Σε αναζήτηση της χαμένης μύτης: Γκόγκολ σε διασκευή Νίκου Καμτσή

Ο Λέανδρος Πολενάκης γράφει για την παράσταση «Gogol: Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης», σε διασκευή Νίκου Καμτσή, στο Θέατρο «Τόπος Αλλού».


Του Λέανδρου Πολενάκη

Ο σημαντικός Ρώσος φιλόσοφος, θεωρητικός της ρωσικής λογοτεχνίας και κορυφαίος μελετητής του Γκόγκολ, Νικολάι Μπερντιάγιεφ (1874 Κίεβο – 1948 Παρίσι), διένυσε μια μακρότατη πνευματική πορεία. Ξεκινώντας από τον μαρξισμό στα πολύ νεανικά του χρόνια, χαιρέτησε την ρωσική επανάσταση του 1917 για να καταλήξει εντέλει στην χριστιανική, ορθόδοξη θεώρηση του κόσμου. Η πτώση της «αγίας ρωσικής βασιλείας» ως ψευτοθεοκρατικού καθεστώτος ήταν το κυρίαρχο αίτημα της εποχής του που ασπαζόταν και ο ίδιος, αλλά με την πάροδο του χρόνου άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα δεν κυλούσαν έτσι όπως τα σχεδίαζε η ρώσικη ιντελλιγκέντσια, επίλεκτο μέλος της οποίας ήταν ως τότε.

Η ρώσικη ιντελλιγκέντσια ήταν δημιούργημα του Μεγάλου Πέτρου, όταν έστειλε ομαδικά τα τέκνα της ανώτερης ρωσικής τάξης να σπουδάσουν στην Ευρώπη και «άνοιξε», έτσι, στη Δύση την περίκλειστη, «αποστολική» ως τότε Ρωσία, η οποία δεν είχε, όμως, γνωρίσει ούτε την Αναγέννηση ούτε τον Διαφωτισμό, ούτε καν το ύστατο τέκνο τους, τον Ρομαντισμό. Με αποτέλεσμα να ορμήσουν οι άνεμοι της «προόδου» μαζί με τη νεωτερική σκέψη και το χρηματιστήριο, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, σε μια κοινωνία και σε έναν λαό που δεν μπορούσε εκ παραδόσεως να διαχειριστεί το νεόκοπο «αγνό» συναίσθημα και το αιέν «αμαρτωλό» χρήμα. Επί πλέον, η ρώσικη ιντελλιγκέντσια ανέλαβε, τότε αυτόβουλα, ως νέος Δον Κιχώτης ή Άμλετ -τα δίδυμα ινδάλματά της προικισμένα αμφότερα με την «απαίτηση του ιδεώδους»- να «εκπολιτίσει» τον «καημένο», «καθυστερημένο» ρωσικό λαό. Κάτι που δημιούργησε ένα τεράστιο χάσμα, το οποίο έμελλε σε λίγο να καταπιεί και τα δύο κομμάτια της διχασμένης κοινωνίας, των σλαβόφιλων και των δυτικόφιλων, μαζί. Με μοιραία συνέπεια ο λαός αυτής της χώρας, δίχως την προστατευτική ασπίδα μιας πνευματικής παράδοσης αιώνων που είχε πια διαρραγεί, να βγάζει προς τα έξω τα χειρότερα στοιχεία της ψυχοσύνθεσής του: ψέμα, υποκρισία, κακία, φθόνο αβυσσαλέο και άμετρη διαφθορά. Ο Γκόγκολ το διαβλέπει αυτό, πριν ακόμη αποκτήσει υλική υπόσταση, πριν ξεσπάσει ως ενδημικό κακό, και το εικονίζει προφητικά στις μεγάλες ή μικρές εφιαλτικές σύνθετες «τοιχογραφίες» του: τις «Νεκρές Ψυχές», τον «Επιθεωρητή», τη «Μύτη», το «Παλτό», τους «Παίκτες», τα «Παντρολογήματα» και τα υπόλοιπα έργα του.

Ο σπουδαίος διανοητής Νικολάι Μπερντιάγιεφ, αναλύοντας τον Γκόγκολ διακρίνει και τονίζει το κυρίαρχο δαιμονικό στοιχείο των γραφών του. Στο βιβλίο του, «Οι Δαίμονες της ρωσικής επανάστασης» (στα Ελληνικά από τις εκδόσεις «Αρμός», πρόλογος, μετάφραση, σημειώσεις του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη), γράφει ανάμεσα σε άλλα: «Έχει καθιερωθεί ο Γκόγκολ να θεωρείται θεμελιωτής της ρεαλιστικής τάσης στην ρωσική λογοτεχνία. Την παραδοξότητα στο έργο του Γκόγκολ την ερμηνεύουν αποκλειστικά με το ότι ήταν σατιρικός συγγραφέας και ότι απεικόνιζε την αναλήθεια της παλιάς Ρωσίας της δουλοπαροικίας. Κάθε τι ασυνήθιστο στα συγγραφικά τεχνάσματα του Γκόγκολ αγνοήθηκε. Στο δημιουργικό του έργο δεν είδαν τίποτε προβληματικό, γιατί γενικά δεν έβλεπαν πουθενά το προβληματικό. Για τους Ρώσους κριτικούς όλα είναι ξεκάθαρα και εύκολα ερμηνεύσιμα. Όλα έχουν απλοποιηθεί και καταλήξει στα βασικά. Όντως μπορούμε να πούμε ότι η σχολή του Μπελίνσκι, του Τσερνισέφσκι και των επιγόνων τους αγνόησε το εσωτερικό νόημα της μεγάλης ρωσικής λογοτεχνίας και δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει τις καλλιτεχνικές της αποκαλύψεις. Ο Γκόγκολ είχε μια εξαιρετικά δυνατή αίσθηση του κακού. Δεν εύρισκε την παρηγοριά την οποία βρήκε ο Ντοστογιέφσκι στη μορφή του Ζωσιμά και στο άγγιγμα της μητέρας-γης. Δεν έχει σωτηρία πουθενά από τα δαιμονικά στοιχεία που τον περιβάλλουν. Η παλιά σχολή των Ρώσων κριτικών δεν είχε καν αντιληφθεί τη φρίκη στο έργο του Γκόγκολ. Ο ορθολογικός διαφωτισμός ήταν εκείνος που τους προφύλαξε από την κατανόηση αυτών των φρικτών φαινομένων […] Το έργο του Γκόγκολ είναι η καλλιτεχνική αποκάλυψη του κακού ως μεταφυσικής και εσωτερικής αρχής και όχι ως κακού κοινωνικού και εξωτερικού, συνδεδεμένου με την πολιτική υστέρηση και αμορφωσιά. Θεωρούμε εκπληκτικό ότι μπορούσαν να χαρακτηρίζουν ως ρεαλιστικό ένα έργο όπως οι «Νεκρές Ψυχές», απίστευτο και πρωτόγνωρο. Το παράδοξο και το μυστηριώδες στο έργο του Γκόγκολ δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία της κοινωνικής σάτιρας, η οποία στηλιτεύει τα εφήμερα και περαστικά λάθη της ρωσικής κοινωνίας πριν τη μεταρρύθμιση του 1861 που κατάργησε τη δουλοπαροικία […] Τα καλλιτεχνικά τεχνάσματα του Γκόγκολ, τα οποία κάθε άλλο παρά ρεαλιστικά μπορούν να χαρακτηριστούν, αποτελούν ένα ιδιόμορφο πείραμα το οποίο αποσυνθέτει και διαλύει την οργανικά ενιαία πραγματικότητα […] Ο Γκόγκολ δεν μπόρεσε να δει τις μορφές του καλού και να τις μεταδώσει καλλιτεχνικά. Αυτή ήταν η τραγωδία του…».

Έμεινα αρκετά στην ανάλυση του γκογκολικού έργου και των συνθηκών που το γέννησαν. Είναι καιρός να έρθω στην παράσταση με τον τίτλο «Gogol: Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης», που είδαμε σε σκηνοθεσία του Νίκου Καμτσή στο Θέατρο«Τόπος Αλλού». Πρόκειται για μια σύνθεση του σκηνοθέτη από τρία κυρίως έργα του Γκόγκολ, τον «Επιθεωρητή», τη «Μύτη» και τα «Παντρολογήματα», με κεντρικό άξονα τη «Μύτη», πράγμα φυσικό, λόγω μάλιστα και του μνημειακού μεγέθους που της έδωσε στον σχεδιασμό της όψης η επιμέλεια της σκηνογράφου-ενδυματολόγου, Μίκας Πανάγου. Δεν έχω λόγους να είμαι αρνητικός απέναντι στη δημιουργική σύνθεση τριών ομόλογων και ομόρροπων έργων από τον σκηνοθέτη Νίκο Καμτσή, εφ όσον έχει γίνει με φροντίδα και προσοχή, ώστε να δένουν οι επί μέρους αρμοί τους και να μην «τρίζουν» ενοχλητικά στη διάρκεια της παράστασης. Ως κύριο πλεονέκτημα της σκηνοθεσίας του Ν. Καμτσή θεωρώ ότι δεν βλέπει το έργο μονοσήμαντα σαν κοινωνική σάτιρα που αφορά μια μόνο εποχή ή σαν τυπική κωμωδία καταστάσεων. Ο Γκόγκολ δεν έχει καμία σχέση με την Γαλλική ελαφρά κωμωδία ηθών και εθίμων, όπως το δίνουν πολλές φορές. Μπαίνει, αντίθετα, ως τέμνον εργαλείο, βαθιά στη σάρκα του άχρονου μυστηρίου μιας τέχνης με ρίζα μυθική. Τα πρόσωπά της είναι φιγούρες χάρτινες αλλά ολοζώντανες, κομμένες από την ύλη του αιώνιου και αρχετυπικές. Αυτό, η σκηνοθεσία του Καμτσή, το κερδίζει με το αντιρεαλιστικό μαριονετίστικο ύφος που υιοθετεί, με τους νευρόσπαστους ρυθμούς και με το γκροτέσκο στοιχείο, παρότι κάποιες στιγμές γίνεται υπερβολικό και εξαντλεί στο τέλος όλες τις ανάσες του.

Μια ομοιογενής, ισοδύναμη ομάδα καλών, δημιουργικών ηθοποιών, από τους: Δημήτρη Φραγκιόγλου, Βίκη Αθανασίου, Αντώνη Καλομοιράκη, Λαμπρινή Θάνου, Μαρίνα Κοσμά, Βασίλη Χρηστίδη, Κωνσταντίνο Χατζούδη, διδαγμένη «σωστά», τραβάει το κουπί στηρίζοντας την παράσταση. Τα σκηνικά και κοστούμια της Μίκας Πανάγου είναι λειτουργικά… πλην της μύτης που πάσχει από γιγαντισμό. Οι φωτισμοί (Aleksandar Aleksic Lekovic) είναι «σωστοί» και οι χορογραφίες της Κάλιας Θεοδοσιάδη αποτελούν οργανικό μέρος της σκηνοθεσίας. Η μουσική του Κώστα Χαριτάτου, ευρηματική.


BookSitting | Βιβλία, Τέχνες, Ιδέες

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.