
Αντιμετωπίζοντας τον φόβο
Είμαι παιδί ακόμα, δέκα ετών. Στην περιοχή που μένω υπάρχει η έννοια της γειτονιάς, χωρίς πολλά αυτοκίνητα, η αθωότητα είναι διάχυτη παντού. Όλα τα παιδιά μαζευόμαστε καθημερινά στη διασταύρωση κάτω από το σπίτι μου, στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Ξεσηκώνουμε τη γειτονιά, τη ζωντανεύουμε με το παιχνίδι μας.
Κάθε Σάββατο πρωί, γύρω στις 10.00, μαζευόμαστε τα παιδιά της γειτονιάς, όλα σχεδόν στην ίδια ηλικία, και αποφασίζουμε πού θα πάμε να παίξουμε μπάλα, το αγαπημένο μας παιχνίδι. Εκείνη την περίοδο είμαι αδύνατος, σχετικά ψηλός, φοράω ήδη γυαλιά. Δεν παίρνω πρωτοβουλίες, αφήνω άλλους να προτείνουν και εγώ απλά συμφωνώ με μία ιδέα, όποια μου ακούγεται εκείνη τη στιγμή.
Αποφασίζουμε να πάμε σε μια αλάνα, γύρω στα πεντακόσια μέτρα μακριά. Η αλάνα είναι γεμάτη από μεγαλύτερα από εμάς παιδιά. Απογοήτευση. Δεν έχουμε πού να πάμε. Καθόμαστε σε μια γωνιά και συζητάμε. Έχει ήδη πάει 11.00, έχει περάσει η ώρα και όλες οι αλάνες είναι σίγουρα γεμάτες. Ο αρχηγός της παρέας λέει: «Μπορούμε να πάμε στο σχολείο μας».
Το σχολείο φαντάζει στο μυαλό μου ως μία μεγάλη φυλακή, όπως αυτές που παρακολουθώ κρυφά σε καμιά ξένη ταινία. Είναι ένα γκρι και μουντό συγκρότημα κτιρίων, καταλαμβάνει ένα ολάκερο οικοδομικό τετράγωνο.
Συζητάμε λίγο την ιδέα. Ξέρουμε ότι απαγορεύεται η είσοδος, ούτε καν τα μεγαλύτερα παιδιά το έχουν προσπαθήσει. Φοβόμαστε τον επιστάτη. Ένας αγέρωχος, μεγαλόσωμος άνδρας, πάντα αξύριστος, ο οποίος όλο φωνάζει. Στο μυαλό μας φαντάζει σαν τον φύλακα, τον κλειδοκράτορα μίας φυλακής. Τα μεγαλύτερα παιδιά λένε ότι μόλις χτυπήσει το κουδούνι, κλειδώνει την πόρτα και, για να μπει κάποιος μέσα, φωνάζει τον διευθυντή. Με όλες τις άσχημες συνέπειες για τα παιδιά.
Δεν υπάρχει άλλη πρόταση και καθώς περνάει η ώρα καταστρώνουμε το σχέδιο για να μπούμε χωρίς να μας πάρει μυρωδιά ο επιστάτης. Όταν φτάνουμε, η υπερένταση, η αδρεναλίνη και το άγχος ξεχειλίζουν. Έχουμε όμως σχέδιο: Πηδάμε όλοι μέσα στο σχολείο από τη μικρή πόρτα και περνάμε σκυφτά από το γραφείο του. Φτάνουμε στο πίσω προαύλιο και αρχίζουμε τα γέλια. Τα καταφέραμε. Τον κοροϊδέψαμε. Χωριζόμαστε σε ομάδες και αρχίζουμε το παιχνίδι. Μόλις μπαίνει το πρώτο γκολ, φωνάζουμε. Εμφανίζεται μπροστά μας ο επιστάτης, βρίζει και φωνάζει. Φοβάμαι. Τα υπόλοιπα παιδιά πρέπει να νιώθουν το ίδιο, παρατάμε την μπάλα, ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε, και τρέχουμε. Τρέχουμε για να ξεφύγουμε. Πανικός, ταχυκαρδία, φόβος και γέλια ταυτόχρονα.
Φτάνουμε στο σημείο εισόδου μας. Από αυτά τα κάγκελα μπορούν να βγουν ταυτόχρονα μόνο δύο παιδιά. Και εμείς είμαστε δεκαέξι. Σίγουρα θα μας προλάβει ο επιστάτης, σκέφτομαι. Ένα παιδί σκαρφαλώνει από την πόρτα και πηδάει έξω. Πάνω από την πόρτα υπάρχει μία λαμαρίνα, μάλλον έχει τοποθετηθεί εκεί για να αποτρέπει τα παιδιά από το να μπουν ή να βγουν από το σχολείο. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρω, αποφασίζω να προσπαθήσω. Σκαρφαλώνω στην πόρτα και πιάνω με το δεξί χέρι την άκρη της λαμαρίνας. Είναι γυριστή, δεν μοιάζει να είναι κοφτερή. Προσπαθώ να πιαστώ και με το αριστερό χέρι, τα πόδια μου γλιστράνε, το αριστερό μου χέρι μένει στο κενό. Κρατιέμαι για λίγο από την λαμαρίνα μόνο με το δεξί χέρι, αλλά δεν αντέχω το πόνο. Νιώθω το χέρι να καίγεται. Το αφήνω ελεύθερο. Ο γδούπος από το πέσιμο στο χώμα είναι δυνατός.
Τα υπόλοιπα παιδιά βρίσκονται έξω από το σχολείο, ο τρόμος είναι εμφανής στα πρόσωπά τους, φωνάζουν να τρέξω. Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Κοιτάω το δεξί μου χέρι, είναι ματωμένο. Οι φωνές των φίλων μου αρχίζουν να απομακρύνονται. Καθιστός όπως ήμουν στο χώμα βλέπω τον επιστάτη να έρχεται καταπάνω μου. Κρατάει την μπάλα στα χέρια. Σε μια στιγμή περνάνε πολλές σκέψεις από το μυαλό μου. Δεν προλαβαίνω, το ξέρω, γυρνάω προς τα παιδιά και χαμογελάω. Σφίγγω το χέρι μου και σηκώνομαι. Κοιτάω στα μάτια τον επιστάτη. Δεν είναι ούτε μεγάλος ούτε άγριος. Με μαλώνει και ρωτάει αν χτύπησα. «Όχι», λέω.
Με συνοδεύει μέχρι την κεντρική είσοδο. Το πρόσωπό του έχει μαλακώσει. Με ξαναρωτάει, σχεδόν με πατρικό ύφος, αν χτύπησα. Βλέπω ότι κοιτάζει το χέρι μου, στάζει αίμα. «Κόπηκα λίγο, δεν είναι κάτι σοβαρό», λέω.
«Να πας στους γονείς σου, να πάτε σε ένα νοσοκομείο». Πριν βγω τον ρωτάω αν θα μου δώσει την μπάλα. Χαμογελάει. Πετάει την μπάλα προς το μέρος μου. «Οι περισσότεροι με φωνάζουν κυρ Γιώργο. Την άλλη φορά που θα θελήσετε να έρθετε, να μου το πείτε και θα ανοίξω την πόρτα. Μην πηδάτε από τα κάγκελα. Θα χτυπήσετε».
Τα παιδιά με περιμένουν παρακάτω. Στα μάτια τους είμαι αυτός που αντιμετώπισε τον επιστάτη. Εγώ δεν νιώθω έτσι. Αν μπορούσα, θα είχα φύγει. Δεν το λέω, απολαμβάνω τη δόξα της στιγμής. Με ρωτάνε αν με χτύπησε. Τους λέω όσα ειπώθηκαν και τους δίνω την μπάλα.
Στο νοσοκομείο πάω με τη μητέρα μου. Η ένεση αντιτετανικού πονάει, αποκτώ τρία ράμματα στο χέρι και η νοσηλεύτρια το δένει με επίδεσμο. Για δύο εβδομάδες θα τον κρατήσω, μου λένε. Αξίζει όμως, για τους φίλους μου είμαι ήρωας. Αν και ξέρω την αλήθεια, δεν είμαι, οι περιστάσεις με έκαναν.
