Παρασκευή, 5 Σεπτεμβρίου 2025
Της Κατερίνας Λιάτζουρα
[Κατερίνα Ευαγγέλου – Κίσσα, Μικρές ιστορίες μετά φόνου, Ελκυστής, 2024]
Η συλλογή διηγημάτων Μικρές ιστορίες μετά φόνου της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα (εκδόσεις Ελκυστής, 2024) φαίνεται διαποτισμένη από έναν τόνο δραματικής έντασης· ο τόνος αυτός δεν απορρέει απαραίτητα από το ίδιο το γεγονός του φόνου, αλλά από τη σκοτεινή υποβόσκουσα ψυχολογία της ανθρώπινης εγκατάλειψης και της εσωτερικής αποσύνθεσης. Σε αυτό το σημείο, δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί τον Siegmund Freud και τη θεωρία του για το «Ανοίκειο» (das Unheimliche), εκείνο δηλαδή το συναίσθημα που γεννιέται όταν το οικείο μετατρέπεται σε απειλητικό, όταν η καθημερινότητα ραγίζει και φανερώνει τα πιο μύχια άγχη και φόβους. Οι «μικρές ιστορίες» της Ευαγγέλου-Κίσσα λειτουργούν ως μικροσκοπικοί καθρέφτες τέτοιων ψυχικών ρηγμάτων: η αποξένωση, η σιωπή ανάμεσα στους ανθρώπους, η κοινωνική απομόνωση δεν παρουσιάζονται απλώς ως κοινωνιολογικά δεδομένα, αλλά ως ενδείξεις μιας εσωτερικής πάλης ανάμεσα σε δυνάμεις που κατά τον Freud ορίζουν το ανθρώπινο ασυνείδητο. Έτσι, ο «φόνος» δεν είναι μόνο η πράξη που διαπράττεται· είναι και η εσωτερική δολοφονία της οικειότητας, της εμπιστοσύνης, της συντροφικότητας, δηλαδή εκείνων των στοιχείων που συγκροτούν το ψυχικό μας στήριγμα. Ενώ ο «φόνος» στο πλαίσιο των διηγημάτων μπορεί να είναι κυριολεκτικός ή μεταφορικός -αφαίρεση της ζωής δηλαδή-, αυτό που μένει είναι ο αντίκτυπος στις ψυχές των προσώπων: τι πεθαίνει μέσα σε έναν άνθρωπο, τι μέρος της ύπαρξής του κλονίζεται στον πυρήνα του;
Πέρα από το ίδιο το γεγονός ή την αναφορά στον φόνο, διαφαίνεται ότι οι ιστορίες επικεντρώνονται σε ανθρώπους «της διπλανής πόρτας» εντός ή εκτός του αστικού ιστού: καθημερινούς, συχνά απομονωμένους – ανθρώπους που βιώνουν μικρές ή μεγάλες απώλειες, αποξενώσεις και τις αθόρυβες εκδοχές της ζωής τους. Οι ήρωες είναι «καθημερινοί», αλλά η κατάσταση της προσωπικής τους απομόνωσης ή της κοινωνικής αποξένωσης τούς μετασχηματίζει. Η δική τους εμπειρία, η αργή σιωπηλή κατάρρευση μιας ζωής, είναι το σημείο όπου η «λογική σιωπά και η καρδιά βρυχάται» -μια φράση από την περιγραφή στο οπισθόφυλλο του βιβλίου- που μαρτυρά την ένταση και το ψυχολογικό βάθος της γραφής.
Μέσα από πολύ λίγες λέξεις, τη «μικρή φόρμα» του διηγήματος, πετυχαίνει η συγγραφέας να χωρέσει την ψυχή, τη μοναξιά, έναν φόνο σιωπηλό (ή και πραγματικό) που κλονίζει την καθημερινότητα. Η δύναμη του διηγήματος κατορθώνει να συμπυκνώσει όλη τη ζωή σε λίγες μονάχα γραμμές, όπως συμβαίνει σε αφηγήσεις που ανταλλάσσουμε στον καθημερινό μας λόγο· απέναντι στον θόρυβο και τη φλυαρία του κόσμου, η μικρή φόρμα είναι ένα καταφύγιο ουσιαστικής έκφρασης. Αυτό το ίδιο «καταφύγιο» του διηγήματος, η πυκνότητα και η ένταση που επιφέρει, φαίνεται να λειτουργούν και μέσα στο πλαίσιο της συλλογής αυτής. Η συγγραφέας συμπυκνώνει ολόκληρες ζωές σε λίγες μόνο σελίδες, χωρά τον σπαραγμό ή την απογείωση της ανθρώπινης ψυχής μέσα σε μια σύντομη αφήγηση. Η μικρή φόρμα, παρ’ όλο που συχνά θεωρείται υποδεέστερη σε σχέση με το μυθιστόρημα, κατέχει ξεχωριστή θέση στη λογοτεχνία, καθώς απαιτεί ακρίβεια, ένταση και τεχνική αρτιότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι από τον 19ο αιώνα ακόμη, ο Edgar Allan Poe, ένας από τους θεμελιωτές της μοντέρνας διηγηματογραφίας, είχε μιλήσει για την «ενότητα εντυπώσεως» (unity of impression) που χαρακτηρίζει το διήγημα: η ανάγνωσή του πρέπει να ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία, ώστε να μην χάνεται η δραματική ατμόσφαιρα και το συναισθηματικό φορτίο. Αυτή ακριβώς η αρχή φαίνεται να συναντάται στις Μικρές ιστορίες μετά φόνου· ιστορίες που δεν επιδιώκουν να ξεδιπλώσουν μεγάλες πλοκές, αλλά να καθηλώσουν τον αναγνώστη με μια πυκνή, σχεδόν εκρηκτική αίσθηση παρουσίας. Η Ευαγγέλου-Κίσσα δείχνει να αξιοποιεί δημιουργικά αυτή τη μακρά παράδοση του διηγήματος, συνδέοντας το σκοτεινό, ψυχολογικό βάθος του Poe με την ελληνική καθημερινότητα είτε σε πόλη είτε σε επαρχία: εκεί όπου η μοναξιά, η κοινωνική απομόνωση και η αργή διάβρωση των σχέσεων μπορούν να είναι εξίσου «φονικές» όσο και ένα έγκλημα με την κυριολεκτική του έννοια.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, διαφαίνεται μια ματιά που αγγίζει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης: τι σημαίνει η απώλεια της σχέσης, η αποξένωση από τον «άλλον», η κοινωνική αδιαφορία, η κακοποίηση, η κατάρριψη των ονείρων και η στέρηση της ελευθερίας; Η κάθε αφαίρεση (φόνος) γίνεται αφορμή να αναρωτηθούμε πόσο εύκολα μπορεί να φονευτεί αυτό που μας στηρίζει στον κόσμο. Αν υπάρχει ένα λογοτεχνικό στίγμα που χαρακτηρίζει αυτή τη συλλογή, είναι η ικανότητα να αποκαλύπτει την απομόνωση μέσα από τη συνθήκη του κοινού, τη σιωπή μέσα στην καθημερινότητα. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, παρ’ όλο που φαίνεται να ζουν μέσα σε γνώριμα περιβάλλοντα, βιώνουν εσωτερικούς φόνους —την ήττα της σχέσης, την απώλεια της συνείδησης, τον θάνατο του «εγώ» μέσα στην αποξένωση.
Συνοψίζοντας, η συλλογή Μικρές ιστορίες μετά φόνου μοιάζει να μας καλεί να δούμε ξανά τα σημεία του φόβου, της απώλειας και της ερημιάς στον ιδιωτικό μας χώρο και στον χώρο κοινοτήτων που, παρ’ όλο που είναι «κοινοί», συχνά κρύβουν ατελείωτα κενά. Είναι μια πρόσκληση να μιλήσουμε για το σιωπηλό, το εσωτερικό, το ταπεινό —αυτό που τελικά μας μορφώνει, μας καταστρέφει ή μας ξυπνά, όχι με θόρυβο, αλλά με σιγανή επιμονή.
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες
