Δρόμοι της αγάπης

«Μέρες ολόκληρες στα δένδρα», της Μαργκερίτ Ντυράς, στο Θέατρο «Εκστάν» των Πατησίων.


Του Λέανδρου Πολενάκη

Χώμα στον ουρανό
και φως της ρίζας
Αγκάλιασέ με

                         Λ.Π. ( Από την ποιητική σύνθεση: «Επί των υδάτων»)


Στο Θέατρο Εκστάν των Πατησίων παρουσιάζεται το έργο της Μαργκερίτ Ντυράς «Μέρες ολόκληρες στα δένδρα», σε σκηνοθεσία του Γάλλου Ζαν-Πωλ Ντενιζόν, για πολλά χρόνια στενού συνεργάτη του Πήτερ Μπρουκ. Με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό και μεταφράστρια Ελένη Παπαχριστοπούλου, συνιδρύτρια του Θεάτρου, μαζί με τον αείμνηστο, πρόωρα χαμένο, ηθοποιό και σκηνοθέτη, Γιάννη Σταματίου.

Ως εισαγωγή στο έργο, μεταφέρω ένα απόσπασμα της συνέντευξης που έδωσε στην Πόλυ Κρημνιώτη η Ελένη Παπαχριστοπούλου, με την ευκαιρία της παρουσίασης πέρυσι του έργου της Ντυράς «Η Αγγλίδα ερωμένη» («Αυγή», 14 Μαρτίου 2024):

«Είναι ένα πολύ σύγχρονο έργο, επίκαιρο, μέσα από το οποίο η Μ. Ντυράς βάζει στο μικροσκόπιο τις ανθρώπινες σχέσεις αναζητώντας το βάθος των γεγονότων και των καταστάσεων. Μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εμφανίζεται μια δραματουργία που δίνει περισσότερο βάρος στον συμβολισμό και στο παράλογο, με στόχο να προσανατολίσει τον άνθρωπο να φύγει από την επιφάνεια των γεγονότων και των καταστάσεων και να στραφεί στην εμβάθυνσή τους. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το έργο της Ντυράς “Η Αγγλίδα ερωμένη’’. Στην προκείμενη περίπτωση, η σπουδαία συγγραφέας δεν παραδίδει ένα συμβατικό δράμα αλλά ψάχνει τις αιτίες και τα γεγονότα…»

Όσα λέει στη συνέντευξή της για την «Αγγλίδα ερωμένη» η Ελένη Παπαχριστοπούλου, ισχύουν απολύτως και για το «Μέρες ολόκληρες στα δένδρα», δομημένο με την παραδοσιακή γαλλική τεχνική του «καλοχτισμένου έργου». Που διακρίνεται, όμως, από εκατοντάδες άλλα έργα της ίδιας σχολής, επειδή διαθέτει έναν ζέοντα ποιητικό πυρήνα που το προβιβάζει σε δημιουργία. Τα πρόσωπά του: η μάνα, που υποδύεται ότι δεν ξέρει τι σημαίνει πόνος και απώλεια. Ο γιος της, που πέρασε την παιδική του ηλικία επάνω στα δένδρα ψάχνοντας φωλιές πουλιών, για να μείνει αιώνιος εξόριστος απ’ τη ζωή του. Και η μικρή πόρνη ερωμένη του, που αυτή, με το κορμί της, «ξέρει». Έσχατος, ένας παράξενος μπάτλερ, μπαλαντέρ ενός παιγνίου ζωής ή θανάτου με τράπουλα σημαδεμένη από τη μοίρα, δεσμώτης και συνάμα φύλακας της σφραγισμένης πύλης του ανεκπλήρωτου, ανέφικτου πόθου για τον κόσμο. Όλοι μαζί, νευρόσπαστα ενός άγνωστου Θεού, κινούν, γυρεύοντας απελπισμένα το ελιξίριο της αθανασίας, την αγάπη, «μέσα στον λάκκο όπου παλεύουν τα ερπετά της πείνας» κατά τον λόγο του μεγάλου Λόρκα, σε ένα συγκλονιστικό ποίημά του από τη συλλογή «Ο ποιητής στη Νέα Υόρκη».

Αυτή είναι η γυμνή υπόθεση του έργου, ο άσαρκος χάρτης του, που η παράσταση καλείται να ντύσει με σάρκα και αίμα.  Θα παρεμβάλω εδώ ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του Τάσου Λιγνάδη στη μελέτη του για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, που μας βοηθά να μπούμε στα σπλάχνα του έργου της Ντυράς.

«Ξέρω. Η αγάπη ούτε επιβάλλεται ούτε νομοθετείται. Ανοίγονται πάντως προς αυτήν μονίμως δύο δρόμοι. Ο δρόμος της μαϊμούς και ο δρόμος των δέντρων. Η μαϊμού μιμείται στις κατασκευές του τον ξυλουργό που θαυμάζει. Δεν κατασκευάζει όμως τίποτα η μαϊμού κι ας το νομίζει. Ο άλλος δρόμος είναι διπλής κατευθύνσεως: “οδός άνω και κάτω μία’’. Πάει απ’ τη γη στον ουρανό κι αντίστροφα. Για να πας στον ουρανό, λέει, πρέπει να ταπεινωθείς στην όποια γη σου πρώτα. Αυτό κάνουν τα δένδρα. Αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Χωρίς τη μνήμη του χώματος η ποίηση μένει σαν μια χρυσή προσωπίδα θανάτου».

Κλείνω την εισαγωγή μου στο έργο της Μαργκερίτ Ντυράς με τα πιο πάνω αγαπητικά λόγια του Τάσου Λιγνάδη, αρχαιολόγου, ιστορικού, δοκιμιογράφου, κριτικού λογοτεχνίας και θεάτρου, μα πάνω από όλα ενός ματαιωμένου ποιητή, πριν μπω στην παράσταση.

Η παράσταση τηρεί την προϋπόθεση που τέθηκε πιο πάνω, ντύνει με σάρκα και αίμα τον γυμνό χάρτη του έργου. Από εκεί και πέρα το πράγμα κυλάει «φυσικά», σύμφωνα δηλαδή με τη φύση του έργου, στο ύφος μιας υπνοβατούσης, υπερβατικής πραγματικότητας. Ο έμπειρος σκηνοθέτης Ζαν-Πωλ Ντενιζόν, άριστος γνώστης του γαλλικού θεάτρου και των έργων της Ντυράς, επίσης εξοικειωμένος με την ελληνική κινησιολογία και τρόπους εκφοράς του λόγου, δίνει στα σώματα και στον λόγο τους, με ένυλη φαντασία, τον οικείο μεσογειακό τους ρυθμό και τόνο.

Η διδασκαλία των ηθοποιών μοιάζει να είναι σμιλεμένη επάνω στο σκληρό, μαρμάρινο υλικό του κειμένου. Η Ελένη Παπαχριστοπούλου (μάνα) δίνει τον παλίμψηστο ρόλο της ακέραιο, με την ψίχα και με τον φλοιό του, το μέσα και το έξω μιας αμφιθυμικής ψυχής σκληρής και ευαίσθητης που αγάπησε και μίσησε. Ο Πέτρος Αποστολόπουλος (γιος) είναι ένα έμψυχο μουσικό όργανο, κατά προτίμηση χάλκινο. Η νεαρή Λουκία Λαγού (ερωμένη), ευλύγιστη, εύπλαστη, ευαίσθητη, πλάθει με χώμα και νερό ένα ραγισμένο ανθρώπινο «κεραμεούν» πήλινο σκεύος. Ο Λουκάς Τζιάννης, σοβαρός και λυπημένος, ανταποκρίνεται θετικά στον δίσημο ρόλο του μπάτλερ – μπαλαντέρ – ψυχοπομπού.

Η μετάφραση και διασκευή της Ελένης Παπαχριστοπούλου ρέει σε άψογα ελληνικά. Η σημαίνουσα σκηνογραφία του Μιχάλη Αθανασιάδη, προσεγμένη ως τις λεπτομέρειες. Τα κοστούμια της Χρυσάνθης Τζανέτου, λειτουργικά και οι φωτισμοί του Παναγιώτη Πατέλη, οργανικό μέρος της σκηνοθεσίας.


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.