Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού | Το παιδί και η φύση του-Προς μια ποιητική παιδαγωγική

Το παιδί και η φύση του-Προς μια ποιητική παιδαγωγική*. Ή πώς δύο και δύο -δεν- μας κάνουν τέσσερα… Σκέψεις με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών.

Γράφει η Παρασκευή Κοψιδά – Βρεττού

Αιώνες τώρα γράφεται η ίδια ιστορία μπροστά στην ανοιχτή καγκελόπορτα του σχολείου. Δάσκαλοι, μαθητές και γονείς, το δεύτερο περίπου δεκαήμερο του Σεπτέμβρη, υμνούν τη μεγάλη προσδοκία, το κάτι καινούριο, το κάτι διαφορετικό, διορθωμένα τα λάθη και τις παραλείψεις, τις υπερβολές και τις ακρότητες, το ύφος, τη μορφή, τα περιεχόμενα, την ύλη. Έρχονται στην αυλή για τον καθιερωμένο αγιασμό με ανανεωμένο το όραμα ή, πιο ταιριαστά, με ανανεωμένο το όνειρο: πώς θα είναι χαρούμενοι οι μαθητές  και την επόμενη μέρα, πώς όλοι οι γονείς θ’ακούν έναν καλό λόγο για τα παιδιά τους, πώς όλοι οι μαθητές θα έχουν κάτι σπουδαίο να πουν και να κάμουν, πώς όλοι θα έχουν την αξία τους, διαφορετική ο καθένας-τι μαγεία η ποικιλότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων, των ανθρώπινων δυνατοτήτων!-, και πώς οι δάσκαλοι θα μπορούν να την ανακαλύπτουν και να αναζωογονούν το «βιος» της-ολόκληρη περιουσία που θε ν’ανθίσει μέσα στο σχολειό κι έπειτα, χρόνους μετά, ν’ανθίσει και να δώσει καρπούς στην κοινωνία.

Όμως την επόμενη μέρα, αρχίζει η «αριθμητική». Άτεγκτη, αυστηρή, με τους κανόνες και τα πρόσημα, το σωστό και το λάθος αποτέλεσμα. Ολόκληρη σημειολογία του «καλού» και του «κακού», του «σωστού» και του «λάθους», της αποδοχής και του αποκλεισμού, της συναίνεσης και της άρνησης. Μόνον όσοι δεν πήγαν στο σχολείο ποτέ, δεν έχουν να καταμετρούν την κοινωνική του σοφία. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα…και μόνον τέσσερα, τέσσερα και τέσσερα κάνουν οχτώ… και μόνον οχτώ, όλοι οι δάσκαλοι το διδάσκουν αυτό και όλοι οι μαθητές-προπάντων οι «καλοί»- το μαθαίνουν αυτό. Χρόνια τώρα, αιώνες τώρα…

Εκτός από τους ποιητές. Αυτοί υπήρξαν μαθητές, ποτέ ωστόσο δεν υπήρξαν «καλοί μαθητές». Αυτοί έχουν άλλη εξίσωση για την αριθμητική, άλλες εικόνες για την παιδαγωγική,  μιαν άλλη ζωή για τα παιδιά που κάθονται, που πρέπει να κάθονται  ακίνητα, πεπληγμένα στο θρανίο.

Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
Μα να το πουλί-λύρα
που περνά στον ουρανό.
Το παιδί το βλέπει,
το παιδί το ακούει,
το παιδί το φωνάζει:
Σώσε με, παίξε μαζί μου,
πουλί!
Τότε το πουλί κατεβαίνει
και παίζει με το παιδί.
Δύο και δύο τέσσερα.
Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
Και το παιδί παίζει,
το πουλί παίζει μαζί του…
Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
δεκάξι και δεκάξι πόσα κάνουν;
Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
και προπάντων όχι τριάντα δύο
έτσι ή αλλιώς
και φεύγουν.
Και το παιδί έκρυψε το πουλί
μες στο θρανίο του
κι όλα τα παιδιά
ακούν το τραγούδι του
κι όλα τα παιδιά ακούν τη μουσική
κι οχτώ κι οχτώ στη βόλτα τους φεύγουν
και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο
στη βόλτα τους το σκάνε
κι ένα κι ένα δεν κάνουν ούτε ένα ούτε δύο
ένα ένα το ίδιο φεύγουν.
Και το πουλί-λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδάει
κι ο καθηγητής φωνάζει:
Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!
Μα όλα τ’ άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
και οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα.
Και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.

                                                                         (Ζακ Πρεβέρ, Σελίδα τετραδίου)

Από αυτήν ακριβώς την «αταξία» αρχίζει η «Ποιητική Παιδαγωγική»-μια διαφορετική θεώρηση της πράξης του παιδαγωγείν. Βλέπουμε στο ποίημα την «τάξη» κάποια στιγμή να καταρρέει, την αριθμητική του δασκάλου να αποδείχνεται κίβδηλη, την προστακτική του μια γραφικότητα. Τα πράγματα μεταποιούνται σε ένζωες οντότητες, ή μάλλον αποκτούν την πρώτη, την πρωτογενή τους ζωή, αυτή που υλοποιεί το παιδί με τη φαντασία, το συναίσθημα, τη νόηση, τη δική του παιδική νόηση-που είναι ατόφια, ακέραια, ολοκληρωμένη αλλά δεν μοιάζει καθόλου με του «μεγάλου ενήλικα», του δασκάλου. Καμιά αριθμητική πειθαρχία ενηλίκων δεν συγκινεί τη φαντασία, το συναίσθημα, τη νόησή του. Μπορεί το παιδί να μετρήσει τα ιπτάμενα οντάρια του Μιρό και να κατανοήσει τη «Μητρότητα», αλλά χωρίς αυτά δεν έχει τίποτε να του πει η αφηρημένη λογιστική του δασκάλου. Μια φωνή πολύ πιο αυθεντική από του δασκάλου, το κάλεσμα του ελεύθερου πουλιού, για να ακολουθήσει μια ομαδική απόδραση, που παρακολουθεί την ελεύθερη πτήση και τη μουσική του, και να συνδέσει ξανά το παιδί με ό,τι πραγματώνει την παιδική φύση του, τη φύση γύρω του-την άμμο της θάλασσας, το νερό, τα δέντρα, την ακρογιαλιά, το πουλί. Σωριάζονται οι τοίχοι της φυλακής του και μαζί τους η αιχμαλωσία από τα παραμορφωμένα υλικά της σκλαβιάς του: τα τζάμια, το μελάνι, τα θρανία, η κιμωλία, το φτερό. Και τρέχουν φτερουγίζοντας τα παιδιά μαζί με το πουλί και συναντούν σε άλλο ποίημα «τη θάλασσα να κάνει τον περίπατό της/μαζί με τα κοχύλια της/με τ’αρωματισμένα της νησιά/με τα ωραία της ναυάγια/…Και το σπίτι που γύρω από τη γη όλο γύριζε και προσπαθούσε να ξεφύγει από το χειμώνα/που το κυνηγούσε…»

Έτσι κάπως εικονοποιείται η διαφορά. Και η αφίλιωτη, προαιώνια σύγκρουση ανάμεσα στο παιδί και το δάσκαλο, ανάμεσα στην ποιητική σύλληψη του κόσμου και τον καταμετρημένο λογιστικά, στην ανοίκεια αφαιρετική λογιστική του, κόσμο των μεγάλων. Στο παιδί συντελείται κάθε στιγμή το θαύμα και η χαρά. Χρώματα, γενέσεις, δημιουργία, μια φύση που δεν αντιστέκεται στο πανδαιμόνιο ευπλασίας της δικής του φύσης. Στον ενήλικα ανατρέπεται το θαύμα και η χαρά. Χρώματα, γενέσεις, δημιουργία: όλα καταρρέουν κάτω από την εντολή μιας αμετανόητης νόησης, που έχει χάσει την ωραία ωριμότητα της παιδικότητάς της. Το χάρισμα να βλέπει με χαρά την παλέτα να ξαναγεννάει τον κόσμο κατ’εντολήν…Θύμα αυτής της -αναπόφευκτης;- σύγκρουσης είναι το παιδί, καθώς κερδίζει τη βάσανο της ενηλικίωσής του. 

Θα μου πείτε, ο καθένας στο ρόλο του, νομοτελειακά έτσι «μεγαλώνουν» οι άνθρωποι, δομούνται οι νόμοι της κοινωνίας και η διαδοχή των γενεών  στον κόσμο. Δάσκαλοι και μαθητές, και μετά οι μαθητές που γίνονται δάσκαλοι σε άλλους μαθητές, κι οι τελευταίοι δάσκαλοι σε άλλους μαθητές…και ούτω καθεξής. Και «τα λουλούδια όλης της γης που σπρώχνουν τον σιδηρόδρομο κι εκείνος δεν θέλει να προχωρήσει από το φόβο μήπως τα πατήσει»(και με τα χρόνια ο ίδιος σιδηρόδρομος πατάει στις ράγες άχρηστο τον εργάτη του.  

Δεν είναι να αλλοιώσουμε την πραγματικότητα στην επικοινωνία μας με το παιδί. Δεν είναι να παραχαράξουμε τους νόμους των «ρεαλισμών» που αναφύονται και καθορίζουν τη ζωή του, τη ζωή μας. Είναι να «αναγνώσουμε», να θυμηθούμε ίσως (κατά την πλατωνική εκδοχή για τη γνώση), τη γλώσσα και τη νόηση του παιδιού με μια λεπτή και γνήσια ενσυναίσθηση5, που θα μας οδηγήσει στις έτοιμες, ανήσυχες και περίεργες υποδοχές του να γνωρίσει τον κόσμο και φυσικά να φιλιωθεί μαζί του ή να αγωνιστεί -στο βαθμό που του αναλογεί-, να τον αλλάξει. Να αγαπήσουμε τον κόσμο και τη ζωή, τους άλλους ανθρώπους, να μην επικαλούμαστε-χωρίς τύψεις ή ενοχές- την άντληση της μιζέριας και της ανίας που θανάτωσε ίσως τη ζωή μέσα μας. Να οικειωθούμε την περιέργεια της πρώτης έρευνας του κόσμου, με τα εργαλεία και τις φυσικές ορίζουσες του παιδιού: την απορία, τη χαρά, την κατάφαση, τη στοργή, τον έπαινο, την αποδοχή, τη βούληση, την πίστη, την «ποίηση» τελικά, πως όλοι μπορούν, όλοι προσφέρουν στον κόσμο που χτίζεται μέσα στο σχολείο. Να αποδεχτούμε και να κάνουμε ποιητική πράξη αξιοποιήσιμη τα συναισθήματα και τη γλώσσα του παιδιού, και να τονώσουμε την αξία που φέρει μέσα του-τη διαφορετική αλλά αναμφισβήτητη αξία, που εξανεμίζεται ανωφέλητα σαν θα περάσει την αυλόπορτα του σχολείου και θα καθήσει-γιατί κάποιος θα καθήσει- στο τελευταίο θρανίο. (Και θα πάρει μια ετικέτα-του «κακού», του «άτακτου», του «άχρηστου» μαθητή- που θα τον καταπονεί επώδυνα, έστω χωρίς να το δείχνει, σε όλη του τη ζωή). Να το εμβαπτίσουμε σε ένα πεδίο αγάπης, που αφετηρία του θα είναι η αγάπη σ’αυτό που επιτελούμε και πρώτη και τελική της έκφραση η αδιαφοροποίητη αγάπη για όλα τα παιδιά. Όχι πως δεν τα ξέρουμε αυτά, όχι πως διαισθητικά ή εμπειρικά δεν είναι μέσα στο ναρκωμένο όραμά μας. Η «ποίηση» όμως είναι εκείνη που μας δημιουργεί την εντύπωση, όχι πως ανακαλύψαμε κάτι καινούργιο, αλλά πως θυμηθήκαμε κάτι που είχαμε ξεχάσει. (Μπράντλεϋ)

Η πρώτη πράξη της «Ποιητικής Παιδαγωγικής» είναι να δούμε το κάθε παιδί σαν μιαν ανεπανάληπτη, αξιοσέβαστη μοναδικότητα, που, σιωπηρά ή ηχηρά, καλεί και προ(σ)καλεί το δάσκαλό του να την ανακαλύψει με τον αρμόζοντα σεβασμό και να πάρει το παιδί από το χέρι, να του αποκαλύψει κι αυτού του ίδιου την αξία του, μορφώνοντας-το πρώτο- έναν ήρεμο και φιλιωμένο με τον ίδιο και τους άλλους ψυχισμό: η πρώτιστη εμπειρία κοινωνικοποίησης. Κανένα παιδί δεν θα σεβαστεί το δάσκαλό του-όσο προτρεπτική, διδακτική, ακόμα και επιτακτική κι αν είναι η γλώσσα του-ούτε τους συμμαθητές, ούτε τους γονείς του, ούτε τους άλλους ανθρώπους αργότερα, αν δεν «έμαθε», πριν από το αλφάβητο, από το δάσκαλό του, πως έχει αξία, και πως οπωσδήποτε είναι ένα πλάσμα αξιοσέβαστο και πρέπει να βρεθεί πρώτα μέσα στο σχολείο η ευκαιρία να υλοποιήσει την αξία του και να συμπληρώσει μ’αυτή, τη διαφορετική αξία των άλλων. Δεν υπάρχει κανένας μαθητής που δεν θέλει να μάθει, πολύ περισσότερο κανένας μαθητής που δεν θέλει ν’ακούσει τον έπαινο για κάτι που έμαθε, για κάτι που κατανόησε, για κάτι που πρόσφερε στους άλλους. Εκείνο που απαιτεί το παιδί -και η «ποιητική παιδαγωγική»- είναι να μην θανατώσουμε απαίσια την ιδιόλεκτο της επικοινωνίας του, τους κώδικες και τα σημαινόμενα της ψυχικής και νοητικής του ενδοχώρας. Όπως «θανατώθηκε» το μικρό παιδί όταν είδε σβησμένη με ηχηρό κόκκινο τη «μανουλία» του και στη θέση της μια άψυχη, άχρωμη «μητέρα» του ορθογραφικού και σημασιολογικού του λεξικού. Και δια μιας πέρασε το ίδιο απαίσια από την αίσθηση ευτυχίας του ελεύθερου χώρου και χρόνου του, την παντοδυναμία της γνώσης και των μοναδικών συναισθημάτων του,  στην πικρή αιχμαλωσία της άγνοιας και του ασυγχώρητου λάθους. Με άλλα λόγια από την ποιητική αίσθηση του κόσμου του στην αποσαρκωμένη, γραφειοκρατική ορθότητα του ενήλικου κόσμου.  Ό,τι υπογραμμίζεται ως σφάλμα στην καθημερινή, εξαπλουστευμένη στη στρατηγική και τις πρακτικές της, παιδαγωγική, δεν είναι παρά η περιφρόνηση των αρχών της «Ποιητικής Παιδαγωγικής». Το σφάλμα, όμως, σ’αυτή την περίπτωση, δεν χρεώνεται στον μαθητή, χρεώνεται στο δάσκαλο και στην επιστήμη του. Από αυτό το σημείο οφείλει να ξεκινά κάθε παιδαγωγική.

Ας αποφύγουμε την όποια παρεξήγηση. Είμαστε δάσκαλοι, δεν διατυπώνουμε κάποιο κατηγορητήριο για τους δασκάλους, για τους εκπαιδευτικούς κάθε ειδικότητας και βαθμίδας. Κατανοούμε τα όρια, τους περιορισμούς, τις αντίξοες συνθήκες-ανθρώπινων και ένυλων πόρων. Κατανοούμε τα πολλαπλά επίπεδα του επαγγελματικού ρόλου, την πίεση των εξωτερικών αξιολογήσεων. Αλλά θα έχουμε αποτύχει σε κάθε επίπεδο, σε κάθε ρόλο, αν δεν αρχίσουμε και δεν τελειώσουμε μ’αυτό που προσπαθούμε να αλλάξουμε, να βελτιώσουμε. Αν δεν μπούμε στον δικό του ρυθμό, στην ψυχοσύνθεση, στις φυσικές του καταβολές-ηλικίας και ατομικότητας. Έτσι, τα παραπάνω-και όσα θα ακολουθήσουν- δεν σημαίνουν ότι το παιδί δεν θα «μάθει γράμματα» από το δάσκαλο. Ότι το παιδί δεν θα μάθει αριθμητική. Ότι το παιδί δεν θα πειθαρχήσει στους κανόνες της κοινής ζωής, δεν θα γνωρίσει την απαγόρευση, τις συστάσεις, τις συμβουλές. Και την ποινή ακόμα. Ότι το παιδί δεν θα βοηθηθεί «να μεγαλώσει». Αυτό που εννοούμε είναι ότι το παιδί θα πρέπει να καθοδηγηθεί με τέτοιο τρόπο από το δάσκαλο ώστε να συναινέσει στην πολιορκία της πειθούς του και να ακολουθήσει, φυσικά και σχεδόν αβίαστα, τη βούληση του δασκάλου του, βιώνοντάς την σαν δική του βούληση και επιθυμία. Και σύμφωνα με τη φύση του, τις δυνατότητες και την αξία του. Αφού προηγουμένως ο δάσκαλος θ’αφήσει χώρο στο παιδί να ανασάνει με τα υλικά μιας πρωτογενούς ποίησης που εκπηγάζει από μέσα του και ακουμπά σε ό,τι το περιβάλλει και εμπλουτίζει αργότερα σαν δωρεά όσους προώρισται να γίνουν ποιητές και ζωγράφοι. Γιατί με τα υλικά αυτά πρέπει να ξέρουμε είναι προικισμένα όλα τα παιδιά στο ξεκίνημα για το ταξίδι τους στον κόσμο. Γι’αυτό οι παπαρούνες κρατιούνται από το χεράκι στην παιδική ζωγραφική, γι’αυτό τα πουλιά μιλούν ανθρώπινη φωνή και τα παιδιά-μόνον αυτά- ακούν το μυστικό κάλεσμά τους, γι’αυτό το φεγγάρι έχει μάτια και στόμα που γελά κι αγναντεύει τη γη, γι’αυτό τα παραμύθια λένε πάντα αλήθειες για τα παιδιά και ψέματα για τους μεγάλους.  Ας μη βιαστούμε εντελώς αφύσικα, σε μιαν ακατανόητη, μεταλλική γλώσσα, να πείσουμε τα παιδιά πως δεν υπάρχει ποίηση. Ας μη σπεύσουμε να την θανατώσουμε μέσα τους. Μια τέτοια αντιποιητική βούληση είναι μια βίαιη παιδαγωγική. Είναι μάλλον ο βαθύτερος θάνατος κάθε παιδαγωγικής. Πάντοτε όμως θα ελπίζουμε σε μια παιδαγωγική που κυοφορεί το όραμα του καλύτερου. Ας αφεθούμε στην αισιοδοξία της «επανάστασής» της.


*Από το βιβλίο της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού, Το παιδί και η φύση του-Προς μια ποιητική παιδαγωγική, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2019.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.