Αυτὴ η μέρα πέρασε χωρὶς καμιὰν απόχρωση
Τόσο διαφορετικὴ απὸ τις άλλες μέρες
(Ίσως η απαρχὴ ομοίων ημερών)
έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
χωρὶς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιὰ
Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.
Μια μέρα τόσο διάφορη απ᾿ τις άλλες
Χωρὶς τα σύμβολα του «πλην» και του «συν»
π᾿ αυλακώνουν τη σκέψη
Χωρὶς να βαραίνει καν τη ζυγαριὰ της μνήμης
Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα
Σαν τον καπνὸ τσιγάρου χωρὶς άρωμα.
Έτσι έπεσε ένα φύλλο απὸ το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως το αφήσαμε.
Ίσως -λες- πως δεν ήτανε καν μία μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικὰ οι αριθμοὶ
Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο
-Λες- πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα
Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης. Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
