Η Ενηλικίωση ως Εσωτερική Ρήξη και Συνειδητοποίηση: Κουτρουμπάκης – Χατζημωυσιάδης – Κιοσσές, μια συγκριτική ανάγνωση.
Γράφει η Βασιλική Γιάννου*
Στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, το θέμα της ενηλικίωσης δεν εμφανίζεται μόνο ως ηλικιακό πέρασμα, αλλά κυρίως ως ψυχική, υπαρξιακή και ηθική διεργασία. Οι Κώστας Κουτρουμπάκης, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης και Σπύρος Κιοσσές, μέσα από τρία έργα που κινούνται στα όρια της μικρής φόρμας και της βιωματικής αφήγησης, αναμετρώνται με αυτό το σταυροδρόμι της ανθρώπινης εμπειρίας: τη μετάβαση από την άγνοια στην κατανόηση, από την αθωότητα στην επίγνωση, από την εσωτερική σιγουριά στην αναμέτρηση με την απώλεια και την ευθύνη.
Η ενηλικίωση ως αποδοχή της φθοράς – «Ο Μαραγκός» του Κώστα Κουτρουμπάκη (εκδόσεις Ενύπνιο 2018)
Ο Κουτρουμπάκης, μέσα από τις μικροϊστορίες του Μαραγκού, προσεγγίζει την ενηλικίωση από τη μια ως μια σταδιακή συνειδητοποίηση της φθοράς και της απώλειας, και της μνήμης ως εργαλείου κατανόησης από την άλλη. Οι αφηγήσεις του, πυκνές και λυρικές, ανασυνθέτουν τα πρόσωπα του πατέρα και της μητέρας, της οικογένειας, του γενέθλιου τόπου.
«Είναι οι ιδιόμελες φωνές τους, σειρήνες των παιδικών μου χρόνων, καθώς δεμένος στο κατάρτι τις ακούω βασανιστικά να με καλούν στις χαμένες της αθωότητας νήσους» (σελ. 13, Νήσοι των Μακάρων)
Ο αφηγητής ωριμάζει όχι μέσα από κάποιο εντυπωσιακό γεγονός, αλλά καθώς επιστρέφει διαρκώς στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής –στη σιγή, στην αφή, στο βλέμμα. Η ενηλικίωση εδώ σημαίνει να μάθεις να βλέπεις τη ζωή μέσα από τα ίχνη της απουσίας, να επιζείς συναισθηματικά όταν πια δεν υπάρχει επιστροφή.
«- ‘Όλα άμα τα θυμάσαι, κάνεις τα πικρά γλυκά. Άμα ξεχνάς, σβήνεις λίγο λίγο.
-Εσύ ή οι άλλοι;
Τα μάτια του φαρμάκια.
–Όλοι.[…]» (σελ. 39, Γριές)
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πατέρας δεν είναι απλώς μια μορφή, αλλά μια πυξίδα ηθική και συναισθηματική. Ο γιος δεν γίνεται «ενήλικος» επειδή περνάει τα χρόνια, αλλά επειδή μαθαίνει να αναλαμβάνει την ευθύνη της μνήμης: να τη μεταφέρει, να την αναμετρηθεί, να την ανασυνθέσει.
Η ενηλικίωση ως αναμέτρηση με την ταυτότητα – «Η Ιδιωτική μου αντωνυμία» του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη (εκδόσεις Κίχλη, 2018)
Στο έργο του Χατζημωυσιάδη, η ενηλικίωση αποκτά και γλωσσική διάσταση. Μέσα από τις γραμματικές κατηγορίες των αντωνυμιών, που γίνονται κατά κάποιο τρόπο όλες κτητικές –«η οριστική μου», «η δεικτική μου», «η ερωτηματική μου» αντωνυμία –, ο συγγραφέας υφαίνει ένα υβριδικό αφήγημα, όπου ο αφηγητής-υποκείμενο αναμετριέται με το παρελθόν, την οικογένεια, τους φίλους, την κοινωνία και, τελικά, με τον ίδιο του τον εαυτό.
«Ωραία χρόνια, αθώα. Κάπως έτσι μου αρέσει να τα θυμάμαι τώρα. Έστω κι αν κατά βάθος ξέρω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο ναρκωτικό από τη νοσταλγία, που όλα τα στρογγυλεύει και όλα τα δικαιώνει και όλα τα γλυκαίνει.» (σελ. 27, Άχνη)
Η ενηλικίωση εδώ είναι βαθιά υπαρξιακή: δεν είναι αποτέλεσμα γεγονότων, αλλά καρπός στοχασμού. Το «εγώ» συγκρούεται με το «εμείς», το «εσύ» γίνεται καθρέφτης του εσωτερικού άλλου. Ο Χατζημωυσιάδης δεν προσφέρει εικόνες ενηλικίωσης μέσα από περιστατικά, αλλά μέσα από ερωτήματα: ποιος είμαι; πού ανήκω; τι φέρω μέσα μου από τους άλλους;
«Το ’70 δεν υπήρξε στ’αλήθεια, το ’80 ήταν μια μαύρη τρύπα στο μυαλό μου, το ’90 δεν το πρόλαβα, το ’00 είχα ήδη παραμεγαλώσει και τώρα, στα στερνά του ’10 γυρίζω πίσω για να πω: Εφτά χρονών έσκυψα από περιέργεια να δω […] Κάποιες κάσες πρέπει εγκαίρως να κλείνουν. Ειδάλλως στοιχειώνουν τα παιδικά όνειρα και τις ενήλικες γραφές. Αυτό και τίποτε άλλο.» (σελ. 108, Απολογισμός)
Η ενηλικίωση σε αυτή τη συλλογή δεν καταλήγει κάπου. Είναι μια συνεχής διεργασία, μια διαρκής αμφιβολία, μια ώριμη αναγνώριση της πολυπλοκότητας του εαυτού και του κόσμου. Ο αναγνώστης, μαζί με τον συγγραφέα, ωριμάζει μέσα από την ανάγνωση των μικρών ιστοριών ως υπαρξιακών σταθμών.
«Καμένο κάρβουνο και λιβάνι μοσχοβολούν μπροστά στην Ωραία Πύλη. “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος” ακούει το παπαδάκι να απαγγέλει, και για πρώτη φορά μετά από πέντε ολόκληρες δεκαετίες, απ’ όταν ακόμη ήταν και ο ίδιος παπαδάκι στην ίδια εκκλησία, σκύβει το κεφάλι του με ταπεινότητα, για να κάνει το σταυρό του.» (σελ. 136-137, Προσδοκώ)
Η ενηλικίωση ως σιωπηρή απομυθοποίηση – «Τα Πρωτοβρόχια» του Σπύρου Κιοσσέ (εκδόσεις Μεταίχμιο 2022)
Σε αντίθεση με τον υπαρξισμό του Χατζημωυσιάδη και τον λυρισμό του Κουτρουμπάκη, ο Σπύρος Κιοσσές προσεγγίζει την ενηλικίωση με ένα ύφος χαμηλών τόνων, δίνοντας έμφαση στην εσωτερική φωνή της παιδικής συνείδησης. Στα Πρωτοβρόχια, η ενηλικίωση προκύπτει όταν ο νεαρός αφηγητής αρχίζει να βλέπει τους γονείς του όχι ως υπερβατικές μορφές, αλλά ως ανθρώπους με ελαττώματα και πάθη. Η κούραση του πατέρα, η θλίψη της μητέρας, οι μικρές προσδοκίες, που καταλήγουν σε προδοσίες της καθημερινότητας, αποτελούν την αλήθεια όλων μας, λίγο πολύ. Η παιδική ηλικία γίνεται το πεδίο όπου συγκατοικούν η αθωότητα και η οδύνη, το γέλιο και το δάκρυ, η ελαφρότητα του παιχνιδιού και το βάρος των οικογενειακών και κοινωνικών τραυμάτων.
Η επιτυχία του βιβλίου δεν έγκειται μόνο στο ύφος ή τη θεματολογία του, αλλά κυρίως στη συναισθηματική αλήθεια που διαπνέει κάθε του σελίδα. Ο Τάσος δεν είναι απλώς ένα λογοτεχνικό πρόσωπο· είναι ένα παιδί που όλοι ήμασταν κάποτε. Τα Πρωτοβρόχια πέφτουν στην ψυχή του αναγνώστη σαν τις πρώτες στάλες ενός φθινοπώρου που δεν τρομάζει, αλλά ωριμάζει.
«Κι όλα αυτά ήταν σαν τα πρωτοβρόχια, κυρία. Εκεί που νομίζεις ότι είναι καλοκαίρι και πάντα έχει καλό καιρό και ζέστη, ξαφνικά ένα μικρό γκρίζο συννεφάκι στην άκρη του ορίζοντα απλώνεται, γίνεται πιο μαύρο, και μετά ξεσπάει το πρωτοβρόχι.[…] Αυτό το καλοκαίρι όλα άλλαξαν. Αλλά, κυρία, νομίζω ότι άλλαξα κι εγώ. Παλιά ήθελα να μεγαλώσω, και ταυτόχρονα ήθελα να μείνω παιδί. Τώρα όμως θέλω μόνο να μεγαλώσω. Ξέρω πια ότι δεν μπορείς να μείνεις για πάντα σε μια ηλικία, όσο όμορφη κι αν είναι αυτή.» (σελ. 167)
Ο Σπύρος Κιοσσές, μέσα από τη λιτή αλλά δυναμική γραφή του, μας θυμίζει ότι δεν υπάρχει ενηλικίωση χωρίς απώλεια, όπως δεν υπάρχει βροχή χωρίς να ποτίσει πρώτα η γη. Και ίσως, τελικά, τα Πρωτοβρόχια να είναι ακριβώς αυτό: η υπόσχεση ότι μετά την ξηρασία έρχεται η κάθαρση.
Συγκριτικό συμπέρασμα
Και οι τρεις συγγραφείς συμφωνούν πως η ενηλικίωση δεν είναι μια βιολογική ή χρονολογική διαδικασία, αλλά μια βαθιά προσωπική, συχνά επώδυνη μεταμόρφωση. Ο Κουτρουμπάκης την εντοπίζει στη μνήμη της απώλειας και στην ταπεινή σοφία του καθημερινού ανθρώπου. Ο Χατζημωυσιάδης την κατασκευάζει μέσα από τον φιλοσοφικό στοχασμό για την ταυτότητα. Ο Κιοσσές την αφουγκράζεται μέσα από τις σιωπές, τις ήπιες απογοητεύσεις και την πρώτη αίσθηση του τέλους της παιδικής αυταπάτης.
Σε μια εποχή που η ενηλικίωση μετατίθεται διαρκώς προς το μέλλον, κρύβεται πίσω από αναβολές και τεχνητές βεβαιότητες, οι τρεις αυτοί συγγραφείς επιμένουν να την αναζητούν στο παρελθόν, στο συναίσθημα, στη γλώσσα. Μας υπενθυμίζουν πως η ωρίμανση, για να είναι ουσιαστική, πρέπει να περάσει από την απώλεια, την ενοχή, την ανάληψη ευθύνης – και, κυρίως, από τη βαθιά κατανόηση της σχέσης μας με τους άλλους, με τον τόπο, με το χρόνο, και τελικά με τον ίδιο μας τον εαυτό.
*Η Βασιλική Γιάννου κατάγεται από την Άρτα και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και κάτοχος ΜΑ στις Σπουδές στην Εκπαίδευση (Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση) από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Υπηρετεί ως Φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση. Είναι μέλος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα, των ευρωπαϊκών EuroClio και Europeana και του PEN Greece. Έχει δημοσιεύσει σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά βιβλιοκριτικές και διηγήματα. Διατηρεί το εκπαιδευτικό και συγγραφικό blog Φιλοblogικό (www.filoblogiko.com).
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η Ενηλικίωση ως Εσωτερική Ρήξη και Συνειδητοποίηση”