Η ποιητική της σιωπής και το ουδέτερο της γραφής

Αναγνώσεις του βιβλίου «Δυο Κενών Σιωπή» της Θωμαΐδος Βλάχου (εκδόσεις Σμίλη) υπό το πρίσμα του Maurice Blanchot.

Της Τζίνας Καρβουνάκη

Η ακόλουθη κριτική γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου Δυο Κενών Σιωπή της Θωμαΐδος Βλάχου (εκδόσεις Σμίλη), που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025 στο κτίριο «Κωστής Παλαμάς». Είχα την τιμή να συντονίσω το πάνελ της εκδήλωσης το οποίο αποτελούσαν οι: Πάνος Ηλιόπουλος,  Έφη Δήμου, Βασίλης Πρωτοπαππάς και η ποιήτρια.

Η ποίηση της Θωμαΐδος Βλάχου, στην πρόσφατη συλλογή Δυο Κενών Σιωπή, κινείται σε μια ζώνη μεταιχμιακή, εκεί όπου η γλώσσα αγγίζει τα όριά της και η φωνή δοκιμάζεται απέναντι στο ίδιο της το σβήσιμο. Ο τίτλος προϊδεάζει προφανώς: ανάμεσα σε δύο «κενά» –δύο σιωπές, δύο απουσίες, δύο αδιέξοδα– εκτυλίσσεται το ίδιο το γεγονός της γραφής. Πρόκειται για μια ποίηση που δεν επιδιώκει να περιγράψει τον κόσμο αλλά να αποκαλύψει το όριο του λόγου που τον περιβάλλει.

Αυτός ο οριακός χώρος είναι συγγενής με εκείνον που ο Maurice Blanchot ονομάζει l’espace littéraire —τον χώρο της λογοτεχνίας ως εμπειρία του απρόσιτου. Εκεί, ο συγγραφέας και το έργο του συνυπάρχουν υπό τη σκιά του ουδέτερου (le neutre), ενός πεδίου όπου το υποκείμενο εξαφανίζεται και η γλώσσα μιλά «χωρίς κανέναν να τη λέει». Η γραφή, όπως θα έλεγε ο Blanchot, είναι «η νύχτα της μέρας»· μια πράξη που δεν φωτίζει, αλλά αφήνει να φανεί το σκοτάδι της ύπαρξης.

Η σιωπή ως γένεση του λόγου 

Η Βλάχου δεν χρησιμοποιεί τη σιωπή ως θεματικό μοτίβο αλλά ως ποιητικό μηχανισμό. Οι στίχοι της συχνά διακόπτονται, αναπνέουν, αποσύρονται, αφήνοντας το κενό να λειτουργήσει ως ενεργό στοιχείο. Αυτή η μορφή απόσυρσης του λόγου παραπέμπει στην écriture du désastre του Blanchot. Η λέξη désastre, ιδωμένη υπό την αστρολογική–ετυμολογική της καταγωγή, σημαίνει «χωρίς άστρο» —χωρίς προσανατολισμό, χωρίς καθοδήγηση. Εκεί ακριβώς οδηγεί η γραφή κατά τον Blanchot: στη ζώνη χωρίς άστρο, χωρίς έδαφος, χωρίς «εγώ». Η σιωπή, επομένως, δεν αποτελεί έλλειψη αλλά πληρότητα χωρίς μορφή.

Όπως γράφει ο Blanchot:  «Η σιωπή δεν είναι άρνηση της γλώσσας· είναι η πιο αυθεντική της κατάσταση» (L’Espace littéraire, σ. 35). 
Στην ποίηση της Θωμαΐδος Βλάχου, αυτή η «αυθεντική κατάσταση» εκδηλώνεται μέσα από την εσκεμμένη αφαίρεση, την αποσπασματικότητα, τη διάρρηξη. Το ποίημα δεν διηγείται· υπαινίσσεται. Κι εκεί όπου σταματά ο λόγος, αρχίζει η εμπειρία.

Το ουδέτερο και η απουσία του υποκειμένου 

Η φωνή της Θωμαΐδος Βλάχου κινείται ανάμεσα στο «εγώ» και στο «κανείς». Δεν υπάρχει εξομολόγηση, δεν υπάρχει πρόθεση συγκινησιακής μετάδοσης· υπάρχει η διαρκής απόπειρα αποπροσωποποίησης. Ο ποιητής, κατά τον Blanchot, δεν είναι εκείνος που εκφράζει τον εαυτό του αλλά εκείνος που αφήνει τη γλώσσα να μιλήσει μέσα από την απουσία του. Το «ουδέτερο» στοιχείο (le neutre) είναι εμφανές στα ποιήματα όπου η Βλάχου αποσύρει το υποκείμενο αφήνοντας μόνο το ίχνος του. 

Το «κανείς» δεν είναι άρνηση ταυτότητας· είναι η ίδια η ταυτότητα της γραφής, όπως τη φαντάζεται ο Blanchot: μια εμπειρία όπου «το εγώ γίνεται αυτό που δεν είναι» (Le Pas au-delà, σ. 49). Το ποίημα έτσι μετατρέπεται σε τόπο αφανισμού του προσώπου, αλλά και ταυτόχρονα σε τόπο παρουσίας του ανώνυμου.

Η γραφή ως εμπειρία του ορίου 

Η γραφή στη Δυο Κενών Σιωπή είναι διαρκώς προσανατολισμένη προς το όριο —το όριο του νοήματος, του λόγου, της ύπαρξης. Κάθε ποίημα μοιάζει να φτάνει σε ένα σημείο όπου η γλώσσα δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, και ωστόσο παραμένει. Είναι αυτό που ο Blanchot αποκαλεί le pas au-delà —«το βήμα πέρα από το βήμα». 
Στο ομώνυμο έργο του, σημειώνει:  «Το πέρασμα του ορίου δεν είναι υπέρβαση· είναι παραμονή στο όριο». Η ποίηση της Θωμαΐδος Βλάχου ακριβώς αυτό επιτελεί: μένει μέσα στο όριο, χωρίς να το ξεπερνά. Μένει μέσα στη σιωπή, χωρίς να την αναστέλλει. Η σιωπή είναι το έδαφος και το σύνορο του ποιήματος, η αρχή και το τέλος του.

Η εσωτερική εμπειρία της απουσίας 

Η εμπειρία της ανάγνωσης της συλλογής θυμίζει αυτό που ο Blanchot, επηρεασμένος από τον Georges Bataille, ονόμαζε expérience intérieure —μια εμπειρία όχι ψυχολογική αλλά υπαρξιακή, όπου το υποκείμενο βιώνει την αποπροσωποποίησή του. 

Στην ποίηση της Θωμαΐδος Βλάχου η σιωπή αποκτά υλική υπόσταση: είναι σάρκα, βλέμμα, παρουσία του μηδενός. Πρόκειται για τη λογοτεχνική ενσάρκωση του blanchotικού désastre —το γεγονός που «δεν συμβαίνει» αλλά επιμένει μέσα στην αποσύνθεση του λόγου.

Συμπέρασμα: Η σιωπή ως τελική γλώσσα 

Το Δυο Κενών Σιωπή δεν είναι μια συλλογή για να «ερμηνευτεί», αλλά για να βιωθεί. Η Θωμαΐς Βλάχου γράφει σε μια γλώσσα που ανήκει στο σύμπαν του άρρητου· η ποίησή της είναι ένα είδος μετα-λόγου, όπου κάθε ποίημα αγγίζει τον χώρο της ανοικείωσης —εκεί όπου το ίδιο το γράψιμο παύει να ανήκει σε κάποιον. 

Όπως σημειώνει ο Blanchot:  «Το έργο δεν ανήκει στον συγγραφέα του· ανήκει στη σιωπή που το δημιούργησε» (L’Espace littéraire, σ. 72). 
Σε αυτήν ακριβώς τη σιωπή κατοικεί η ποίηση της Θωμαΐδος Βλάχου —μια σιωπή δημιουργική, όχι παύση αλλά γένεση του λόγου. Ανάμεσα στα δύο «κενά» του τίτλου, εκεί όπου η φωνή σβήνει για να ξαναγεννηθεί, η Βλάχου αναδεικνύει την πιο δύσκολη αλήθεια της λογοτεχνίας: ότι η γλώσσα αρχίζει εκεί όπου παύει να υπάρχει.


BookSitting | βιβλία, τέχνες, ιδέες



Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.