Το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι στο «Βρετάνια» σε σκηνοθεσία Πάνου Αγγελόπουλου.
Του Λέανδρου Πολενάκη
Γραμμένο το 1860 το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, αποτελεί μια απάντηση στο βιβλίο του σοσιαλιστή συγγραφέα και κοινωνικού κριτικού Τσερνιτσέφσκι «Τι να κάνουμε;». Στο βιβλίο αυτό ο Τσερνιτσέφσκι υποστηρίζει τη θεωρία που ήταν τότε πλατειά διαδεδομένη, ότι αρκεί να «διαφωτίσουμε» τον άνθρωπο, να του δείξουμε δηλαδή ποιο είναι το αληθινό συμφέρον του με την κοινή, τετράγωνη, μαθηματική λογική τού «δύο και δύο ίσον τέσσερα», και τότε αυτομάτως ο άνθρωπος θα γίνει καλός και ευγενικός, θα απεμπολήσει το κακό επειδή επί τέλους κατάλαβε ότι αυτό απαιτεί το πραγματικό συμφέρον του.
Ας δούμε τι γράφει για το «Υπόγειο» ο μελετητής του Ντοστογιέφσκι Janco Lavrin (πηγή: «Βίοι και έργα», Οργανισμός Κλασσικών Εκδόσεων, Αθήνα, 1963, μετάφραση Ζ. Κουκουτσίδη). «Ο ήρως αυτού του έργου είναι μια καινούργια παραλλαγή του διχασμένου Γκολιάντκιν (σημ. συντ.: ο ήρως της νουβέλας του Ντοστογιέφσκι, «Ο σωσίας»), αλλά πολύ πιο σκοτεινή. Είναι ένας άνθρωπος ανίκανος να προσαρμοστεί σε οποιαδήποτε κοινωνική τάξη. Έχοντας αποτύχει σε όλες τις επιθυμίες και τις προθέσεις, υποφέρει από μια λανθάνουσα αγωνία κι από ένα μυστικό μίσος για τη ζωή, βρίσκοντας έτσι καταφύγιο στην απομόνωση. Αιχμάλωτος σκέψεων και αισθημάτων για εκδίκηση, αποσύρεται στο υπόγειό του. Εδώ τρέφει και συντηρεί την εκδικητική του μανία επί χρόνια προσπαθώντας να στηρίξει την ύπαρξή του, κοροϊδεύοντας ό,τι έχει να παρουσιάσει ο κόσμος έξω. Αυτό όμως το είδος μοναξιάς οδηγεί στην πόλωση της συνείδησης, που ο άνθρωπος από το υπόγειο αντιμετωπίζει σαν κανονική συνθήκη ζωής και για την οποία δεν ντρέπεται καθόλου: Όσο περισσότερο καταλάβαινα τι είναι καλό και πού βρίσκεται το ωραίο, τόσο περισσότερο βυθιζόμουνα στην λάσπη μου και τόσο περισσότερο μπορούσα να χαθώ τελείως μέσα σε αυτήν. Το βασικό όμως σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι όλα αυτά δεν μου φαινόντουσαν σαν κάτι παράξενο, αλλά σαν κάτι που έτσι έπρεπε να είναι… Σαν να είναι η κανονική μου κατάσταση και καθόλου σαν αρρώστια ή βάσανο. (…) Πέστε λοιπόν, ρωτάει, ποιος εξήγησε πρώτος, ποιος δήλωσε πρώτος ότι ο άνθρωπος κάνει κοινά πράγματα επειδή δεν γνωρίζει το πραγματικό του συμφέρον, και ότι αν τον διαφώτιζαν, αν του άνοιγαν τα μάτια για το αληθινό του συμφέρον, θα σταματούσε αμέσως να κάνει κοινά πράγματα, ότι αμέσως θα γινόταν καλός, επειδή κανένας άνθρωπος με πλήρη συνείδηση δεν στρέφεται κατά του προσωπικού του οφέλους; Τι παιδική αφέλεια! Και προσπαθείτε να προσδιορίσετε ακριβώς πού βρίσκεται το όφελος του ανθρώπου. Πώς θα ήταν τα πράγματα αν το όφελος του ανθρώπου, όχι μόνο θα μπορούσε αλλά και θα έπρεπε να βρίσκεται στην επιθυμία του, όχι για το ωφέλιμο αλλά για το κακό; (…) Το μόνο που χρειάζεται ο άνθρωπος είναι μια ανεξάρτητη θέληση, ασχέτως τι του στοιχίζει και πού τον οδηγεί αυτή η ανεξαρτησία. Η κοινή, μαθηματική λογική, μπορεί να λέει ότι δύο και δύο ίσον τέσσερα. Και εγώ σας λέω ότι δύο και δύο ίσον πέντε!»
Αν το πρώτο μέρος της νουβέλας κρατιέται στην περιοχή της ανάλυσης, το δεύτερο περνά σε έμπρακτη δράση, που έχει ως σκοπό να αποδείξει εκείνο που έναν αιώνα αργότερα η Χάνα Άρεντ θα χαρακτήριζε «κοινοτοπία του κακού». Ο εγωισμός των βασάνων του ανθρώπου τον σπρώχνει να μετακυλήσει την ταπείνωσή του από την κοινωνία σε ένα άλλο δημιούργημά της, σε έναν από εκείνους τους «ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» που η τύχη τους είναι χειρότερη από τη δική του. Διαλέγει γι’ αυτό μια πόρνη που την κακομεταχειρίζεται την στιγμή ακριβώς που αυτή ελπίζει ότι βρήκε τον σωτήρα της. Σε αυτήν την προλεταριακή συμπεριφορά, ο άνθρωπος από το υπόγειο βρίσκει την αυτοτέλεια και την «ανεξάρτητη θέληση», απλώς και μόνο επειδή η καταπιεσμένη νοσταλγία του για ανθρώπινη συμπόνοια κατακρεουργήθηκε τόσο άσχημα από τους άλλους ανθρώπους και από αυτήν ακόμη τη ζωή.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο «Βρετάνια», σε θεατρική προσαρμογή και σκηνοθεσία του Πάνου Αγγελόπουλου, περιλαμβάνεται και ένα απόσπασμα από τον «Τρελό» του Νίτσε, σε απόδοση στα ελληνικά από τον Δημήτρη Λιαντίνη, στο βιβλίο του «Γκέμμα», που αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή της σκηνοθεσίας. Ο άνθρωπος από το υπόγειο εδώ, στην εκδοχή που ακολούθησε η σκηνοθεσία, με την σκληρή σαν το διαμάντι συνείδησή του, λυτρώνει την πόρνη από τις ψευδαισθήσεις προικίζοντάς την με νιτσεϊκή θέληση για δύναμη και ανοίγοντάς της τον δύσκολο δρόμο για την ανεξάρτητη θέληση και το αυτεξούσιο.
Προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτήν την ερμηνεία του κειμένου, επειδή ο Νίτσε διάβασε με έναν εντελώς δικό του, ιδιαίτερο, αποσπασματικό τρόπο το έργο του Ντοστογιέφσκι, χωρίς το σωτήριο κίνητρο για αυτοπραγμάτωση – είσοδο σε ένα υψηλότερο νόημα της ζωής. Και επειδή, εν τέλει, δεν είμαστε βουδιστές ώστε να «θερίζουμε μονάχοι της ύπαρξής μας το μεγάλο αστάχυ», όπως ο μαθητής του Βούδα Ατζεσιβάνο στο ομώνυμο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού. Οφείλω, όμως, να πω ότι με έπεισαν τόσο η αδρή, κάθετη, χωρίς φωτοσκιάσεις σκηνοθεσία του Πάνου Αγγελόπουλου που «κουμπώνει» στις ανάγκες του σήμερα, όσο και οι ερμηνείες των ηθοποιών: του έξοχου Δημήτρη Πιατά σε έναν συγκλονιστικό κλαυσίγελο της ύπαρξης, της εξαιρετικά πυκνής, εσωστρεφούς Κατερίνας Μισιχρόνη στον ρόλο της πόρνης και του Κωνσταντή Ζημιανίτη ως λιτού αφηγητή. Με τις, Ευγενία Σιγαλού, Μαρία Βιολάκη και Παυλίνα Παμπουράνη, να ενσαρκώνουν πειστικά, σε ωραία χορογραφία της Αρτέμιδας Ιγνατίου, τους πειρασμούς του «ανθρώπου από το υπόγειο». Με τα λειτουργικά κοστούμια της Ανδρομάχης Μοντζολή και τα σκηνικά του Γιάννη Ζημιανίτη. Με την έξοχη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, τα άρτια videoart των Τάσου Ψαλιδάκη και Νίκου Μυλωνά. Μια πλήρης θεατρική πρόταση.
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες
