Του Λέανδρου Πολενάκη
Μεγάλη Εβδομάδα του 2025, σκέφτομαι πάλι αυτό που έχουν πει και άλλοι πριν από εμένα. Ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ο τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και το καθεστώς ιδιοκτησίας των μέσων που γεννάει το αντίστοιχο πολιτιστικό οικοδόμημα, όπως μας βολεύει πολλές φορές να πιστεύουμε. Υπάρχει επίσης αυτό που ο Max Weber ονομάζει προδιάθεση στον καπιταλισμό ή προκαπιταλιστική σκέψη, που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες ωριμάζει για να μας δώσει το «φρούτο» του. Υπάρχει επίσης, αν θέλουμε, και εκείνο που είδε η Άννα Κομνηνή στους εκπροσώπους των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, με τους καθημερινούς ατελείωτους οικονομικούς εκβιασμούς που ασκούσαν στον πατέρα της, αυτοκράτορα Αλέξιο, και διατύπωσε τον καίριο χαρακτηρισμό: «φιλοχρήματον γαρ λίαν το γένος των Κελτών».
Σκέφτομαι ακόμη αυτό που και άλλοι πριν από εμένα έχουν διαπιστώσει, ότι οι Βαλκάνιοι λαοί δεν έχουν σώνει και καλά στο DNA τους την προδιάθεση του καπιταλισμού. Προδιάθεση δηλαδή για συσσώρευση αγαθών, πλούτου, δύναμης, γνώσεων, ακόμη και ιστορικής μνήμης, προκειμένου να τα κεφαλαιοποιήσουν και να τα εκμεταλλευτούν.Οι Βαλκάνιοι, αντίθετα, έχουν τάση για αλόγιστη σπατάλη δυναμικού και αλλοτρίωση του αντικειμένου του πλούτου σε συνθήκες εγωτικά ανταγωνιστικές, του τύπου «θα σου δείξω εγώ ποιος είμαι», μια ιδιότητα που δεν συναντάται συχνά στον «σοβαρό» και μετρημένο δυτικοευρωπαίο, πειθαρχημένο στη συσσώρευση του πλούτου, αυγάτισμα, επένδυση, εκμετάλλευση, τοποθέτηση.
Ο Γάλλος σοφός Louis Gernet, προεκτείνοντας στην κλασική Ελλάδα την έρευνα και τα πορίσματα της κοινωνικής ανθρωπολογίας πάνω στις πρωτόγονες κοινωνίες, απέδειξε πριν ένα σχεδόν αιώνα την εντελώς αμφιθυμική στάση και των αρχαίων Ελλήνων απέναντι στο ήδη γνωστό από τότε φαινόμενο της συσσώρευσης του πλούτου, φωτίζοντας κάποιες πρακτικές αντιμετώπισής του, όπως η τελετουργική ανταλλαγή «πολύτιμων αντικειμένων», όπου η ανταλλαγή του πλεονάζοντος πλούτου παράγει την αξία και όχι η αξία την ανταλλαγή. Ή ακόμη και η τελετουργική καταστροφή του «καταραμένου αποθέματος», το ονομαζόμενο «Πότλατς», όχι ασφαλώς για να συγκρατηθούν οι τιμές των αγαθών, όπως γίνεται σήμερα, αλλά εξ αιτίας ενός φόβου ότι ο υπερβολικός πλούτος επισύρει τον φθόνο της μοίρας και των θεών και φέρνει την καταστροφή. Ήταν η ενστικτώδης άμυνα μιας κλειστής αλλά ενωμένης κοινωνίας απέναντι στην αντικειμενοποιό δύναμη του χρήματος.
Έτσι λοιπόν, κατά το πλείστον, λειτουργούν οι Έλληνες. Δεν επενδύουν στα σοβαρά το κεφάλαιό τους. Προτιμούν να το ακουμπήσουν σε μια ψευτοεπιχείρηση για να αρπάξουν βραχυπρόθεσμα όσα κέρδη προκύψουν, να την κλείσουν ύστερα και να διαφύγουν με τα «λάφυρα». Το «animus» του καπιταλιστικού ανθρώπου δεν έχει βαθιές ρίζες μέσα μας. Προσπαθούμε να φτιάξουμε οικονομικά μοντέλα μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, μεγάλης εμβέλειας και ευρείας συμμετοχής, αντίθετα με τον οικονομετρικό μας δείκτη, αγνοώντας και τον χαρακτήρα του μέσου Έλληνα που αισθάνεται πελαγωμένος σε εκτεταμένους οικονομοτεχνικούς ορίζοντες. Θεωρήσαμε, βιαστικά και επιπόλαια, σαν ξεπερασμένη τη φάση της ευρύτερης οικογενειακής επιχείρησης, επιλέγοντας την προσαρμογή της οικονομίας μας σε ένα αποκλειστικό μοντέλο μισθωτών «θέσεων εργασίας», όπου ο άνθρωπος υπάρχει μόνο όταν κατέχει (ή τον κατέχει) μια προκαθορισμένη βαθμίδα στην ιεραρχημένη εργασιακή πυραμίδα. Εκτός αυτής, απλώς δεν υπάρχει.
Έρχομαι στο κύριο θέμα μου. Τα Ευαγγέλια μάς δίνουν ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα της προδρομικής ανάδυσης του καπιταλιστικού φαινομένου. Πρόκειται για το παράδειγμα του Ιούδα, ο χαρακτήρας του οποίου διαγράφεται ανάγλυφος στο γνωστό επεισόδιο της «αμαρτωλής» που λούζει την κεφαλή του Χριστού με το πανάκριβο μύρο της. Η σκηνή περιέχεται και στα τέσσερα Ευαγγέλια. Στο «Κατά Ματθαίον» μας δίνεται η σκηνή όπου «γυνή τις» προσέρχεται, σπάζει το φιαλίδιο με το πανάκριβο μύρο, αδειάζει το περιεχόμενό του στο κεφάλι του Χριστού και λούζει τα μαλλιά του. Οι μαθητές αγανακτούν με την σπατάλη, λέγοντας ότι θα μπορούσε να πουληθεί το μύρο αυτό και να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς. Στο «Κατά Μάρκον» η σκηνή επαναλαμβάνεται, αλλά αντιδρούν «τινές των μαθητών». Στο «Κατά Λουκάν» η αγανακτισμένη αντίδραση αποδίδεται στον Φαρισαίο Σίμωνα και ως αιτία της δεν έχει τη σπατάλη αλλά την συναναστροφή του Ιησού με μια «αμαρτωλή» γυναίκα. Στο «Κατά Ιωάννην» έχουμε μια δραματική συμπύκνωση των προηγουμένων επεισοδίων, καθώς έρχεται η σειρά του Ιούδα να αγανακτήσει, μόνος αυτός, για την σπατάλη του μύρου αλλά και για την ουσιαστικά ερωτική προσφορά της γυναίκας προς τον Χριστό. Απαντά ο Χριστός: «Μην την κατηγορείτε, γιατί αγάπησε πολύ. Τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα κοντά σας, εμένα όχι». Ο Ιούδας τότε σηκώνεται γεμάτος αγανάκτηση και πηγαίνει στους αρχιερείς να τον προδώσει. Ο Ευαγγελιστής σχολιάζει λέγοντας ότι αυτά όλα ο Ιούδας δεν τα έκανε επειδή νοιαζόταν για τους φτωχούς αλλά επειδή κρατούσε το ταμείο των Αποστόλων και ήταν κλέφτης και ψεύτης.
Έχουμε εδώ μια εικόνα προδρομική του ανθρώπου της συσσώρευσης, ολοκληρούμενη προοδευτικά στα τέσσερα Ευαγγέλια. «Φρόνιμος πολίτης και συνετός αποταμιευτής, υποκριτής Φαρισαίος, ψεύτης, κλέφτης, ζηλόφθονος, ψευδοηθικολόγος, που συσσωρεύει όλα τα χαρακτηριστικά και τη διάνοια ενός σύγχρονου, συγκινησιακά θωρακισμένου, αδιαφανούς, αδιαπέραστου ανθρώπου»: συγκεντρωτικός, εγωκεντρικός, ψεύτης, κλέφτης, πουριτανός, εν δυνάμει καπιταλιστής, όλα αυτά τον χαρακτηρίζουν κατά τον σπουδαίο ψυχαναλυτή Βίλχελμ Ράιχ, ο -πάντοτε δικός μας, κατά τον Ελύτη- Ιούδας είναι η βασιλική οδός, ο δρόμος για τον καπιταλισμό.
Εικόνα: Γκουστάβ Ντορέ, Το φιλί του Ιούδα (1866).
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες
