής τον ήχο,
που από κορφές απάτητες διαβαίνει.
Το θερμό λογισμό σου όπου συντύχω,
μια τέχνη απλή και νέα, συγκρατημένη
στο νόμο του λιτού κι αληθινού, στο στίχο
που κυματίζει και πετά, μ’ ευφραίνει.
Η αθώα καρδιά σου τίποτα δεν ξέρει.
Ψάχνεις, ορμάς τα πάντα να γνωρίσεις.
Πρώτη φορά στην τρικυμιά της ζήσης
τον εαυτό σου νοιώθεις να υποφέρει.
Με τον καημό σου το κοντύλι βάφεις…
Γι’ αυτό και συμπονώ γλυκά ό,τι γράφεις
(Από την ποιητική συλλογή «Ύμνοι», 1921)
Διαβάστε όλη την ποιητική συλλογή «Ύμνοι» σε ελεύθερο e-book από τις εκδόσεις 24γράμματα, ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο: http://www.24grammata.com/…/Golfis-Rigas-24grammata.com
