ΤΡΙΑ ΕΡΩΤΙΚΑ
Ι
ΜΗΚΩΝ Η ΡΟΙΑΣ
Ερωμένη
Μόνη ερωμένη
Το αγόρι μου κάποτε σγουρός έφηβος των Μυστηρίων
Μελαχρινός νιος μετά με ωραίους αρμούς στο Όρος
Αλάνι πάλι χαρούμενο στα σύδεντρα της Αρκαδίας
Ασπρομάλλης παραθεριστής μια φορά στην Αγαπόνησο
Πάντα εραστής
Σγουρό φιλί απήγανου
κι όρμος λαίμαργης μέλισσας
Με προίκα τόσο έρωτα
πώς αλλιώς
κατάστηθα του ανέμου
γέννησα το άλικο
και τα σποράκια μου άφαντες
φευγάτες στιγμές
επάνω σε κιλίμι ουρανού ανεστραμμένου
δεν ζήτησαν ποτέ συζυγικά δεσμά από το φως
ΙΙ
ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Εναποθέτει τη ματιά στο σγουρό κοχλία
φρεσκολουσμένα τα μαλλιά
Μυστικά μετά κατεβαίνει
με βλέμμα ανεκλάλητο
στην κόψη ανάμεσα στα χείλη
-σαν να ριγήσαν λίγο μ’ ένα γέλιο
Ξεθάρρεψε
Κάτω απ’ το ρούχο
στην ευωδιά του στήθους χώνεται
με αναπνοή από πράσινο σαπούνι
και στης κοιλιάς σκύβει επάνω το εικονοστάσι
Σ’ ένα περβόλι ανόθευτο
κοιτάχτηκαν και σμίξανε
σπαρμένο λιγνές αναπνοές.
ΙΙΙ
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟ ΖΕΥΓΑΡΙ
Τραχιές γραμμές
Ένα καλημέρα καληνύχτα
Βλέμματα παρατημένα εκτός ζωής
μέσα στο ποτάμι του αίματος να αργοπορούν
χωρίς να αφουγκραστούν τα θαυμαστά λουλούδια των αιμοσφαιρίων
Κάποιος ήχος ρολογιού στο παρασκήνιο
και στον αέρα ένα χάδι χάριν συνηθείας
κι ένα γέλιο πού και πού κάποιας αμεριμνησίας
Ακούγονται οι ανάσες τους
Βαριές ξερές -ίσως η ηλικία-
Κάποτε κατάφεραν να σμίξουν σαν τα πουλιά
Θα το θυμούνται σε λίγο άραγε
πώς σφυρηλάτησαν ένα σμίξιμο στο ρήγμα του χρόνου
για μια στιγμή;
ΟΛΓΑ ΤΟ ΤΣΙΓΓΑΝΑΚΙ
Αν δείτε την Όλγα να περπατάει
στις διαχωριστικές των λεωφόρων ντάλα μεσημέρι
ή να τρέχει μες στο μποτιλιάρισμα ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα κορναρίσματα
ή περασμένα μεσάνυχτα να παίζει κουτσό στις πλάκες των πεζοδρομίων
και το πρωί στο ρημαγμένο παράσπιτο να σκάβει σοβάδες και να τους μασουλάει
μην ανησυχήσετε
έτσι είναι αυτή η μικρή
ντύνεται το νερό της βροχής
παίρνει του ανέμου τη φόρα
και φεύγει καταπάνω στο λασπωμένο ρέμα
να πνίξει τα φτηνά σας δάκρυα
χωρίς αντίτιμο
Και δεν αφήνει και ίχνη
Μόνο ενοχλεί δεν κάνει άλλη ζημιά
ποτέ δεν μεγαλώνει
εύκολα ξεχνιέται
Μακάρι να ΄ταν φάντασμα η Όλγα
λέω ΄γω
να σας ρημάξει τα σωθικά
έτσι που σέρνετε το κορμί σας στον αχρείο σας κόσμο
μα δεν είναι Ερινύα η Όλγα
είναι μόνο ένα παιδί
που ξεψύχησε κατά λάθος μια λάθος στιγμή
Ένα λάθος η Όλγα
Ένα λάθος
Ανησυχία καμιά.
27/11/21
ΜΑΧΣΑΑΜΙΝΙ
ΜαχσάΑμινί,
σ’ ένα βουνό ψηλά
με κοτρόνες ματωμένες
και αγριολούλουδα που κλαίνε
σε θάψαμε
να ταΐζουν το κορμί σου μέλλον
Καθώς όμως το όμορφο σώμα σου θα λιώνει και θα αυτοδιασπάται εις τα εξ ων συνετέθη
καθώς τα ωραία σου μάτια θα σβήνουν από κάθε προοπτική
χους εις χουν
και συ με παιδεμένη καρδιά θα βογκάς ακόμα μετο φύσημα του πρώτου ανέμου
μην ξεχνάς
τα μαύρο σου μαλλί το κορακίσιο ακόμα μακραίνει
όπως μακραίνει ο ποταμός στο διάβα της πλαγιάς
κι ας τον πετσόκοψαν
Εσύ πέθανες μα το μαλλί σου συνεχώς μακραίνει
Έτσι είναι η φύση του θανάτου
Να το, κοίτα
πέφτει βαρύ απ’ το βουνό
Θηρίο καταρράκτης
Έτσι είναι η φύση της ζωής.
24/9/22
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ
Κι απέ
θέλει πολύ ο άνθρωπος νομίζεις να μεταβολίσει φως σε χλωροφύλλη;
Νερό μόνο
Και μέρισμα
Μην τον υποτιμάς
Ανεξιθάνατος μπορεί να γίνει.
ΚΑΚΟΜΑΘΑΙΝΩ ΤΗ ΖΩΗ
Κακομαθαίνω τη ζωή
Και νομίζει ότι ο χρόνος είναι χορευτής και την κρατά στην αγκαλιά του
Κι ότι χορεύουν ταγκό
Ίσως γιατί δε θέλω να την πληγώσω
Κι αυτήν κι όλα τα δικά της σκιερά μπαλκόνια
Και τα παιδιά που τρέχουν στα βράχια ανάμεσα στις καπαριές
Και τις πρωινές βροχές του φθινοπώρου που μοσχοβολάν χώμα
Και τα σώματα που δονούνται από έρωτα την ίδια στιγμή
Με παράθυρο μισάνοιχτο και την κουρτίνα να φέρνει αρώματα βροχής
Και τα όμορφα μάτια
Με την κόρη γεμάτη θάλασσες της Άνδρου
Και τα τρανταχτά γέλια των φίλων
Όταν τσουγκρίζουν στην υγειά μας
Κακομαθαίνω τη ζωή
Να ελπίζει στη διάρκεια
Δεν ξέρει ότι κάθε βράδυ δίνω ενέχυρο σε άθλιους τοκογλύφους
Ένα-ένα πολύτιμα διαμάντια δάκρυα
Αποθησαυρισμένα
δικά μου και της μάνας μου κι όλου μου του σογιού
Κερδίζοντας τι;
Μια στιγμή
Αυτή τη στιγμή που γράφω.
ΠΑΡΤΙΔΑ
Να σε πεθάνω θάνατε
Να σε πεθάνω
μανουσάκια κόβω να σε εκδικηθώ
Ποτίζομαι σε δροσερό σταμνί για να σε αρμέξω
Ξεριζώνω παρελθόν ξεχορταριάζω μέλλον
για τούτη τη στιγμή που τη βασίλισσά μου εσύ προγκάρεις
Και εγώ
με τον στρατιώτη μου θυσιασμένο
σου κλέβω τον αντίλαλο σ’ ένα τραγούδι.
ΨΑΡΙ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
1.
Τι είναι ο θεός;
Ένα ψάρι σε ευρύστερνη λίμνη
Εσύ κάθεσαι έξω κι αγναντεύεις απέναντι τους λόφους
Ποτέ δεν θα τον δεις
Μόνο έναν ελαφρό πλατάγισμα στο νερό
με κύκλους χρυσούς του φωτός και πράσινες αντανακλάσεις από τα τριγύρω δέντρα
Για να πιστεύεις πως υπάρχει
2.
Αν γίνεις ψαράς
θα γεμίσεις μαχαίρια και λέπια
Μετά την ψαροφαγία
θα μυρίζεις ψαρίλα
Κι ο θεός θα ‘χει πάει αλλού
Γιατί ξεφεύγει σαν το ψάρι και σαν ουρανός
με το αναπάντεχο να σου ματώνει τη καρδιά
Όταν εσύ πιάνεσαι στο αγκίστρι και πλαντάζεις
3.
Όσο κι αν ματωθεί ο κόσμος
όσο κι αν κατοικηθεί η Σελήνη
ο θεός θα είναι πάντα το ακατάκτητο στοιχειό
που μιλάει από σένα για σένα και μετά πεθαίνει
Το φιλί του αγαπημένου που μέλωσε
Ο κρατήρας που γέννησε άγριες ντοματιές
Ένας καύσωνας που όλα τα φλόγισε
Ο θεός
το ανάμεσά μας
Το άγριο βάτο που ποδοπατάς.
Η Γεωργία Δεληγιαννοπούλου σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ, θέατρο στο ΚΘΒΕ και παράλληλα μουσική (κιθάρα – φωνητική). Έχει πτυχίο σύγχρονου τραγουδιού. Δούλεψε για λίγο ως ηθοποιός στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης και στη συνέχεια ως φιλόλογος, ενώ παράλληλα έκανε θέατρο και μουσική με παιδιά δημοτικού και γυμνασίου. Το έργο της «Ένα Συννεφάκι στο Πόρτο Τρελό» βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Παιδικού Θεατρικού Έργου (1996). Το 2008 δημιουργεί τον Χώρο Τέχνης Ιδιόμελο, όπου και σήμερα ζει και εργάζεται.
Έχει εκδώσει τα παραμυθοτράγουδα «Μια ριγέ γαρίδα ροζ» (Κάστωρ), τα αφηγήματα «Ανασαίνει ο κήπος» (Κέδρος), τη νουβέλα «Το δέντρο της Αμαλίας» (Γαβριηλίδης) και τις ποιητικές συλλογές «Σεμνά θαμμένα» και «Το ψάρι που τραγουδάει» (Οιακιστής). Ποιήματά της και πεζά δημοσιεύονται σε λογοτεχνικούς ιστότοπους.
Newsletter
BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.

Ευχαριστώ παρά πολύ από καρδιάς!!!!
για το Ιδιόμελο Γεωργία Δεληγιαννοπούλου
τηλ: 2106817042
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Και εμείς ευχαριστούμε!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!