Η αλληγορία ως κέντημα και ελευθερία

Σχόλιο στο αφήγημα του Παναγιώτη Θωμά, Ο Μονόλογος του Σαλιγκαριού, εκδ. Αρμός 2022.

Γράφει η Αλεξάνδρα Σταμούλη*

Θα ήθελα να συγχαρώ τον Παναγιώτη Θωμά για το εξαιρετικό βιβλίο. Είμαι 26 χρόνων, βαδίζω στα 27, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου ακόμα κοντά με τα παιδιά των σχολικών ηλικιών. Ίσως επειδή οι γενιές που βγαίνουν τώρα από τα σχολεία έρχονται κοντά μας, πιο γρήγορα από ότι εμείς —τα παιδιά της δεκαετίας του ’90— βαδίζαμε προς την ενηλικίωση. Κι επειδή νιώθω κοντά στο σχολικό περιβάλλον, διαβάζοντας το έργο του Παναγιώτη, ευθύς μου γεννήθηκε η ανάγκη να πω ότι μπορεί να ταξιδέψει το βιβλίο στα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας. Εξάλλου, το εξώφυλλο μιλά για «μεγάλα παιδιά και εφήβους». Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να διαβάζεται και στα δημοτικά σχολεία.

Όπως σημείωσε η Μάρω Πολυδώρου, το Σαλιγκάρι είναι «μια αλληγορική θρηνωδία για την εφήμερη ζωή, την εύθραυστη, την κατακερματισμένη…». Ας δώσουμε, λοιπόν, την ευκαιρία, σε αυτές τις ηλικίες, να εξερευνήσουν αυτήν την αλληγορία. Η αλληγορία είναι ελευθερία και κέντημα μαζί. Εμάς κεντά ο δρόμος των ερωτημάτων που γεννά. Προσωπικά θα δωρίσω το βιβλίο σε ανίψια, παιδιά φίλων, μαθητές φίλων. Ωστόσο, οι ηλικίες στις οποίες θα μπορούσε να μιλήσει είναι και άλλες. Και αυτό προφανώς συμβαίνει γιατί η μαγεία του βιβλίου του Παναγιώτη Θωμά επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο εκείνο το αστείο «από 9 έως 99 χρόνων» που έβλεπα πάντα στα οπισθόφυλλα πολλών βιβλίων και αναρωτιόμουν το γιατί.

Τα ερωτήματα που θέτει ο Μονόλογος του Σαλιγκαριού αφορούν οποιοδήποτε σκεπτόμενο άτομο αντέχει να αναρωτηθεί, να σβήσει, να γράψει, να πάρει την ευθύνη των λόγων και των πράξεών του. Τα τελευταία χρόνια επιμένω πολύ στον δρόμο των ερωτήσεων, των ερωτηματικών. Λέγει ο Γάλλος υπαρξιστής Ζαν-Πολ Σαρτρ στο βιβλίο του Οι λέξεις: «Μου άρεσε που αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα παρέμεναν αναπάντητα· αμήχανος, κατάκοπος, γευόμουν τη διφορούμενη ηδονή να καταλαβαίνω δίχως να καταλαβαίνω: ήταν η συμπύκνωση του κόσμου…»

Και εξηγούμαι σε σχέση με το βιβλίο: Άραγε τα σαλιγκάρια είμαστε εμείς∙ ο λαός… γενικά, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα; Άραγε τα σαλιγκάρια είναι τα σαλιγκάρια και οι άνθρωποι οι άνθρωποι; Πόσο ανθρώπινα είναι τα ανθρώπινα πόδια; Παιχνίδι ανταπαντήσεων που συνεχίζει να συμβαίνει ακόμα και σήμερα στον εγκέφαλό μου. Και θα αρχίσω ανάποδα, από το τέλος στην αρχή:

Στέκομαι και θαυμάζω το Σαλιγκάρι που ζητάει την επιστροφή του στο χώμα, σχεδόν ερωτικά. Ζητάει να γυρίσει εκεί που έτυχε να γεννηθεί, αρνούμενο το από μηχανής Θεού χέρι που το τοποθέτησε στην σκεπή, να είναι «επόπτης και παρατηρητής της φύσης», όπως χαρακτηριστικά ορίζει ο συγγραφέας. Και αλίμονο, βέβαια. «Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει».

Αρνείται την τεχνητή παρέμβαση που το βγάζει εκτός φύσεως. Άρα ο άνθρωπος-σαλιγκάρι επιλέγει. Κινείται και ρισκάρει ή ρισκάρει και κινείται. Κι ας μου επιτραπεί εδώ μια παρένθεση. Να συνδέσουμε με το θέμα μας την αγαπημένη Κική Δημουλά, που έγραψε πολύ για έρωτα και χώμα και η οποία στο «Σαν να διάλεξα», λέει:

«Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτου έχει η εκλογή σου.
Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.
Tο πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση. Eκεί δεν έχει διάλεξε.
Eκεί με κλειστά τα μάτια».

Το σαλιγκάρι, λοιπόν, ζητάει να γυρίσει εκεί που ανήκει, να ζήσει ξανά. Διότι ζει όταν απειλείται από τον θάνατο. Ε, λοιπόν, αλίμονο αν δεν πρέπει να συζητηθεί με τα παιδιά η φθαρτότητα και η ύπαρξη του θανάτου ως απολύτως φυσικού τέλους μιας πορείας. Αλίμονο αν δεν προσπαθήσουμε, μαζί με μας, να τα συμφιλιώσουμε με τον θάνατο. Και προς Θεού, αυτή η συμφιλίωση δεν σκοτώνει την αθωότητα. Αντίθετα, λέμε «μωρό» αυτόν που δεν νιώθει κίνδυνο: να ζήσεις την ζωή σου σαν παιδί σημαίνει να πάψεις να φοβάσαι. Έτσι ίσως να μη βαρεθούμε ποτέ. Εξάλλου, δεν γνωρίζω άνθρωπο συμφιλιωμένο με τον θάνατο. Στα λόγια είναι εύκολο το τέλος.

Εν κατακλείδι, βρισκόμαστε ενώπιον ενός όμορφου σχήματος. Ενώπιον ενός κρυμμένου συμβολισμού. Ενώπιον του σχήματος σαλιγκάρι-Χριστός. Πριν το χέρι το ανεβάσει στη σκεπή, το σαλιγκάρι είχε ανεβεί στον Σταυρό. Ολημερίς κι ολονυχτίς κινδύνευε από τα ανθρώπινα πόδια. Εμείς οι άνθρωποι τα τρώμε τα σαλιγκάρια. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα για τη σύνδεση Χριστού και ανθρώπου, υπάρχουν καταλληλότεροι από εμένα για να θίξουν το θέμα. Εδώ, ολοκληρώνω. Αφήνω πίσω τα ερωτηματικά, παίρνω το κλειδί και κλειδώνω. Τα σαλιγκάρια είμαστε —και πρέπει να διαλέγουμε να είμαστε— εμείς! Και η επιλογή, πάντοτε, άλλοτε πιο δύσκολα, άλλοτε πιο εύκολα, πολλές φορές μετά από σκληρό αγώνα, είναι δική μας.

Εμείς διαλέγουμε αν θα είμαστε το σαλιγκάρι ή το χέρι ή το πόδι. Και ποιο χέρι; Αυτό που ανεβάζει τον Κατακερματισμένο στα κεραμίδια ή το χέρι που φτιάχνει όπλα; Το χέρι που βουλιάζει βάρκες και υψώνει τοίχους ή το χέρι της συνάντησης, της θυσίας και της αγάπης;

«Βρέχει με απόλυτη ειλικρίνεια.
Άρα δεν είναι φήμη
ο ουρανός υπάρχει
και δεν είναι το χώμα λοιπόν η μόνη λύση
όπως ισχυρίζεται ο κάθε τεμπέλης νεκρός».

(«Άτιτλο», Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως– Κική Δημουλά)

Καλοτάξιδος, ας είναι ο Μονόλογος του Σαλιγκαριού!


*Η Αλεξάνδρα Σταμούλη είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών Α.Π.Θ. και ηθοποιός.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.