Το στοιχείο και το στοιχειό

Φωτογραφία: Κατερίνα Καραδημήτρη

Ματιά στο νεότατο ελληνικό έργο, «Φίλεμα», του Μάνου Κουνουγάκη στο Θέατρο Άβατον.

Του Λέανδρου Πολενάκη

Το «Φίλεμα» του Μάνου Κουνουγάκη διαδραματίζεται σε μια παραδοσιακή ελληνική τοπική κοινωνία που ακόμη θεωρεί ιερό, τηρεί και σέβεται τον πανάρχαιο θεσμό της φιλοξενίας. Ο συγγραφέας «φωτογραφίζει» την πατρίδα του, την Κρήτη και όλα «φωνάζουν» ότι βρισκόμαστε στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, κάτι που δεν κρύβει στον πρόλογό του στο τυπωμένο βιβλίο. Δηλώνοντας μάλιστα ότι το έργο οφείλει πολλά στις αληθινές ιστορίες από τη γερμανική κατοχή της Κρήτης που αφηγόταν ο παππούς του. Μπορούμε δηλαδή να εντάξουμε τις πηγές του έργου στην προφορική ιστορική παράδοση. Ωστόσο στο ίδιο το έργο ο συγγραφέας αποφεύγει να ορίσει χώρο και χρόνο, υποθέτω για να του προσδώσει έναν οικουμενικότερο χαρακτήρα. Δεν νομίζω ότι αυτό ήταν απαραίτητο. Πιστεύω ότι το αυθεντικά τοπικό, με εγχώριες ρίζες που αντέχουν στον χρόνο και εμμένουν στις συνειδήσεις, αποδεικνύεται πολλές φορές ως το αληθινά οικουμενικό στοιχείο, ή αν προτιμάμε, το στοιχειό του αρχέγονου σπιτιού μας. 

Λίγα απαραίτητα προκαταρκτικά επάνω στο θέμα του μεσογειακού, κυρίως, «ιερού» θεσμού της φιλοξενίας, που οι ρίζες του χάνονται σε ένα απώτατο παρελθόν. Ήδη, στο σώμα της μόνης σωζώμενης ακέραιης τραγικής τριλογίας, της «Ορέστειας» του Αισχύλου είναι εντυπωμένος βαθιά και ανεξίτηλα ο ιερός θεσμός της φιλοξενίας, υπό την προστασία του Ξένιου Διός. Στην Πάροδο του «Αγαμέμνονα», ακούμε τον Κορυφαίο (το 458 π.Χ., στην πρώτη παρουσίαση, τον υποδυόταν ο ίδιος ο Αισχύλος), να μας τραγουδάει: «Τότε ο Ξένιος Ζευς, βαθιά προσβεβλημένος από την πράξη του Πάρι να κλέψει τη γυναίκα του ανθρώπου που τον φιλοξενούσε, στέλνει τιμωρούς στην Τροία τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και όμοια συντρίβονται τα κοντάρια των Αχαιών και των Τρώων, τα γόνατα λύνονται, τα κορμιά σωριάζονται στο χώμα. Έτσι άρχισε αυτό το παράλογο πανηγύρι του Χάρου». 

Αλλά πρόκειται για μια περιορισμένη εντολή του Διός, οι δύο Ατρείδες βασιλείς δεν εξουσιοδοτούνται εν λευκώ να κάνουν ό,τι θέλουν στην ηττημένη πόλη του Πριάμου. Θα πρέπει να ακολουθήσουν τους κανόνες του Διός, αποφεύγοντας τις πρακτικές που σήμερα ονομάζονται κομψά, «παράπλευρες απώλειες» και είναι απεχθείς στον Πατέρα Θεών και Ανθρώπων, Δία: όχι σφαγές αμάχων, παιδιών και γυναικών, όχι καταστροφές των ναών, όχι εκθεμελίωση της πόλης. Αλλά οι «φιλόμαχοι βραβής» (πολεμοκάπηλοι) αρχηγοί των Ελλήνων, επιλέγουν να αγνοήσουν τους κανόνες του Δία και προβαίνουν στην ανόσια θυσία της Ιφιγένειας, προάγγελο της γενικής σφαγής των κατοίκων της αλωμένης Τροίας, προκαλώντας, έτσι, οι ίδιοι την καταστροφή τους. Όλα ξεκίνησαν από μια άνομη παραβίαση του θεσμού της φιλοξενίας σε μια «κοινωνία της αμοιβαιότητας», όπως η ομηρική, πολλά στοιχεία της οποίας, ανάμεσα στα οποία ο θεσμός της φιλοξενίας, διατηρούνται ακόμη στη θαλασσινή πατρίδα μας. 

Πίσω στο έργο, τώρα. Η υπόθεση, με λίγα λόγια: Οι σκληροί εισβολείς και κατακτητές ενός ξένου τόπου, κάτω από τη διοίκηση του λοχαγού Κλίνσμαν και της αξιωματικού Μαρίας Μάουερ, κυκλώνουν ένα χωριό, συγκεντρώνουν τους ενήλικες άνδρες σε μια μάνδρα και ετοιμάζονται να τους εκτελέσουν για να κάψουν μετά το χωριό. Πριν από αυτό υποχρεώνουν τον καφετζή του χωριού, Ιωσήφ, και τη γυναίκα του, Άννα, να τους προσφέρουν στο μαγαζί τους ένα χορταστικό γεύμα, με ντόπια προϊόντα και σπιτικό κρασί. 

Η γυναίκα του χωρικού, Άννα, εμποτισμένη από το πνεύμα της δίκαιης εκδίκησης – ανταπόδοσης, προτείνει στον άνδρα της να δηλητηριάσουν με ποντικοφάρμακο τους ξένους με τον συνοδό τους Έλληνα προδότη, και ύστερα να διαφύγουν όπως μπορούν. Ο άντρας της αρνείται, επικαλούμενος τον πατροπαράδοτο, άγραφο, ιερό νόμο της φιλοξενίας. Και η γνώμη του περνάει, αλλά με μία τραγική για αυτόν συνέπεια: ο Γερμανός Διοικητής ως αντάλλαγμα της φιλοξενίας, δίνει στον Έλληνα  το «δυσμενές προνόμιο» να επιλέξει από τους μελλοθάνατους Έλληνες έναν μικρό αριθμό, και να τους σώσει. Ποιους να επιλέξει και ποιους να αφήσει;  Το έργο, έτσι, γίνεται, από θρίλερ, μια μικρή, άτυπη τραγωδία.  

Ο νέος συγγραφέας Μάνος Κουνουγάκης έχει σίγουρα αξιοπρόσεκτο ταλέντο (έχω διαβάσει προηγούμενα άπαιχτα έργα του) και παρά κάποιες μικρές τεχνικές ατέλειες, όπως π.χ. η επανάληψη του «φιλέματος» σε δύο διαφορετικούς τόπους-χρόνους, είναι βέβαιο ότι έχει να δώσει ακόμη πιο ολοκληρωμένα θεατρικά κείμενα, «στοιχειωμένα» από τον πανάρχαιο καταστατικό μας Μύθο. 

Η παράσταση στο Θέατρο «Άβατον» σε σκηνοθεσία της νεότατης Λίνας Αλτιπαρμάκη, ξετυλίγει ορθόδοξα το νήμα του έργου αφηγούμενη την ιστορία σε χρόνο ευθύγραμμο, χωρίς άστοχες παρακάμψεις, χάσματα, κενά, με προσεγμένες, καλές, ρεαλιστικές ερμηνείες των ρόλων, από ένα δεμένο σύνολο ηθοποιών. Ο Αντώνης Βούλτσος – Δαμουλάκης ως σκληρός Διοικητής, είναι απόλυτα πειστικός. Η έμπειρη Ευγενία Μαραγκού σε έναν κόντρα-ρόλο, της γυναίκας-ναζί, δίνει στο πρώτο μέρος μια τερατική «μάσκα» γυναίκας-αράχνης, εκτελεσμένη άψογα. Ενώ στο δεύτερο μέρος, η πήλινη «μάσκα» ραγίζει, αποκαλύπτοντας ένα κρυμμένο, μεταμελημένο, ανθρώπινο πρόσωπο. Η εύκαμπτη Ντόρα Μάτσικα διακρίνεται ως η διχασμένη γυναίκα του καφετζή Γιόζεφ, Άννα. Ο Νίκος Στεργιώτης ως Έλληνας καταδότης πιάνει άμεσα το νόημα και ο Γιάννης Χαρμπάτσης (καφετζής), είναι ένας φορέας αυθεντικού λαϊκού λόγου. 

Τα λιτά σκηνικά και οι ανάλογοι φωτισμοί της Αποστολίας Ζησιμοπούλου ικανοποιούν, όπως επίσης οι μουσικές του Χρήστου Γαλάνη και του Γιάννη Σαρρή. 

Όπως διαπιστώνει σωστά ο έγκριτος συγγραφέας και θεατρολόγος Θανάσης Τριαρίδης στο ενδιαφέρον Επίμετρό του που συνοδεύει την έκδοση του έργου, «το νεοελληνικό θεατρικό έργο υπάρχει και εξακολουθεί να τινάζει βλαστούς από την ακμαία του ρίζα». Σε πείσμα των ισχυρισμών περί του αντιθέτου μιας δράκας «παροικούντων» τη σφύζουσα ζωής γειτονιά του θεάτρου μας, συμπληρώνω.


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.