«Αιαυτός» του Δημήτρη Δημητριάδη στο «Θέατρο Σφενδόνη». Και ένα υστερόγραφο για μια παράσταση του χειμώνα.
Του Λέανδρου Πολενάκη
Μετά το έργο του Γιώργου Σκούρτη «Ο Σαίξπηρ στο Καταφύγιο», μια τραγικωμωδία που ως θέμα της έχει το πρόβλημα της λεγόμενης «ηρωικής αυτοκτονίας», μέσα από τα πρότυπα του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή και του Άμλετ στην τραγωδία του Σαίξπηρ (έγραψα για την παράσταση πριν από δύο Κυριακές στην «Αυγή»), έρχομαι σήμερα σε ένα άλλο, σύγχρονο ελληνικό έργο βασισμένο στον ίδιο Μύθο, της αυτοκτονίας του Αίαντα, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, από τον Δημήτρη Δημητριάδη, με τίτλο: «Αιαυτός», που επιχειρεί να φωτίσει «το πρόβλημα της αυτοκτονίας, μετά την πρόσκρουση του ήρωα στο φως του διαφωτισμού που φέρνει ο άνθρωπος το 1789. Φως του Εωσφόρου ή Άγιο φως; Ο άνθρωπος, μόνος, ουρλιάζοντας εμπρός στο κενό που άφησαν οι θεοί, σε έναν έρημο τόπο που γίνεται τόπος θυσίας για το ανθρώπινο σώμα. Ένας λόγος για το ανθρώπινο σώμα, λόγος παράφορος καταρράκτης, λόγος προσευχής για τον πόθο»,διαβάζω στο σύντομο, πυκνά διατυπωμένο, προλογικό σημείωμα του προγράμματος.
Θα επιχειρήσω, όσο μπορώ, να αναλύσω τα πιο πάνω. Το πρόβλημα που θέτει ο συγγραφέας με το έργο του υφίσταται πράγματι. Αλλά από τον Αίαντα του Σοφοκλή που έζησε σε μια προχριστιανική κοινωνία της ανοικτής στον κόσμο συνείδησης ή σε μια «κοινωνία της ντροπής», έως τον Άμλετ του Σαίξπηρ, που ζει σε μια χριστιανική κοινωνία της έγκλειστης στον εαυτό της συνείδησης ή σε μια «κοινωνία της ενοχής», η απόσταση είναι πάρα πολύ μεγάλη για να διανυθεί με ένα μόνο βήμα. Ο Ομηρικός Αίας αυτοκτονεί από ντροπή επειδή έχασε την τιμή του και την θέση του στην κοινωνία του καιρού του, έστω και άθελά του, με την επέμβαση ενός θεού που του εμφύσησε τρέλα. Ο Άμλετ σκέπτεται την αυτοκτονία από ενοχή επειδή, παρά την εντολή του πατρικού φάσματος, καταλαβαίνει ότι φέρει εντός του την καταπιεσμένη επιθυμία του πατροκτόνου, όπως επισημαίνει καίρια ο Φρόυντ.
Τα πράγματα, όμως, του ανθρώπου και του κόσμου έχουν αλλάξει ριζικά και πολλαπλά στο πέρασμα στην νεωτερική εποχή και η απάντηση στο κρίσιμο ζήτημα δεν μπορεί να είναι μονομερής. Δεν μπαίνουν τα δύο «σώματα» του ανθρώπου που πρωταγωνιστούν στο έργο στα δύο τάσια της ίδιας ζυγαριάς για να ακολουθήσει το ζύγισμά τους, η ομηρική ψυχοστασία και η χριστιανική κρίση, συγγενείς χωρίς να το γνωρίζουν. Εξ ου και ο αυτοσπαραγμός του ήρωα στο έργο σε δύο πρόσωπα, της μυθικής περσόνας του Αίαντα και του «άλλου», που θέλει να ξεφύγει από τον μύθο του, γινόμενος ο νέος διαφωτισμένος «Αιαυτός», αλλά δεν θα το κατορθώσει. Επειδή ο μύθος, είτε πριν από την «πρόσκρουση του ήρωα στο φως του διαφωτισμού» είτε μετά από αυτήν, είναι πάντα «εκεί». Ο Δημήτρης Δημητριάδης το ξέρει αυτό και με το ενδιαφέρον εύρημά του ανατρέπει έναν άλλο παγιωμένο μύθο της νεωτερικής μας εποχής, για το ρήγμα που χώρισε τάχα την ανθρωπότητα σε «πριν» και σε «μετά». Ούτε κατά μία κεραία δεν άλλαξε ο ρηχός διαφωτισμός την «αναλλοίωτη φύση του ανθρώπου». Κάτω, στο άδυτο της ανθρώπινης φύσης, οι Ερινύες μειδιούν και ετοιμάζουν την επόμενη έξοδό τους.
Το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη στην εκδοχή που παρακολουθήσαμε, όχι πάντα δικαιωμένη δραματικά, είναι ένας δόκιμος φιλοσοφικός στοχασμός, ένα έργο λόγου, ένας δρων εσωτερικός μονόλογος δύο προσώπων που είναι στην πραγματικότητα ένα, διχασμένο, και γι’ αυτό δεν πρέπει κατά την άποψή μου να «παίζεται», μάλιστα ρεαλιστικά, αλλά περισσότερο να απαγγέλλεται με δεσπόζοντα τον λόγο, απευθυνόμενο στην «μέσα όραση» του θεατή.
Η σκηνοθεσία του Χάρη Φραγκούλη, με την έντονη ροπή στην εικαστικότητα και τον ωμό ρεαλισμό των παραβιασμένων, παραμορφωμένων σωμάτων, λουσμένων στο αίμα, τη λάσπη, τον ιδρώτα, μετέτρεψε κυριολεκτικά τη σκηνή σε ρωμαϊκή αρένα και αδίκησε, πιστεύω, τόσο το έργο, όσο και την τεράστια, φιλότιμη, εργώδη προσπάθεια των δύο εξαιρετικών ηθοποιών, του Ανδρέα Κωνσταντίνου και του Γιάννη Παπαδόπουλου, που επιτελούν έναν αληθινό άθλο μοιραζόμενοι όλους τους ρόλους.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελίνας Λούκου βοηθούν τον θεατή να μη χάνεται, ταυτίζοντας κάθε φορά τον ηθοποιό με τον εκάστοτε ρόλο του. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου επιτελούν ανάλογη λειτουργία στο επίπεδο των συναισθημάτων. Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή είναι πάντα ένα χάρμα ακοής.
Υ.Γ.
Με ευκαιρία του πρόσφατου θανάτου της σπουδαίας ποιήτριας, πεζογράφου και πολλά άλλα, Μαρίας Λαϊνά, θέλω να αναφερθώ σε μια παράσταση εμπνευσμένη από το έργο της, ιδίως το «Νόημα» και τον «Κλόουν», για τον οποίο «Κλόουν» έχει γράψει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Υπαρξιακή κλοουνερί ή ακροβασία στο χείλος του γκρεμού χωρίς δίχτυ ασφαλείας ή ανάδυση από το πλαγκτόν του ασυνειδήτου».

Η παράσταση στην οποία αναφέρομαι με τίτλο «KLIMAKA a solo performance» δόθηκε στο κλιμακοστάσιο του παλιού ξενοδοχείου «Μπάγκειον», από την χαρισματική ηθοποιό, performer και πολλά άλλα Έλια Βεργανελάκη. Θέλοντας να κάνει έμπρακτο το μήνυμα του «Κλόουν» για τη ματαιότητα όλων των ανθρώπινων φιλοδοξιών, η Έλια Βεργανελάκη διακινδύνευε κάθε βράδυ τη σωματική της ακεραιότητα κατρακυλώντας γυμνή, «με το κεφάλι», ολόκληρη τη μαρμάρινη κλίμακα του Μπάγκειου από το κεφαλόσκαλο ως το ισόγειο, απαγγέλλοντας κομμάτια από τον «Κλόουν» και το «Νόημα» της Λαϊνά, πάλι και πάλι, εξαντλητικά, ως το τέλος. «Οδός Άνω, Κάτω μία και η αυτή», το πιο γνωστό απόσπασμα του Ηράκλειτου ασφαλώς, θα σκεφτεί κάποιος, αλλά για εμένα είναι κάτι ακόμη πολυτιμότερο: Μια υπενθύμιση ότι η έξοδος του ανθρώπου από την ηρωική εποχή και η έκπτωση της αρράγιστης ηρωικής συνείδησης (βλ. π.χ. τον Αίαντα και τον Δον Κιχώτη), είναι πάντα μια πτώση του ανθρώπου με το κεφάλι, αλλά όχι στο κενό, στην άβυσσο, στο τίποτε. Είναι μια Πτώση με Νόημα στον χώρο του Τραγικού. Και μία σισύφεια προσπάθεια του ανθρώπου να ψελλίσει έναν λόγο ελευθερίας. Η δική μας νεωτερική εποχή μοιάζει αυτό να το έχει ξεχάσει.
Newsletter
BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες
