Επιμέλεια: Τίνα Πανώριου
O Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και επί τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (μεταφρασμένη λογοτεχνία). Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Μπλε ήλιος (2021), ενώ πρόσφατα, από τις ίδιες εκδόσεις, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Σαν Νορμάλ (2024).

Το Σαν Νορμάλ γεννήθηκε έπειτα από μια βασική σκέψη που με συνέχει εδώ και χρόνια: ύστερα από δύο σφοδρές κρίσεις που μας έπληξαν συλλογικά (οικονομική κρίση και πανδημία) αναζητώντας μια νέα κανονικότητα, συνειδητοποιείς πως ο άνθρωπος, από τη φτιαξιά του, δεν είναι προορισμένος για να ζει ειρηνικά (πάντα).
Ο Πασκάλ έλεγε πως όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν μπορούσε να μείνει ήσυχος στο δωμάτιό του (ίσως και στη σπηλιά του).
Οι ήρωες του Σαν Νορμάλ δεν είναι αυτό που λέμε της «διπλανής πόρτας». Τους συμβαίνουν καταστάσεις που ξεπερνούν την έννοια της λογικής. Καίτοι μοιάζουν με ‘μας, τις μη μυθοπλαστικές φιγούρες, και αναζητούν τα ίδια πράγματα (συνάφεια, αγάπη, εσωτερική γαλήνη, αυτοπραγμάτωση), κάτι συμβαίνει που εκτρέπει τα θέλω τους σε παράλογες καταστάσεις.
Να φταίει η πόλη; Αποφάσισα να δημιουργήσω μια πόλη, να την επινοήσω, να φτιάξω τους δρόμους, τα κτίριά της, την αύρα της. Το να δημιουργείς μια πόλη από το πουθενά είναι απελευθερωτικό, αλλά συνάμα και επικίνδυνο: πρέπει να την κάνεις πιστευτή, να μπορούν να την περπατήσουν οι ήρωες.

Θέλω να πιστεύω πως αυτή η «εγκεφαλική» πόλη είναι κάτι περισσότερο από μια κουκκίδα σε έναν υποτιθέμενο χάρτη, αλλά μια κατάσταση μυαλού. Το Σαν Νορμάλ είναι ένα σύμβολο κι ως τέτοιο το δημιούργησα.
Είναι μια πόλη που κατοικούμε μέσα της, ο καθένας μας ξεχωριστά, με το μυαλό και την ψυχή μας και λιγότερο με το σώμα. Είναι αυτά που κουβαλάμε και μας βαραίνουν. Αυτά που θέλουμε να αποτινάξουμε από πάνω μας, αλλά ποτέ δεν φεύγουν. Σκέψεις που δεν απωθούνται, πράξεις που δεν τελούνται, αποφάσεις που δεν λαμβάνονται υπό το κράτος του φόβου και των τύψεων.
Οι ήρωες του μυθιστορήματός μου το παλεύουν ως το τέλος, ακόμη κι αν ξέρουν ότι οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος τους. Ακόμη κι όταν αντιλαμβάνονται πως είναι από χέρι χαμένοι.
Επιπλέον, το Σαν Νορμάλ είναι ένα ύμνος στην τέχνη και συγκεκριμένα σ’ αυτή του γραπτού λόγου. Ύμνος και παιχνίδι μαζί, διότι η λογοτεχνία είναι μεν μια σοβαρή υπόθεση, αλλά μέσα της κουβαλάει και την έννοια του παίγνιου στη λογική που ο Κώστας Αξελός μιλούσε για το παίγνιο του κόσμου και τον άνθρωπο.

Από το βιβλίο παρελαύνουν συγγραφείς και βιβλία που, όμως, παίζουν καθοριστικό ρόλο σε κάθε ιστορία που συνθέτει το Σαν Νορμάλ. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, τότε που όλο το οικοδόμημα που έχει χτιστεί σε όλα τα προηγούμενα καταρρέει ως χάρτινος πύργος, εμφανίζεται ένας συγκεκριμένος συγγραφέας, ο Χούλιο Κορτάσαρ, να δώσει τη λύση στο δράμα. Παρέα με τον συγγραφέα του βιβλίου, που το βλέπει έντρομος να γράφεται ερήμην του, αποφασίζουν να γίνουν οι λυτρωτές των πάντων. Ακόμη και των εαυτών τους.
Πριν από το Σαν Νορμάλ είχε προηγηθεί ο Μπλε Ήλιος (εκδ. Μεταίχμιο), ένα απόλυτα ρεαλιστικό μυθιστόρημα που ως κύριο θέμα του είχε τις ανθρώπινες σχέσεις. Ήθελα, λοιπόν, στο Σαν Νορμάλ να διερευνήσω την ίδια θεματική, αλλά από διαφορετική εστίαση. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο «απόλυτος» ρεαλισμός θεώρησα πως θα με δέσμευε γι’ αυτό κι αποφάσισα να του δώσω μια γερή κλωτσιά και να τον στείλω μακριά. Κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω το Σαν Νορμάλ.
Newsletter
BookSitting | Συμπληρώστε το email σας για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
