Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου
H Eλσα Κορνέτη γεννήθηκε στο Μόναχο. Σπούδασε Οικονομικά στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Δημοσιεύσει τακτικά ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, κριτικά κείμενα και μεταφράσεις. Έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία εκ των οποίων τα έντεκα είναι ποιητικές συλλογές και συνθέσεις. Δύο ποιητικά βιβλία της το «Ένα μπουκέτο ψαροκόκαλα» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2009) και το «Κονσέρβα Μαργαριτάρι» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2011) ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το ποιητικό βιβλίο της «Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και μια παρδαλή ουρά» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2014) τιμήθηκε με το βραβείο Γιώργος Κάρτερ του περιοδικού Πόρφυρας. Το τελευταίο ποιητικό της βιβλίο έχει τον τίτλο «Ο ήρωας πέφτει» (Οι εκδόσεις των φίλων, 2021). Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή το νέο της βιβλίο «Δωμάτια με δόντια»» που κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Μελάνι.
Κυρία Κορνέτη, Δωμάτια με δόντια, ο τίτλος του βιβλίου σας, ιντριγκαδόρικος, σίγουρα, για τον ψαγμένο αναγνώστη. Τον βάζει στη διαδικασία να δει στο οπισθόφυλλο τι είναι αυτές οι κοφτερές ιστορίες;

Οι τίτλοι των βιβλίων μου συγκροτούν ένα πολύ σοβαρό κομμάτι της δουλειάς μου κι αυτό γιατί συνήθως προηγούνται του περιεχομένου. Σε αντίθεση ίσως με τον μέσο συγγραφέα εγώ ξεκινώ από τον τίτλο που έχει έρθει με τη μορφή της πολυπόθητης έμπνευσης για να στεγάσει τις ιστορίες που θα γεννοβολήσει στην πορεία. Οι τίτλοι μου προϊδεάζουν για το περιεχόμενο και προειδοποιούν τον αναγνώστη γι’ αυτό που τον περιμένει. Δεν επιδιώκω απαραίτητα να κλείσω το μάτι στον αναγνώστη, αλλά αν αυτό συμβαίνει κάποιες φορές δεν με ενοχλεί απαραίτητα.
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε αυτές τις κλειστοφοβικές, εφιαλτικές, ίσως και λίγο κωμικοτραγικές, επιτρέψτε μου, ιστορίες σας; Την εποχή της πανδημίας που λίγο πολύ μάς διέλυσε;
Ξεκίνησα να γράφω τις ιστορίες μου την εποχή της πανδημίας χωρίς να έχει προηγηθεί η πρόθεση. Είναι σίγουρο ότι το θέμα υποσυνείδητα με απασχολούσε, όμως δεν αποφάσιζα ν’ αρχίσω να στήνω κάτι αν δεν βρισκόταν ένα ισχυρό εύρημα. Το εύρημα μου το φανέρωσε ο οδοντίατρός μου στο δωμάτιο με τα δόντια, στο οδοντιατρείο που επισκεπτόμουν εκείνη την περίοδο για διάφορα θέματα που μου προέκυψαν ως απόρροια από το τρίξιμο των δοντιών που μου συνέβαινε ασυναίσθητα στον βραδινό ύπνο. Όταν λοιπόν τον ρώτησα αν έχει πολλούς ασθενείς που τρίζουν τα δόντια, μου απάντησε με την καθοριστική ατάκα για ό,τι επακολούθησε: «Μα, όλη η πόλη τρίζει τα δόντια». Η εικόνα αυτή των κατοίκων μιας πόλης, μιας χώρας, ενός κόσμου που κοιμούνται τις κλειστοφοβικές εκείνες νύχτες τρίζοντας τα δόντια από την αίσθηση του φόβου, της απειλής, του άγχους, της ανασφάλειας, της αγωνίας, αλλά κυρίως του υποχρεωτικού εγκλεισμού και κατά συνέπεια εγκλωβισμού, ήταν αυτό που πυροδότησε την έμπνευση για τη σκηνοθεσία και το γράψιμο των ιστοριών μου.

Οι ήρωές σας, τύποι καθημερινοί στην ουσία, οι οποίοι όμως επιζούν καταναλώνοντας ματωμένα κομμάτια ωμής πραγματικότητας;
Οι ήρωές μου είναι συνηθισμένοι, καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας που μπορεί να περνούν απαρατήρητοι και οι ίδιοι να αισθάνονται αόρατοι έως ανύπαρκτοι. Όλοι μαζί όμως, όταν συσπειρώνονται απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής και τις απειλές της, νιώθουν ν’ αποκτούν μια δύναμη σχεδόν μεταφυσική που τους δίνει τη δυνατότητα να ορίζουν τη μοίρα τους και να μετατοπίζουν την πραγματικότητά τους σ’ ένα περιβάλλον απόδρασης και προσωρινής ανακούφισης που τους δίνει ο κόσμος του φανταστικού ή και του φαντασιακού.
Είπατε κάπου ότι το κέντρο βάρους του βιβλίου σας είναι η αλαζονεία και η απληστία του ανθρώπου. Μιλήστε μας γι΄ αυτό.
Η αλαζονεία και η απληστία του ανθρώπου είναι ιδιότητες που οδηγούν σε καταστροφικά αποτελέσματα. Η εμμονική αποθησαύριση πλούτου, η υπερσυσσώρευση υλικών και μόνον αγαθών, το διαρκές κυνήγι της εξουσίας, το αίσθημα μεγαλείου κυριαρχίας και παντοδυναμίας εις βάρος της φύσης, των υπολοίπων όντων, του πλανήτη ολόκληρου και των δυνητικά ανίσχυρων συνανθρώπων του καθιστά τον άπληστο – αλαζόνα ένα βουλιμικό τέρας που ποτέ δεν χορταίνει κι ούτε στέκεται ν’ αναλογιστεί ότι η αποθησαύριση αποκτημάτων και μόνον και φυσικά όχι αισθημάτων είναι ένα είδος πνευματικής και συναισθηματικής ερήμωσης που τον έχει οδηγήσει μοιραία στην αποκτήνωση.
Η ζωή μας, το μέλλον μας θα άλλαζε προς το καλύτερο μόνο αν υποχωρούσε η αλαζονεία του ανθρώπου, αν μπορούσε μόνο ν’ αγαπήσει την ανθρωπότητα και τον πλανήτη-Γη και τον γυμνό εαυτό του, απαλλαγμένο από μεταμφιέσεις, μεταμορφώσεις, παραμορφώσεις και άλλα φτιασίδια και να δει τον κόσμο με άλλα μάτια.
Οι καιροί που ζούμε είναι, κατά τη γνώμη σας, ταπεινωτικοί αλλά και συγχρόνως ανήσυχοι;
Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο ανήσυχος όσο στην εποχή μας, μια εποχή που τυπικά δείχνει να του έχει λύσει μέσω της τεχνολογίας μια πληθώρα προβλημάτων και να έχει διευκολύνει τη ζωή του, κι όμως η κυριαρχία της τεχνολογίας στη ζωή του τον έχει κάνει πιο νευρικό κι ανήσυχο από ποτέ κι αυτό γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στον κόσμο, στα μυστήρια και στα θαύματά του. Ο σύγχρονός άνθρωπος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στη ζωή.
Επίσης στα χρόνια της πανδημίας οι άνθρωποι μπήκαν σε μια συλλογική κατάσταση. Φοβήθηκαν όλοι μαζί, απειλήθηκαν όλοι μαζί και για πρώτη φορά στη ζωή τους κάπως συνεργάστηκαν στη διαχείριση του φόβου. Ο φοβισμένος άνθρωπος επέστρεψε στον άνθρωπο, γιατί ένιωσε τρωτός, φθαρτός, θνητός και ασήμαντος μπροστά σ’ ένα αόρατο «ζωύφιο».

Κοιτάζοντας πίσω, τι σας οδήγησε στη γραφή;
Η τετραετής επώδυνη ασθένεια και ο θάνατος του αγαπημένου μου πατέρα πριν είκοσι περίπου χρόνια με τραυμάτισε δια βίου. Υπήρξε ισχυρό κίνητρο για μια πορεία μεθοδικής, επίμονης και επίπονης συγγραφικής δουλειάς.
Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που σας συνεκίνησαν βαθιά; Ο Μπόρχες ήταν/είναι ίσως ανάμεσα στους αγαπημένους σας συγγραφείς;
Ο Μπόρχες ανήκει στους αγαπημένους μου συγγραφείς που λατρεύω να διαβάζω, γιατί υπήρξε μοναδικός με όποιο είδος κι αν καταπιάστηκε, με την ποίηση, το δοκίμιο, το πεζό. Ήταν ένας συγγραφέας που άνοιξε δικούς του δρόμους μέσα από τη λαβυρινθώδη του φαντασία. Αποτέλεσε στο ξεκίνημά μου πρότυπο και οδηγό.
Αναρωτιέμαι, ο κόσμος των ονείρων, της μεταφυσικής της φαντασίας που αναδύονται μέσα από τις λέξεις σας, πώς συνάδει με μια πραγματική ζωή που προφανώς ζείτε, όπως όλοι μας;
Είναι παράλληλες και ασύμπτωτες οι πραγματικότητες που ζω. Τις φροντίζω σαν να ήταν φυτά εσωτερικού ή εξωτερικού χώρου ή σαν να ήταν κατοικίδια. Τις ποτίζω, τις ξεβοτανίζω, τις χαϊδεύω και τους μιλώ, κτίζοντας ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης. Η πραγματική μου πραγματικότητα συμπορεύεται με τη φανταστική μου πραγματικότητα σε μια διαδρομή αλληλεπίδρασης και αλληλοτροφοδοσίας.

Και μια κλασική μέρα σας εκτός γραπτών, τι περιλαμβάνει;
Μια κλασική ημέρα περιλαμβάνει το οκτάωρο περίπου της βιοποριστικής δουλειάς μου, σωματική και πνευματική άσκηση με τρέξιμο, διάβασμα, γράψιμο, μουσική, φίλους και πολλές ταινίες. Ό,τι προλαβαίνει να χωρέσει ασθμαίνοντας στο περιορισμένο 24ωρο.
Την πανδημία, με τη θλιβερή επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, την ξεχάσαμε λίγο πολύ όλοι μας. Τώρα τι βλέπετε μπροστά; Πιο ανέφελους καιρούς; Αισιοδοξείτε γενικά;
Η πανδημία υπήρξε για την εποχή μας μια τεράστια δοκιμασία. Οι καιροί ποτέ δεν ήταν ανέφελοι και αισιόδοξοι, όμως σίγουρα προηγήθηκε μια τρομακτική κλίμακα στη σοβαρότητα των ιστορικών γεγονότων που ταλάνισαν την ανθρωπότητα. Ο 21ος αιώνας σε σχέση με τον 20ο για παράδειγμα παραμένει ακόμα ένα είδος Παιδικής Χαράς.
Το καλοκαίρι είναι ακόμα εδώ λαμπερό, ανοιχτόκαρδο. Σας αρέσει σαν εποχή η αυτός ο καταναγκασμός στην χαρά λιγάκι σας αγχώνει ;
Είναι μια εποχή που φέρει έναν καταναγκασμό του τύπου να ξεκουραζόμαστε και ν’ απολαμβάνουμε με το ζόρι, όμως έχει και τις χαρές και τις ελευθερίες της, κυρίως την ευεξία που δίνουν η σύνδεση με τη θάλασσα ή το βουνό, γενικά η κάπως εντατική σχέση με τη φύση σε σχέση με τις άλλες εποχές προσφέρει ψυχική, πνευματική και σωματική ανανέωση και αναζωογόνηση. Είναι σταθμός τροφοδοσίας το καλοκαίρι κάτι σαν βενζινάδικο στο οποίο καταλήγεις με άδειο ρεζερβουάρ‧ ενώ έχεις φτάσει εξουθενωμένος σ’ ένα τέρμα, αναλαμβάνεις και πάλι ζωτικές δυνάμεις – καύσιμα για να συνεχίσεις το ταξίδι ή να ξεκινήσεις από την αρχή.
